Οι Εκδόσεις Άγρα, που έχουν εκδώσει 20 βιβλία του Αντόνιο Ταμπούκι στα ελληνικά, σε μεταφράσεις πάντα του Ανταίου Χρυσοστομίδη, κυκλοφορούν ένα παλαιότερο σπουδαίο βιβλίο του 1990 με τίτλο Ο μαύρος άγγελος. Πρόκεται για το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που κυκλοφορεί στην Ελλάδα μετά τον πρόωρο θάνατό του το 2012.

«Οι άγγελοι είναι απαιτητικά όντα, ιδιαίτερα εκείνα της ράτσας που το βιβλίο αυτό πραγματεύεται. Δεν έχουν απαλά πούπουλα, έχουν ένα τρίχωμα, που τσιμπάει», γράφει στο σύντομο σημείωμα με το οποίο προλογίζει τον Μαύρο άγγελο ο Αντόνιο Ταμπούκι. Ο ίδιος αγαπούσε ιδιαίτερα αυτές τις έξι «μαύρες», σχεδόν γοτθικές ιστορίες, με τους παράξενους τίτλους και τα φαντάσματα που τις κατοικούν, ίσως επειδή ορισμένα από τα θέματα που περισσότερο απασχόλησαν τη λογοτεχνία του –το παρελθόν που επιστρέφει πάντα ακάλεστο, οι ενοχές που βασανίζουν αλλά δεν διορθώνουν ποτέ τίποτα, η επίμονη δύναμη των ανομολόγητων επιθυμιών, η σκοτεινή παρουσία ενός πανταχού παρόντος κακού, η διπλή όψη των πραγμάτων, το αξεδιάλυτο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, η απροσδιόριστη μαγεία της ποίησης– εδώ δίνονται με μια διάχυτη απαισιοδοξία αλλά και μια μυστηριώδη δύναμη και ομορφιά, από αυτές που μόνο η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει.

Το να μπεις στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Αντόνιο Ταμπούκι σημαίνει να αφεθείς να πιαστείς σε έναν απέραντο ιστό αράχνης όπου οι τρύπες είναι τόσο σημαντικές όσο και το δίχτυ. Και να υποχρεώσεις, ίσως, τον εαυτό σου να διατρέξει όλο το έργο, λίγο λίγο, ψάχνοντας για ψίχουλα. Αυτά τα αφηγήματα είναι παγίδες. Αφού όμως το θύμα συναινεί, σημαίνει ότι προαισθάνεται την ευχαρίστηση που το περιμένει».

Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε στην Πίζα το 1943. Μια από τις αντιπροσωπευτικότερες φωνές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Υπήρξε επίσης ο επιμελητής των ιταλικών εκδόσεων των έργων του Φερνάντο Πεσσόα. Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε περισσότερες από σαράντα χώρες.

 Μερικά από τα μυθιστορήματά του διασκευάστηκαν για τον κινηματογράφο από γνωστούς Ιταλούς και ξένους σκηνοθέτες, όπως ο Ρομπέρτο Φαέντσα, ο Αλαίν Κορνώ, ο Αλαίν Ταννέρ και ο Φερνάντο Λόπες, ή για το θέατρο από σκηνοθέτες όπως ο Τζόρτζιο Στρέλερ και ο Ντιντιέ Μπεζάς.

Βραβεύτηκε με τα πιο έγκυρα διεθνή βραβεία, μεταξύ των οποίων τα «Pen Club», «Campiello» και «Viareggio-Repaci» στην Ιταλία, τα «Prix Médicis Étranger», «Prix Européen de la Littérature» και «Prix Mediterranée» στη Γαλλία, το Ευρωπαϊκό «Αριστείον», το «Nossack» στη Γερμανία, το «Europäischer Staatspreis» στην Αυστρία, τα «Hidalgo» και «Francisco Cerecedo» στην Ισπανία.

Τιμήθηκε επίσης με τους τίτλους του «Officier des Arts et des Lettres» στη Γαλλία και του «Comendador da Ordem do Infante Dom Henrique» στην Πορτογαλία.

Δίδαξε για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Σιένας καθώς και σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων το Bard College της Νέας Υόρκης, το École des Hautes Études και το Collège de France στο Παρίσι.

Έγραφε συστηματικά σε πολλές ιταλικές και ξένες εφημερίδες και σε περιοδικά, παρεμβαίνοντας συχνά στα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά τεκταινόμενα της χώρας και του κόσμου (Corriere della Sera, L’Unità, II Manifesto, Le Monde, El País, Diário de Notícias, La Jornada, Die Allgemeine Zeitung, La Nouvelle Revue Française, Lettre Internationale).

Υπήρξε μέλος και συνιδρυτής του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων.

Ήδη από το 2000 το Italian Pen Club τον είχε προτείνει στη Σουηδική Ακαδημία ως υποψήφιο για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Αγάπησε πολύ την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε τρίτη πατρίδα του, μετά την Ιταλία και την Πορτογαλία. Η Ελλάδα τον τίμησε επίσημα: το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον αναγόρευσε Επίτιμο Διδάκτορα του τμήματος Ιταλικής γλώσσας και φιλολογίας το 2010 και η πόλη των Χανίων τον ανακήρυξε Eπίτιμο Δημότη της το 2011.

Ο Αντόνιο Ταμπούκι έφυγε από τη ζωή στις 25 Μαρτίου 2012, ύστερα από σύντομη ασθένεια.