Ποτέ ο χρόνος δεν είναι αρκετός για να ξετυλίξεις το κουβάρι μιας ζωής και ποτέ κανείς δεν βγαίνει αλώβητος και ατάραχος από την τριβή με το παρελθόν. Ειδικά μάλιστα όταν αυτό στριφογυρίζει και γλυκοκοιτάζει το παρόν σαν την μέλισσα γύρω από το λουλούδι που προσπαθεί να προσγειωθεί για να τραφεί. Εδώ περιγράφονται τα πρόσωπα μίας άλλης εποχής που όμως ακόμα και σήμερα συνεχίζει να υπάρχει γιατί οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν να φωτογραφίζουν τις στιγμές τους και την μοναδικότητά τους. Μία γυναίκα και ένας άντρας, δύο κόσμοι παράλληλοι και διαφορετικοί μα τόσο όμοιοι.

Οι ήρωες του Μακριδάκη είναι φυσιογνωμίες οικείες, είναι μάρτυρες μίας άγριας ομορφιάς και ενός χρόνου που πληγώνει αλλά συνάμα χαροποιεί. Η νοσταλγική διάθεση και το άνοιγμα του χρονοντούλαπου της ιστορίας δεν άφησε ποτέ κανέναν ασυγκίνητο. Ο συγγραφέας, στον γνωστό ρόλο του ηθογράφου κινηματογραφεί με την πένα του και ακουμπάει στο χαρτί τις κατάλληλες λέξεις που θα φτιάξουν το παζλ των αναμνήσεων. Αφηγήσεις δύο ανθρώπων που ταξίδεψαν και κόπιασαν, που άλλοτε δίστασαν και άλλοτε τόλμησαν, που αναμετρήθηκαν με τις δυσκολίες και τις χαρές, με την ξενιτιά και την απόσταση, με την λογική αλλά και το ένστικτο αλλά ποτέ δεν μετάνιωσαν για την ζωή που διάλεξαν και πορεύτηκαν σε αυτήν γενναίοι και γελαστοί, πλην όμως μόνοι. Και τώρα με το βλέμμα στο παρελθόν καταθέτουν το βιος τους δίχως καμία επιφύλαξη. Αυτές είναι οι ζωές των ανθρώπων του Γιάννη Μακριδάκη που είναι γεμάτες συναίσθημα και αγωνία, ζωές που βάδισαν στην αβεβαιότητα και την ανασφάλεια αλλά η γεύση από το σεργιάνι σε θάλασσες ξένες και σε σώματα άγνωστα έχουν την γλύκα τους.

Ο Μακριδάκης έχει τον τρόπο να παρασέρνει το κοινό του σε μονοπάτια κάθε φορά διαφορετικά, με μία γλώσσα καθηλωτική και ζωντανή εξουσιάζει τον αναγνώστη και τον αγκαλιάζει στην ιστορία σαν ο ίδιος να είναι παρατηρητής και συνοδοιπόρος. Οι χαρακτήρες που μας αναλύει έχουν μία αρχαιοελληνική διάσταση, ποιος ξέχασε την περιπλάνηση του Οδυσσέα σε άγνωστες πλην φιλόξενες χώρες, ποιος δεν θυμάται το ταξίδι του Ιάσωνα στον δρόμο της αναζήτησης μαζί με τους αργοναύτες του σε τόπους μακρινούς και επικίνδυνους. Στον Μακριδάκη αναβιώνει εκείνη η Ελλάδα που παλεύει μέσα από αντίξοες συνθήκες και στέκεται στα πόδια της, απλοί άνθρωποι που δεν ζήτησαν πολλά αλλά έφτασαν μακριά πιστεύοντας στον εαυτό τους απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή σαν αυτή να ήταν η τελευταία. Μία πόρνη και ένας ναυτικός είναι οι πρωταγωνιστές, δύο ξεχωριστές ιστορίες που ο συγγραφέας συνυφαίνει σαν αυτή να ήταν μία και μέσα από αυτήν ξεπηδούν χίλιες και δύο μέρες και νύχτες, ανοίγει έναν διάλογο ανάμεσα τους και με συνοχή τον συνεχίζει σαν αυτός να μην τελειώνει ποτέ. Ο συγγραφέας μπορεί και παντρεύει με μοναδικό τρόπο την γενναιότητα και την ανάγκη για επιβίωση δημιουργώντας μέσα από την αφήγηση του το αίσθημα της εκπλήρωσης των επιθυμιών του παρελθόντος μέσα από τα μάτια του παρόντος. Τόσο ο ναυτικός όσο και η πόρνη γεύτηκαν τους καρπούς ακολουθώντας τον δρόμο τους και χωρίς να φοβηθούν ή να πισωγυρίσουν.

Η ψυχοσύνθεση της γυναίκας είναι ποτισμένη με ανδρεία και σθένος, με πείσμα στους καιρούς και με απόλυτη πίστη στην καθημερινή εργασία της πόρνης που αντιμετωπίζεται σκωπτικά από το εκάστοτε περιβάλλον. Και όμως αντιστέκεται σε κάθε είδους πρόκληση που μπορεί να ανατρέψει μία ζωή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της, χωρίς παρεκκλίσεις αλλά και χωρίς εκπτώσεις. Δεν θα υποκύψει σε κανέναν, δεν θα υποχρεωθεί πουθενά και θα βαδίζει στον δρόμο που η ίδια χάραξε αταλάντευτα χωρίς να γλυκοκοιτάξει καμία πρόσκληση που κάποια άλλη ίσως θα επέλεγε ως μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδράσει από μία ζωή στην υπηρεσία του πελάτη. Περήφανη για τον ρόλο της, αγέρωχη μπροστά σε κάθε προσπάθεια προσβολής της, πιστή στα θέλω της, η δυναμική της κυριαρχεί. Η ομορφιά πολλές φορές κοστίζει, η γνώση όμως είναι αυτή που μπορεί και διατηρεί τα κεκτημένα σε τέτοιο βαθμό που οι αποστάσεις ορίζονται και ο εκάστοτε εισβολέας παίρνει τα μέτρα του και γνωρίζει πως το οχυρό είναι απόρθητο, άρα οπισθοχωρεί. Ο Μακριδάκης εισχωρεί στην γυναικεία ψυχοσύνθεση, αποκαλύπτοντας τρωτά σημεία και αδυναμίες, προβάλλοντας όμως παράλληλα μία γυναίκα αποφασισμένη να σταθεί στο ύψος της, να τιμήσει τον λόγο που έδωσε στον εαυτό της και να μην γίνει βορά στις αχόρταγες ανδρικές ορέξεις.

Τα γλωσσικά ιδιώματα που ο συγγραφέας επιστρατεύει αντικατοπτρίζουν τον ψυχισμό και την καταγωγή των ηρώων, φωτίζοντας την “λαϊκή” τους ταυτότητα. “Κάθε λιμάνι και καημός κάθε καημός και δάκρυ”. Αυτό είναι το σύνθημα σε κάθε χείλος ναυτικού, αυτού εδώ του ναυτικού που ακροβατεί ανάμεσα σε συντροφιές, διασκεδάζοντας τον χρόνο του, χαρίζοντας και κερδίζοντας συνάμα λίγο χρόνο απέναντι στην απεραντοσύνη της νοσταλγίας που κάθε μέρα του χτυπάει την πόρτα. Κάθε γυναίκα και ένας δεσμός, κάθε θηλυκή παρουσία και μία συνάντηση με το πεπρωμένο, κάθε εμπειρία και ένα κεφάλαιο από μόνο του. Ιαπωνία, Βραζιλία, Περού, επεισόδια μίας ιστορίας που ποτέ δεν τελειώνει και πάντα κρύβει εκπλήξεις, η μοναξιά σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αδυσώπητη, έτσι η γυναικεία επαφή είναι ένα φάρμακο και μία διαφυγή, όχι όμως δέσμευση. Ονόματα σαλεύουν, πρόσωπα εναλλάσσονται και όμως τι μένει τελικά από όλο αυτό το αλισβερίσι με τον χρόνο? Ο ναυτικός όπως και η πόρνη δεν συμβιβάστηκαν, αυτό που καταφέρνουν είναι να βρίσκονται ενώπιος ενωπίω με τον δικό τους καθρέφτη και τώρα στην αυλαία του έργου που έπαιξαν, έχουν το θάρρος και την τόλμη να ξεστομίσουν με κάθε λεπτομέρεια όλα τα γεγονότα με καθαρότητα και χωρίς τύψεις για τα πεπραγμένα.

“Πέτρα που κυλάει δε μαλλιάζει”.

“Τίποτα δε μου λείπει, ούτε και με στεναχωρεί. Τα χρόνια που φύγανε, περάσανε. Η ζωή συνεχίζεται, δε μένει στάσιμη. Δεν πέρασα άσχημα, πέρασα ωραία ζωή”.


Το βιβλίο του  Γιάννη Μακριδάκη, Η Πρώτη Φλέβα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας.