Η Αντιγόνη ως μυθικό πρόσωπο θέτει ένα γοητευτικό αίνιγμα ανά τους αιώνες. Τι την ωθεί να συγκρουστεί με την εξουσία; Η σύγκρουση αυτή δικαιολογεί τη θυσία της ζωής της; Υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά στον Κρέοντα με τον οποίο αντιπαρατίθεται;

Πρώτος ο Σοφοκλής μετέφερε τον μύθο της στη θεατρική σκηνή το 441 π.Χ. και ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ανούιγ τον μετέπλασε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Από το 1944 και μετά, oπότε και ανέβηκε πρώτη φορά η «Αντιγόνη» του Ανούιγ, έχει παρουσιαστεί σε θεατρικές σκηνές σε όλο τον κόσμο, προκαλώντας πάντα έντονες συζητήσεις. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1946-1947 στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με την Έλλη Λαμπέτη στον ομώνυμο ρόλο. Έτσι, το έργο που έφερε στην Ελλάδα ο Κάρολος Κουν επιστρέφει στο θέατρο που το ανέδειξε, σηματοδοτώντας παράλληλα τα 80 χρόνια από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης (1942-2022).

Ο Κρέοντας με νόμο απαγορεύει την ταφή του αδελφού της Αντιγόνης Πολυνείκη γιατί κινήθηκε με στρατό ενάντια στην πόλη των προγόνων του και τον αδελφό του Ετεοκλή. Η Αντιγόνη θα εναντιωθεί σε αυτήν τη διαταγή. H Αντιγόνη αντι-μιλά στον Κρέοντα και η δύναμη της εκφοράς των λέξεων, η εν δυνάμει ικανότητά τους να διαμορφώνουν ή και να εκλαμβάνονται ως πραγματικότητες είναι η βασική διεκδίκηση αυτής της ανάγνωσης πάνω στην Αντιγόνη.


-Φέτος, θα έχουμε την χαρά να σας απολαύσουμε στην γενέθλια παράσταση Αντιγόνη, για τα 80 χρόνια από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Ποια ήταν τα συναισθήματα σας όταν σας προτάθηκε να συμμετάσχετε;

Θυμάμαι ακόμα τη μέρα, όταν η Μαρία μου μίλησε γι αυτό το έργο, ήταν πριν μπούμε στην πρώτη καραντίνα, δυο χρόνια πριν. Το ξαναδιάβασα μονορούφι, την πήρα καπάκι τηλέφωνο ταραγμένη κι ενθουσιασμένη ταυτόχρονα και μιλούσαμε για αυτό για ώρες. Ακολούθησαν τα επόμενα δυο χρόνια αγωνίες, αναβολές, ματαιώσεις, αλλά κι όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες πάλι αγωνία αν θα γίνει, μήπως κλείσουμε, λίγο τα χιόνια, λίγο ο κόβιντ… Τώρα πάντως νιώθω μια φοβερή λαχτάρα και δύναμη που παρά τις αντιξοότητες όχι μόνο τα καταφέραμε, αλλά παίζουμε και σε αυτή την ωραία, και τόσο υποστηρικτική, αγκαλιά του Θεάτρου Τέχνης.

-Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια για τον ρόλο που υποδύεστε;

Δεν υπάρχει ενσάρκωση σε αυτή την παράσταση, ούτε αναπαράσταση. Είμαστε όλοι ηθοποιοί που παίζουν ρόλους, ηθοποιοί που πατάνε στα χνάρια των ρόλων τους για να βρουν κάτι για τον εαυτό τους. Εννοώ είναι φανερή αυτή η διπλή λειτουργία μας, είναι συστατικό στοιχείο και ζητούμενο της παράστασης.

Όταν λοιπόν ξεκινώ να μπαίνω στα παπούτσια της Αντιγόνης, βλέπω αρχικά ένα μικρό κοκκαλιάρικο κορίτσι-αναφορά του Ανούιγ σε όλα τα παιδιά του πολέμου- που δε μιλά και δεν το παίρνει κανείς στα σοβαρά. Και σιγά σιγά αρχίζει να στέκεται και να βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια. Και να μιλά για αυτό που βλέπει, να αρθρώνει λόγο ή μάλλον αντί-λογο απέναντι στο θείο της, που είναι η εξουσία αλλά ταυτόχρονα και αγαπημένος της άνθρωπος, να του λέει Όχι, και να βρίσκει μια ακεραιότητα ανάμεσα σε αυτά που θέλει και σε αυτά που κάνει.

Εδώ η Αντιγόνη δεν είναι πλάσμα εξαρχής φτιαγμένο για μετωπικές συγκρούσεις, δεν είναι γεννημένη ηρωίδα, επαναστάτρια- ποιος είναι άλλωστε;- αλλά ορθώνει ανάστημα σιγά σιγά όταν οι συνθήκες γίνονται ακραίες. Νιώθουμε το φόβο της και βλέπουμε το ξεπέρασμά του.

-Ο συγγραφέας Ζαν Ανούιγ κατάφερε να μετακυλήσει τον μύθο της Αντιγόνης από την Αρχαία Ελλάδα, στην Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεωρείτε πως υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιστορικές περιόδους;

Και τα δυο γράφονται σε μια ακραία ιστορική στιγμή, ιδωμένη βέβαια από την αντίθετη πλευρά, των κατακτητών και των κατακτημένων.

Την περίοδο που γράφει ο Σοφοκλής έχουμε το Σαμιακό πόλεμο, και την Αθήνα του Περικλή να εξαπολύει άγριο πόλεμο κατά της Σάμου, σε μια ξαφνική επίδειξη δύναμης, για να επαναφέρει την αθηναϊκή συμμαχία. Οι Αθηναίοι παραδειγματικά μετά τη νίκη τους σκοτώνουν και αφήνουν τα πτώματα των αντίπαλων αρχηγών άθαφτα να σαπίζουν.

Ο Ανούιγ από την πλευρά του γράφει τη δική του εκδοχή το 1944 σε μια Γαλλία υπό γερμανική κατοχή, και με την γνώση ότι οι συμπατριώτες του έχουν πει ένα μεγάλο Ναι στην προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων. Τους καλεί για αντίσταση και κυρίως για ακεραιότητα. Κρυφά όμως. Το κείμενο του είναι τόσο κρυπτικό, ώστε καταφέρνει να γλιστρήσει από τη λογοκρισία των Ναζί, που είναι άξιο απορίας.

Για μένα η συγκινητική διαφορά στα δυο έργα είναι ότι ο Σοφοκλής εστιάζει στη σύγκρουση ανάμεσα στους άγραφους νόμους των θεών και το νόμο του κράτους, ενώ στο έργο του Ανούιγ θεοί και πίστη δεν υπάρχουν πια, υπάρχει –μες στις φρικαλεότητες του Β ’Παγκοσμίου Πολέμου- μόνο το απόλυτο κενό και το παράλογο.

Επίσης είναι και μια κατάθεση του Ανούιγ για όλους τους νέους που έφυγαν από αυτό τον κόσμο για κάποιο σκοπό, χωρίς να ξέρουν και απόλυτα γιατί, σίγουρα όμως επειδή δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με αυτό που τους προσφερόταν.

-Η Αντιγόνη θεωρείται μία από τις πρώτες φεμινίστριες. Προσωπικά, εντοπίζετε κοινά ανάμεσα στην τραγική ηρωίδα και μια σύγχρονη θηλυκότητα που εναντιώνεται στην πατριαρχία;

Φυσικά και είναι μια γυναίκα που εναντιώνεται σε έναν άντρα. Κι ακόμα πιο πέρα θα το πάω. Είναι ένα νεαρό κορίτσι που εναντιώνεται σε έναν μεσήλικα άντρα, όχι μόνο pater familias αλλά και βασιλιά. Όλοι στο έργο τη λένε «μικρή», «είσαι μικρή», «είσαι κορίτσι» ,«δεν μπορείς»..

Φυσικά και η πατριαρχία είναι πανταχού παρούσα. Τρέχει στους αιώνες. Στις πράξεις, στις συνειδήσεις, στα λόγια και το λεξιλόγιο μας. Ακόμα δεν αντιλαμβάνομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται σήμερα π.χ το όρο «γυναικοκτονία».

Το έχω νιώσει εννοείται κι εγώ πολλές φορές στο πετσί μου. Λες τη γνώμη σου για κάτι, και βλέπεις κατευθείαν το χειρισμό, την υποτίμηση ή την άρνηση με το καλημέρα σας. Γιατί έτσι έχουν μάθει, γιατί πλήττεται ο εγωισμός τους, καταρρέει όλο το σύμπαν τους.

Επίσης για να μη μείνουμε μόνο στην Αντιγόνη στο έργο, είναι και η Ισμήνη, που δεν υπολείπεται δύναμης, απλά δε δρα παρορμητικά, σκέφτεται περισσότερο ποιες μάχες αξίζει να δίνεις και ποιες όχι. Κι είναι και η βουβή, ανύπαρκτη Ευρυδίκη, που πλέκει και θα πλέκει, όπως λέει ο Χορός, στους αιώνες. Και είναι «καλή γυναίκα» γιατί «δε μιλά». Το σύμβολο της φιμωμένης γυναίκας, επίσης στους αιώνες..

-Παρόλο που το έργο είναι από τη φύση του τραγωδία, εντοπίζουμε και μολιερικά στοιχεία. Το κωμικό και συνάμα ειρωνικό στοιχείο, θα λέγατε πως εξυπηρετεί την απόδοση του νοήματος στον θεατή;

Ο Ανούιγ στην αρχή έγραφε κωμωδίες, μάλιστα θεωρούσε πως «χάρη στο Μολιέρο, το γνήσιο γαλλικό θέατρο δεν είναι ζοφερό». Κάποια στιγμή επιχείρησε στο καλούπι της κωμωδίας να χωρέσει μύθους πιο σκοτεινούς, αρχετυπικούς, ένας από τους οποίους είναι και αυτός της Αντιγόνης. Αντιμετωπίζοντάς τους όμως σαν παιχνίδι, παίζοντας στην κόψη.

Είναι στοίχημα του έργου και της παράστασης μας ο θεατής να μην ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει με αυτό που βλέπει. Όπως συμβαίνει σε ακραίες στιγμές, όταν κοιτάμε τον ουρανό και δεν ξέρουμε αν η ζωή μάς συνθλίβει ή μάς κάνει πλάκα. Έτσι ανοίγει ο κόσμος του παραλόγου.

-Η «Αντιγόνη» ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1946 και προκάλεσε σύγχυση σε θεατές και κριτικούς. Εν έτη 2022, μπορείτε να προβλέψετε ποιες θα είναι οι αντιδράσεις του κοινού;

Καθόλου, κι αυτό το βρίσκω πολύ ουσιαστικό και άκρως γοητευτικό.

-Παρατηρούμε πως τα έργα αρχαίας τραγωδίας, συνεχίζουν να αποτελούν πηγή δραματουργικής έμπνευσης σύγχρονων συγγραφέων. Γιατί θεωρείτε πως συμβαίνει αυτό;

Γιατί μιλούν για μύθους και αρχέτυπα που είναι βασικά συστατικά των κοινωνιών που οι άνθρωποι δημιουργούμε στους αιώνες. Γιατί χρειαζόμαστε τους μύθους για να καταλάβουμε από πού προήλθαμε, που βρισκόμαστε και πού πηγαίνουμε.

Κι επειδή οι μύθοι δε δίνουν απαντήσεις, αλλά θέτουν ακραία διλήμματα, αυτό είναι μόνιμη πηγή έμπνευσης. Όπως π.χ εδώ στην Αντιγόνη. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ποιος έχει δίκιο, αυτή ή ο Κρέοντας; Ποιος μπορεί με σιγουριά να πει αν η θυσία της είχε νόημα ή όχι;

Διαβάστε επίσης:

Αντιγόνη, του Ζαν Ανούιγ στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν