Ο Χριστόφορος Μαρίνος γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα. Είναι ιστορικός της τέχνης και επιμελητής εκθέσεων. Έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων και μελετών για τη σύγχρονη τέχνη. Έχει επιμεληθεί πολλές ομαδικές εκθέσεις, καθώς και αναδρομικές εκθέσεις σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών. Την περίοδο 2005-6 εργάστηκε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Ήταν συνιδρυτής και αρχισυντάκτης του διαδικτυακού περιοδικού τέχνης kaput (2008-13). Έχει επιμεληθεί πολλά βιβλία και καταλόγους εκθέσεων, μεταξύ των οποίων τα «Πιθανότητες: Συνεντεύξεις με νέους Έλληνες καλλιτέχνες» (2006) και «Το έργο της επιμέλειας» (2011). Το 2009 ήταν ένας από τους επιμελητές της 2ης Μπιενάλε της Αθήνας HEAVEN και το 2013 συμμετείχε στην ομάδα που επιμελήθηκε την AGORA. Την περίοδο 2012-15 διετέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (AICA Hellas). Από το 2020 είναι επιμελητής εικαστικών εκθέσεων και δράσεων του Οργανισμού, Πολιτισμού και Αθλητισμού του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).

***

-Αγαπητέ Χριστόφορε, ανέλαβες το τιμόνι του ΟΠΑΝΔΑ τον Μάιο του 2020 αμέσως μετά τη λήξη του εγκλεισμού, διαδεχόμενος τον εξέχοντα ιστορικό τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλο. Μίλησέ μας για την πρόκληση ενός τέτοιου θεσμικού ρόλου, και πώς βίωσες την επανεκκίνηση της τέχνης μετά το lockdown.

Όταν ανακοινώθηκε ότι αναλαμβάνω τη θέση του επιμελητή εκθέσεων και δράσεων του ΟΠΑΝΔΑ, ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας Θεόδωρος Γεωργίου μού έστειλε μια συγχαρητήρια επιστολή με την οποία με έθεσε προ των ευθυνών μου. Πολύ συνοπτικά, μου γράφει ότι αναλαμβάνω μία «αποστολή» (Aufgabe στα γερμανικά), σύμφωνα με την οποία «μπορώ να μεταμορφώσω την πολιτική συνθήκη σε αισθητική μορφή». Και ότι μπορώ να πραγματώσω αυτό που δεν πέτυχαν μέχρι τώρα άλλοι «αισθητικοί θεσμοί», όπως η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μου επισημαίνει επίσης ότι η θεσμική θέση μου «δεν επιδέχεται ενδοιασμούς ή υστερόβουλες σκέψεις». Θεωρώ πως η επιστολή του Γεωργίου, την οποία θα κοινοποιήσω ολόκληρη όταν ολοκληρωθεί η θητεία μου στον ΟΠΑΝΔΑ, αποχαιρετώντας και ευχαριστώντας με αυτόν τον τρόπο τους συνεργάτες μου, απαντά έμμεσα αλλά και γλαφυρά στο ερώτημά σου για την πρόκληση ενός τέτοιου θεσμικού ρόλου και την ευθύνη που έχει ένας επιμελητής όταν βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Δεν αρκούν δηλαδή μόνο η ικανότητα, οι γνώσεις και το όραμα, πρέπει να υπάρχει και η αίσθηση του καθήκοντος.

Όπως φάνηκε, η κοινωνική απομόνωση που επέβαλε η πανδημία λειτούργησε και θετικά, τροφοδοτώντας τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών. Μετά τα lockdowns βιώσαμε μια θεαματική δημιουργική έξαρση με πληθώρα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, εκθέσεων και δράσεων. Η επανεκκίνηση της τέχνης συνέπεσε με την επέτειο για τα 200 χρόνια από το 1821 και με έναν περίεργο τρόπο η ενδοσκόπηση και η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας συναντήθηκε με την αναγκαστική ενδοσκόπηση και την ευκαιρία για ανασύνταξη κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Νομίζω πως η «ενδοσκόπηση» είναι μια λέξη-κλειδί για αυτά τα δίσεκτα χρόνια. Βέβαια, ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο φόβος μιας πυρηνικής καταστροφής ήρθαν να μας προσγειώσουν απότομα στην πραγματικότητα. Εύλογα αναρωτιέσαι ποια μπορεί να είναι η θέση της τέχνης και της ενδοσκοπικής ενατένισης σε ένα τέτοιο ζοφερό σκηνικό.

-Πόσο σε βοήθησε η εμπειρία σου ως τώρα μέσα από μία ηχηρή πορεία συμμετοχής σε μουσεία και οργανισμούς όπως το ΕΜΣΤ, η Μπιενάλε της Αθήνας και η προεδρία της AICA Hellas, αλλά και με την επιμέλεια σημαινουσών εκθέσεων όπως «Ο Μαγικός Κύκλος» (2012) στο σπίτι του Αριστομένη Προβελέγγιου της οδού Κυκλάδων;

Χαίρομαι Φαίη που αναγνωρίζεις τη σημασία της έκθεσης «Ο Μαγικός Κύκλος», που συνεπιμελήθηκα με τη Λωραίνη Αλιμαντίρη στο κτίριο του Προβελέγγιου όπου στεγαζόταν τότε η γκαλερί της. Κι εγώ τη θεωρώ -συγκριτικά με άλλες ομαδικές αντίστοιχης κλίμακας- μία από τις καλύτερες εκθέσεις της προηγούμενης εικοσαετίας. Στήθηκε με κέφι και προέκυψε μέσα από ένα συνεργατικό, συνωμοτικό πνεύμα. Με ελάχιστα μέσα, DIY διάθεση, ευελιξία, επινοητικότητα, πολλή ενέργεια, αλλά και αγάπη για τους καλλιτέχνες (με φροντίδα, για να χρησιμοποιήσω έναν μοδάτο όρο), καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια επιβλητική έκθεση. Αποδείξαμε ότι και με λίγα χρήματα, με σχεδόν μηδενικό μπάτζετ, μπορείς να είσαι αποτελεσματικός. Αντιμέτωπος με τέτοιες συνθήκες και καταστάσεις ο επιμελητής σκληραγωγείται. Ενίοτε μάλιστα καλείται να βγάλει το φίδι από την τρύπα, όπως συνέβη με τη θητεία μου στην AICA Hellas. Με τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το σωματείο λόγω μιας δεκαετούς δικαστικής διαμάχης. Εντέλει, επιδεικνύοντας υψηλό αίσθημα ευθύνης και αλληλεγγύης, δώσαμε παράταση ζωής στην AICA Hellas διοργανώνοντας -σε χρόνο dt- μια μεγάλη ομαδική έκθεση στη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Ατελείωτες ώρες εθελοντικής εργασίας δίχως καμία ανταμοιβή ή απολαβή, παρά μόνο την ηθική ικανοποίηση ότι βοηθάς να διασωθεί ένα ιστορικό σωματείο.

Όπως έχω δηλώσει και αλλού, το σύντομο πέρασμά μου από το ΕΜΣΤ την περίοδο 2005-06 υπήρξε καθοριστικό, γιατί εκεί έμαθα -υπό την καθοδήγηση της τότε διευθύντριας Άννας Καφέτση- ότι «δεν υπάρχει δεν μπορώ» και «τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο». Στην ουσία διδαχθήκαμε ότι για να καταφέρεις κάτι πρέπει καταρχάς να επιχειρήσεις να το φέρεις εις πέρας – μπορεί να αποτύχεις και να απογοητευτείς, αλλά μόνο έτσι μαθαίνεις. Το ΕΜΣΤ ήταν ένα μεγάλο σχολείο, και το ίδιο ήταν η σταθερή συνεργασία μου με τη Μπιενάλε της Αθήνας. Και επειδή όλα συνδέονται και η ζωή είναι ένας μαγικός κύκλος, δεν είναι τυχαίο ότι πέρυσι το φθινόπωρο παρουσίασα στο σπίτι-μουσείο της Αγγελικής Χατζημιχάλη την έκθεση του αρχιτέκτονα Διονύση Σοτοβίκη, τον οποίο γνώρισα το 2012 στο πλαίσιο της προετοιμασίας της έκθεσης στο κτίριο της οδού Κυκλάδων, ένα κτίριο που ανήκει στον ίδιο και έχει υποδειγματικά ανακαινίσει.

-Στον ΟΠΑΝΔΑ, από το 2020 έως σήμερα, έχεις επιμεληθεί 31 εκθέσεις, αριθμός ρεκόρ για έναν επιμελητή, ειδικά όταν γνωρίζουμε το περιορισμένο budget των Δήμων. Μίλησέ μας για αυτόν τον άθλο και ποια ξεχωρίζεις ως highlights σε αυτή τη δίχρονη πορεία ως τώρα.

Το εικαστικό πρόγραμμα που επιμελούμαι στον ΟΠΑΝΔΑ ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2020 με τέσσερις εκθέσεις, το 2021 πραγματοποιήσαμε άλλες 10 (με τους χώρους κλειστούς για έξι μήνες λόγω του δεύτερου lockdown) και το 2022 έγιναν 17, μεταξύ των οποίων το «Ρεμπέτικο», η μεγαλύτερη εικαστική έκθεση που έγινε φέτος στην Αθήνα. Για να υλοποιήσεις ένα τέτοιο πρόγραμμα, εκτός από γνώση και πρότερη σχετική εμπειρία, απαιτείται πειθαρχία και αντοχή. Υπάρχει ένα ωραίο βιβλίο του Murakami όπου ο συγγραφέας συσχετίζει το τρέξιμο με το γράψιμο. Παρότι δεν τρέχω (περπατάω πολύ, όμως, μιας και δεν οδηγώ), στην παρούσα φάση μού αρέσει να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως επιμελητή-δρομέα. Άλλωστε όλα είναι θέμα ρυθμού και προσήλωσης στον στόχο. Μόνο το 2022 έχω επιμεληθεί 28 εκθέσεις (οι 11 ήταν εκτός ΟΠΑΝΔΑ) και μία τοιχογραφία. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έγινα ξαφνικά ο Frank Zappa των επιμελητών!

Στα δύο χρόνια που είμαι στον ΟΠΑΝΔΑ ήταν πολλές οι ωραίες στιγμές. Πολύ ξεχωριστές ήταν οι συναντήσεις μου με τον Charles Howard, ο οποίος δυστυχώς δεν έζησε για να δει την έκθεσή του στο Μελίνα, η πολύωρη συζήτηση που είχα με τη Νέλλη Σεμιτέκολο όταν την επισκέφθηκα για να δω τη δουλειά του Γρηγόρη, οι επισκέψεις στο σπίτι της Kate Κουτρουμπούση, η συγκίνηση που ένιωσα όταν είδα το φιλμ «Από μπουζούκια σε μπουζούκια», η πρώτη μου επαφή με τα σχέδια του Χάρη Γαβρήλου στο σπίτι της αδερφής του. Ιδιαίτερη στιγμή ήταν και η ατομική του Ηλία Παπαηλιάκη στην Πινακοθήκη, αφού ήταν η έκθεση που εγκαινίασε το πρόγραμμα.

Ρεμπέτικο. Προσωπικά αντικείμενα της Σωτηρίας Μπέλλου. Συλλογή ΟΠΑΝΔΑ. Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

-Πέρα όμως από το μεγάλο αριθμό, εγώ ως συνάδελφος ομολογώ ότι έχω εντυπωσιαστεί από το υψηλό επίπεδο των καλλιτεχνικών εργασιών που παρουσιάζεις, οι οποίες καλύπτουν το ευρύ φάσμα της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Πόσο δύσκολο είναι να περνάς τη δική σου διαμορφωμένη επιμελητική άποψη, όπως και τις δικές σου καλλιτεχνικές επιλογές, μέσα σε ένα συστημικό αυτοδιοικητικό περιβάλλον; Έχεις νιώσει καθόλου να χρειάζεται να συμβιβάσεις το όραμα σου για να μην έρθεις σε αντιπαράθεση με υπάρχουσες πρακτικές ή προτιμήσεις; Στο μυαλό μου, για παράδειγμα, έρχεται η έκθεση του συνολικού έργου του Πάνου Κουτρουμπούση, μία εξαιρετική έκθεση για μία προσωπικότητα του ελληνικού underground που δεν περιμέναμε να δούμε σε έναν δημοτικό χώρο.

Πράγματι, δεν θα είχε καμία σημασία ο μεγάλος αριθμός αν οι εκθέσεις μας δεν ήταν ποιοτικές. Και εκεί έγκειται η δυσκολία, γιατί, όπως σωστά επισημαίνεις, το μπάτζετ είναι περιορισμένο συγκριτικά με εκείνο που έχουν στη διάθεσή τους τα άλλα μουσεία. Ενδεικτικά, ο προϋπολογισμός για τις 14 εκθέσεις του ΟΠΑΝΔΑ το 2023 είναι όσα τα μεταφορικά έξοδα για μία ομαδική έκθεση στην οποία συμμετέχουν και ξένοι καλλιτέχνες. Αυτό δεν μας εμποδίζει ωστόσο να διοργανώσουμε μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις, όπως εκείνη του Γιώργου Ιωάννου, η οποία θα εγκαινιαστεί στις 30 Νοεμβρίου και στα δύο κτίρια της Πινακοθήκης. Ή να φιλοξενήσουμε απαιτητικές και ακριβές παραγωγές (με την υποστήριξη του Culture is Athens και χορηγών), όπως η έκθεση της Δανάης Στράτου στο Κέντρο Τεχνών. Μας ενδιαφέρουν οι αναδρομικές εκθέσεις Ελλήνων καλλιτεχνών και ταυτόχρονα αναδεικνύουμε ξεχασμένους ή παραγνωρισμένους καλλιτέχνες· μας ενδιαφέρει και η ζωγραφική, όχι μόνο η πολιτική τέχνη· δίνουμε έμφαση στην ιστορικότητα, όχι μόνο στην παροντικότητα. Για να μιλήσουμε με όρους «συμπερίληψης», δεν γνωρίζω άλλον πολιτιστικό φορέα που να είναι τόσο ανοιχτός και δεκτικός. Έχουμε παρουσιάσει καλλιτέχνες που δεν θα τους δινόταν ποτέ η ευκαιρία να εκθέσουν σε άλλα μουσεία, ιδρύματα ή ινστιτούτα.

Στον ΟΠΑΝΔΑ φροντίζω να προσαρμόζομαι με την υπάρχουσα κατάσταση και να διεκδικώ αλλαγές όπου κρίνω ότι είναι απαραίτητες και εφικτές – για παράδειγμα, η ανάγκη έκδοσης καταλόγων και φωτογράφισης των εκθέσεων. Η θεσμοθέτηση αμοιβής για τους καλλιτέχνες είναι ένα θέμα στο οποίο επανέρχομαι συχνά, το έχω θέσει από την πρώτη στιγμή, και ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να το εφαρμόσουμε. Οι επιλογές μου γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό από τους συνεργάτες μου και τους Προϊσταμένους των Μουσείων του ΟΠΑΝΔΑ. Νιώθω ότι με εμπιστεύονται. Πρωτίστως, είναι σημαντικό ότι έχω την αμέριστη υποστήριξη της Προέδρου, της κυρίας Νίκης Αραμπατζή, ενώ και οι σχέσεις μου με το Γραφείο Πολιτισμού του Δημάρχου είναι άριστες.

-Ο κάθε χώρος που στήνεις μία έκθεση πώς επηρεάζει τη διαδικασία; Στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, για παράδειγμα, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε εκθέσεις σιωπηρές με βαρύτητα στο ίχνος, όπως η συγκλονιστικά φασματική ζωγραφική πραγματεία του Βαγγέλη Γκόκα ή η πρόσφατη παρουσίαση έργων των τελευταίων 20 χρόνων της Νίνας Παπακωνσταντίνου, μία ελεγεία στην τέχνη του ελάχιστου, με τίτλο «Phantoms». Στο Κέντρο Τεχνών του Πάρκου Ελευθερίας, πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, με το βαρύ ιστορικό του φορτίο, αναπτύσσονται διάλογοι πιο εκφραστικοί per se ή και πολιτικοί, όπως η οικογεωγραφία του Ζήση Κοτιώνη ή το αιχμηρό οικολογικό σχόλιο της Δανάης Στράτου. Πώς διαχειρίζεσαι το χώρο που θα φιλοξενήσει το έργο;

Στη Δημοτική Πινακοθήκη φιλοξενούμε κυρίως αναδρομικές εκθέσεις ή εκθέσεις αναδρομικού χαρακτήρα. Πράγματι, υπάρχουν κοινά μεταξύ κάποιων εκθέσεων. Ας πούμε, το φασματικό στοιχείο που αναφέρεις υπήρχε και στην έκθεση του Γιάννη Αδαμάκου, ενώ θα είναι αρκετά έντονο και στην έκθεση της Κατερίνας Χρηστίδη, που θα γίνει στον ίδιο χώρο το 2023. Από την άλλη, δεν θα μπορούσα να φανταστώ την έκθεση του Πάνου Κουτρουμπούση στην Πινακοθήκη, γι’ αυτό και τον έβαλα στο Μελίνα. Η ίδια η δουλειά σε οδηγεί πολλές φορές στον κατάλληλο χώρο. Στο Κέντρο Τεχνών παρουσιάζουμε ως επί το πλείστον νέες παραγωγές. Όπως η έκθεση του Αλέξανδρου Λάιου που έχουμε τώρα, ή του Βασίλη Βασιλακάκη, η οποία συνομιλούσε με εκείνη του Γιάννη Θεοδωρόπουλου στην Πινακοθήκη. Στην περίπτωση της Δανάης Στράτου, ο χώρος του Κέντρου Τεχνών ήταν πολύ σημαντικός για το πλαίσιο και το σκεπτικό της έκθεσης, δεν θα ήταν το ίδιο αν γινόταν αλλού. Αντίστοιχα, τα έργα της Ντόρας Οικονόμου ταίριαζαν γάντι στο ατμοσφαιρικό φουαγιέ του Ολύμπια. Τέλος, στην περίπτωση του Μουσείου Χατζημιχάλη, οι εκθέσεις έχουν άμεση ή έμμεση συνομιλία με τα εκθέματα και την αρχιτεκτονική του κτιρίου. Τόσο η έκθεση του Διονύση Σοτοβίκη για το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα όσο και η τωρινή έκθεση της Μυρτώς Ξανθοπούλου σχεδιάστηκαν ειδικά για το μουσείο.

-Πέρα από το δικό σου πρόγραμμα στον ΟΠΑΝΔΑ, ο Δήμος Αθηναίων έχει κι ένα παράλληλο εκθεσιακό πρόγραμμα. Πώς συνδυάζονται και τα δύο χωρίς να προκαλούν κορεσμό; Υπάρχει το εκπαιδευμένο κοινό για τη σύγχρονη τέχνη στην Αθήνα του 2022; Σε σχέση με αυτό, πώς βλέπεις την εμπλοκή μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων στην προώθηση της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής; Θεωρείς ότι μπορούμε να μιλήσουμε για ένα νέο gentrification της τέχνης, που πιθανόν να μετακινεί το focus από τα αληθινά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει ο καλλιτέχνης σήμερα;

Πράγματι, ο Δήμος Αθηναίων μέσω του ΟΠΑΝΔΑ και της Τεχνόπολης διοργανώνει ή φιλοξενεί και άλλες εκθέσεις και δράσεις. Η Εικαστική Επιτροπή του Δήμου, στην οποία είμαι κι εγώ μέλος, δέχεται πολλές προτάσεις και προσπαθεί να προωθήσει τις πιο αξιόλογες. Το Γραφείο Πολιτισμού αναλαμβάνει την επικοινωνία και τη διαχείριση, ενίοτε και την επιμέλεια των εκθέσεων/δράσεων. Εδώ η συμβολή της Κατερίνας Κοσκινά είναι πολύτιμη και ουσιαστική, αφού με την εμπειρία της μπορεί να φέρει εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο. Πρόσφατα, το Κέντρο Τεχνών φιλοξένησε δύο προτάσεις υψηλού επιπέδου, την έκθεση της Έφης Σπύρου και την περφόρμανς του Φίλιππου Τσιτσόπουλου. Επίσης, στον ίδιο χώρο, έγινε η εικαστική έκθεση «braille» του Δημήτρη Καπετάνου, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για το πώς βιώνουν την τέχνη τα άτομα με οπτική αναπηρία.

Το κοινό που παρακολουθεί τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα είναι σίγουρα πιο εκπαιδευμένο σε σχέση με το παρελθόν. Σε σχέση όμως με άλλες χώρες, είμαστε ακόμα πολύ πίσω και πρέπει να γίνει συστηματική και συλλογική δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση. Η εκπαίδευση είναι η αχίλλειος πτέρνα μας. Ας μην ξεχνάμε ότι το κοινό αυξάνεται μόνο μέσα από την εκπαίδευση. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες, κυρίως από την πλευρά του ΕΜΣΤ και των μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων και οργανισμών, όπως ο ΝΕΟΝ, το ΚΠΙΣΝ και η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, που μπορούν να επενδύσουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα, στην επικοινωνία και στη διαφήμιση των εκθέσεων. Αλλά και η Art Athina, που έχει εμπορικό χαρακτήρα, έχει συμβάλλει με τον τρόπο της στην εκπαίδευση του κοινού.

Αναμφισβήτητα, τα μεγάλα ιδρύματα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν περισσότερο τους Έλληνες καλλιτέχνες με αναθέσεις νέων έργων, αγορές και διοργάνωση εκθέσεων στο εξωτερικό. Ήδη το Ίδρυμα Ωνάση επενδύει στους Έλληνες μέσα από το πρόγραμμα τοιχογραφιών που επιμελείται. Όσον αφορά τον εξευγενισμό μέσω της τέχνης, δεν νομίζω ότι στην Αθήνα είναι τόσο αποτελεσματικός όσο είναι σε άλλες μητροπόλεις. Έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε που γινόταν λόγος για τον εξευγενισμό του Μεταξουργείου μέσω του ReMap και των γκαλερί που άνοιξαν στην περιοχή. Δεν είδα να συμβαίνει καμία αισθητή αλλαγή. Ο εξευγενισμός είναι πάντως σοβαρή απειλή για όλους, όλες και όλα. Δεν μπορείς παρά να προβληματίζεσαι όταν μαθαίνεις ότι η Διπλάρειος θα γίνει ξενοδοχείο. Προσωπικά με σόκαρε αυτή η είδηση, γιατί έχω δυνατές αναμνήσεις από τον «Μονόδρομο», την 3η Μπιενάλε της Αθήνας, που έγινε εκεί το 2011.

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης στην αγκαλιά του Κρισγιαούρτι. Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

-Με γνώμονα αυτό το πολιτιστικό ασυνεχές, πού θεωρείς ότι βρίσκεται η Αθήνα σήμερα επάνω στον διεθνή εικαστικό χάρτη αλλά και σε σχέση με αναφορές που την παρουσιάζουν π.χ. ως το νέο Βερολίνο;

Ας μην έχουμε αυταπάτες: με λίγα έγκυρα ηλεκτρονικά πολιτιστικά περιοδικά (ούτε ένα έντυπο τέχνης), εσάς τους τρεις-τέσσερις ενεργούς τεχνοκριτικούς, πέντε σοβαρούς συλλέκτες, δέκα δραστήριους επιμελητές και μια ντουζίνα γκαλερί που πασχίζουν να επιβιώσουν, δεν μπορεί να γίνει η Αθήνα το νέο Βερολίνο. Σαφώς διαθέτουμε πολλούς και καλούς καλλιτέχνες, όπως και πολλούς ανεξάρτητους χώρους, οι οποίοι πληθαίνουν συνεχώς. Την τελευταία πενταετία η πόλη αποτελεί πόλο έλξης και είναι αλήθεια ότι έχουν μετοικήσει εδώ αρκετοί ξένοι καλλιτέχνες και ορισμένοι επιμελητές, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να ανακηρυχτεί η Αθήνα ως μητροπολιτικό κέντρο των τεχνών στην Ευρώπη.

Αν θυμάμαι καλά, ένας από τους στόχους της Μπιενάλε της Αθήνας ήταν να μπει η Αθήνα στον διεθνή εικαστικό χάρτη. Με τη συμβολή της documenta 14, που ήρθε στην Αθήνα λόγω της Μπιενάλε, ο στόχος αυτός επετεύχθη σε σημαντικό βαθμό. Είμαστε όμως ικανοποιημένοι; Τι αντίκτυπο είχε αυτή η αλλαγή; Ποιοι επωφελήθηκαν και ποιοι έμειναν ανεπηρέαστοι; Μήπως ήρθε ο καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους και τις προσδοκίες μας;

-Στη documenta που ανέφερες αλλά και στις μεγάλες διεθνείς Μπιενάλε, βλέπουμε μία τάση να επιχειρείται η επιστροφή σε αυτόχθονες κουλτούρες, πίσω στη δημιουργική δυναμική τοπικών κοινοτήτων αλλά και υλικών, που φέρουν μία γνησιότητα που μοιάζει να έχει ανάγκη η εποχή της Μετά-Αλήθειας που διάγουμε; Να θεωρήσουμε ότι η μεγάλη ομαδική σου έκθεση με θέμα το Ρεμπέτικο εμπίπτει σε αυτή την επ-ανακάλυψη, μέσω της σχέσης μας με τη ρεμπέτικη μουσική, του πολυπολιτισμικού υφαντού της ιστορίας του τόπου και της άμεσης, στομαχικής έκφρασης και πρόσληψης από το θεατή των καημών για τον έρωτα, την εργασία, τη ξενιτιά; Μίλησέ μας για το πώς μία τοπική κουλτούρα παίρνει, μέσα από την τέχνη, διαστάσεις υπερ-τοπικές και πανανθρώπινες.

Η τάση που αναφέρεις είχε ήδη διαφανεί από την documenta 14 με τη συμμετοχή του Sámi Artist Group, το οποίο προβάλλει τις εδαφικές διεκδικήσεις των αυτοχθόνων Σαάμι. Καταλαβαίνω πώς το εννοείς, όμως δεν θα συσχέτιζα την έκθεση «Ρεμπέτικο» με αυτή την τάση. Αναμφίβολα, μέρος της ιστορίας του ρεμπέτικου είναι τα χαμένα εδάφη και ο τραυματικός εκπατρισμός, η ξενιτιά και ο βίαιος εκτοπισμός πληθυσμών. Είναι ο καημός και το βάσανο. Αλλά το ρεμπέτικο είναι εδώ και δεκαετίες ένα καταξιωμένο μουσικό είδος με διεθνή απήχηση και θαυμαστές από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δεν είναι συκοφαντημένο και κυνηγημένο όπως την εποχή -το 1949 συγκεκριμένα- που έδωσε ο Χατζιδάκις την περίφημη διάλεξη, ούτε χρειάζεται να υπερασπιστούμε την ελληνικότητά του. Ο οικουμενικός χαρακτήρας του είναι πια δεδομένος. Το ενδιαφέρον είναι πώς μια υποκουλτούρα όπως το ρεμπέτικο έφτασε στο σημείο να αποκτήσει υπερτοπικές διαστάσεις και να αποτελεί έμπνευση για εικαστικούς καλλιτέχνες. Η έκθεση δεν πρόβαλε μια μονοδιάστατη θέση για το ρεμπέτικο, όπως βιαστικά συμπέρανε ένας κριτικός. Τα έργα προσέγγιζαν διάφορες πτυχές του, υπήρχε μια ερμηνευτική πολυφωνία, που ανταποκρίνεται στο βάθος αυτής της μουσικής και στα πολλαπλά μηνύματα που μεταφέρει.

-Συμφωνώ. Ήδη η ιστορία του μουσικού ιδιώματος του Ρεμπέτικου ξεκίνησε να διδάσκεται στο NYU. Από τον ανοιχτό σε όλους τόπο της μουσικής ας πάμε να μιλήσουμε για τον ανοιχτό χώρο της δημόσιας τέχνης. Κάποιες εκθέσεις σου προσέγγισαν τον προσβάσιμο χαρακτήρα της τέχνης στο δημόσιο χώρο, όπως η τοιχογραφία «Το φιλί» του Ηλία Παπαηλιάκη στην Πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο αλλά και η αποτοίχιση «Βρυάξιδος 11 και Ασπασίας» της Ρένας Παπασπύρου στο φουαγιέ της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Τι είναι για σένα η δημόσια τέχνη;

Η δημόσια τέχνη, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, διαφέρει από πόλη σε πόλη. Διαφορετικά εκφράζεται και λειτουργεί στην Αθήνα και διαφορετικά στη Γενεύη, στο Κάιρο, στην Ουάσιγκτον και στο Τόκιο. Και το λέω αυτό, γιατί τείνουμε να εξισώνουμε τα πάντα. Δεν ισχύουν τα ίδια θεωρητικά μοντέλα παντού, ούτε μπορούν να εφαρμοστούν με τον ίδιο τρόπο. Προφανώς υπάρχουν συγκλίσεις και κοινά γνωρίσματα, όμως κάθε πόλη έχει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της (η πολυκατοικία και η έλλειψη πάρκων στην περίπτωση της Αθήνας) και κάθε λαός έχει μια ξεχωριστή νοοτροπία. Δεν μπορώ να αναλύσω εδώ τι είναι η δημόσια τέχνη -υποτίθεται ότι εξανθρωπίζει το κτιστό περιβάλλον, ότι το κάνει πιο ανθρώπινο και υποφερτό-, αλλά μπορώ να σου πω περιληπτικά τι δεν θέλω να είναι. Δεν μου αρέσει να μου επιβάλλεται ή να εισέρχεται βίαια στο οπτικό μου πεδίο, όπως ας πούμε κάποιες διακοσμητικές και φλύαρες τοιχογραφίες. Τις κλασικές προτομές τις βρίσκω διασκεδαστικές, δεν με ενοχλούν. Γι’ αυτό το λόγο μου αρέσει πολύ το έργο του David Harding στο Πάρκο Ριζάρη. Γιατί με μεταφέρει ξαφνικά σε μια άλλη πόλη, που δεν έχω απαραίτητα επισκεφθεί.

-Εκτός από επιμελητής είσαι και συγγραφέας κειμένων και τόμων τέχνης, ενώ υπήρξες ο εκδότης ενός από τα πρώτα διαδικτυακά περιοδικά, το ιστορικό Kaput. Πού θεωρείς ότι μπορείς να εκφράσεις καλύτερα την πίστη και αφοσίωση σου για την τέχνη και τη διαρκή έρευνά της, στην επιμέλεια ή στη συγγραφή; Και πώς σκέφτεσαι να αξιοποιηθεί ο συγγραφικός πλούτος του Kaput;

Η επιμέλεια εκθέσεων και η συγγραφή κειμένων είναι αδιαχώριστες. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να επιμελείται εκθέσεις χωρίς να γράφει κείμενα για καλλιτέχνες. Το κείμενο για μία έκθεση είναι η μισή έκθεση, όσον αφορά τη δική μου συμβολή. Δίνω μεγάλη σημασία στο κείμενο, γιατί έτσι κατανοώ τη δουλειά των καλλιτεχνών. Το κείμενο είναι το άλφα και το ωμέγα της επιμέλειας, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση. Η τεχνοκριτική είναι κάτι άλλο και ομολογώ ότι μου λείπει πολύ να γράφω για άλλες εκθέσεις που βλέπω. Και μου φαίνεται περίεργο που οι νέοι επιμελητές δεν γράφουν κριτικές. Θεωρώ πως είναι μέρος της εκπαίδευσης ενός επιμελητή το να προσεγγίσει θεωρητικά τη δουλειά ενός άλλου επιμελητή, να προσπαθήσει να καταλάβει πώς το σκέφτεται και να αντιπαρατεθεί ή να συμφωνήσει με την επιμελητική του θέση.

Τα κείμενα που προορίζονται για βιβλία που επιμελούμαι ή για μονογραφίες καλλιτεχνών, είναι σαφώς πιο απαιτητικά. Εκεί πρέπει να απομονωθώ και συνήθως φεύγω από την πόλη. Σε κάποια υιοθετώ μια πιο δημιουργική γραφή, όπως στο κείμενο που συνοδεύει την έκδοση του Παπαηλιάκη που θα κυκλοφορήσει σύντομα από το Ίδρυμα Ωνάση. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το «Secretaire» (από τις εκδόσεις Big Black Mountain the Darkness Never Ever Comes), το οποίο συγκεντρώνει σχεδόν όλη τη δουλειά της Νίνας Παπακωνσταντίνου. Εντός του 2023 θα ήθελα να εκδώσω το διδακτορικό μου, όπου εστιάζω στο έργο της Ρένας Παπασπύρου, καθώς και μια ανθολογία με κείμενά μου και συνεντεύξεις που έχω πάρει από καλλιτέχνες την τελευταία εικοσαετία. Επίσης, το 2023 θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις futura δύο ακόμη βιβλία για καλλιτέχνες τους οποίους έχω μελετήσει σε βάθος: το πρώτο είναι για τον Γιώργο Ιωάννου και το δεύτερο για τον Βαλέριο Καλούτση.

Θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να βγει μια έκδοση με τα κείμενα του Kaput (2008-2012). Ήμουν συνιδρυτής του περιοδικού μαζί με τον φίλο ποιητή Θάνο Σταθόπουλο. Το περιοδικό ήταν για χρόνια μη διαθέσιμο και το αρχείο του αναρτήθηκε πρόσφατα σε νέο ιστότοπο. Αυτή τη φορά συνεργάστηκα με έναν άλλο φίλο, τον συγγραφέα Χρήστο Χρυσόπουλο, με τον οποίο έχουμε συστήσει την ΑΜΚΕ «ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ». Με τη μορφή που έχει τώρα, το Kaput θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιηθεί.

Το σπίτι του Ροδάκη. Προς μια συναισθηματική δόμηση. Διονύσης Σοτοβίκης. Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

-Μίλησέ μας για την εμπειρία των studio visits. Ως ένας από τους εμπειρότερους επιμελητές της νέας γενιάς, που έχεις συμβιώσει δίπλα στους καλλιτέχνες της γενιάς σου, πώς προσεγγίζεις την καλλιτεχνική προσωπικότητα; Και με ποιους τρόπους υποστηρίζεις τους νέους καλλιτέχνες;

Δήλωσα πριν ότι το κείμενο είναι το άλφα και το ωμέγα της επιμέλειας. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τις επισκέψεις στα εργαστήρια των καλλιτεχνών. Από εκεί ξεκινούν όλα. Οι συζητήσεις με τον καλλιτέχνη είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τον επιμελητή. Υπάρχουν studio visits που έχουν εντυπωθεί βαθιά στη μνήμη μου: οι επισκέψεις μου στα ατελιέ της Άσπας Στασινοπούλου, του Νίκου Μπάικα, του Γιώργου Λάππα, της Μαρίας Λοϊζίδου, της Ρένας Παπασπύρου, του Πάνου Χαραλάμπους, του Νίκου Τρανού, του Θανάση Τότσικα, για να αναφέρω ενδεικτικά κάποιες. Για να μη σου πω ότι έτσι έμαθα την Αθήνα. Πέρυσι τα Χριστούγεννα, όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, επισκέφτηκα το εργαστήριο του Γιάννη Φωκά και χάρηκα γιατί ανακάλυψα -έστω καθυστερημένα- έναν σπουδαίο ζωγράφο. Και νομίζω πως κι αυτός χάρηκε που μιλήσαμε, γιατί και οι καλλιτέχνες -ιδίως όσοι ζουν στη συμπρωτεύουσα- δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις με επιμελητές και να μοιραστούν τις σκέψεις τους.

Για τους καλλιτέχνες της γενιάς μου δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός, γιατί όπως λες έχω συμβιώσει μαζί τους και έχω περάσει ατελείωτες ώρες στα εργαστήριά τους. Οι καλλιτέχνες ήταν για μένα εν δυνάμει φίλοι, δεν μπορούσα να τους δω διαφορετικά. Σήμερα, στα 47 μου, προσεγγίζω την «καλλιτεχνική προσωπικότητα» με άλλα κριτήρια και άλλη οπτική ματιά. Η φιλική διάθεση παραμένει, αλλά κυρίως με ενδιαφέρει το έργο και η δυναμική του.

Παρότι τα τελευταία χρόνια έχω εστιάσει στη μελέτη καλλιτεχνών της δεκαετίας του ’60 και του ’70, παρακολουθώ όσο μπορώ και τους νέους καλλιτέχνες. Την τελευταία διετία συνεργάστηκα, μεταξύ άλλων, με τον Φίλιππο Βασιλείου, τον Παναγιώτη Βορριά, τον Απόλλωνα Γλύκα, τον Ανέστη Ιωάννου, την Καρολίνα Κρασούλη, πιο πρόσφατα με τον KEZ, ενώ με ενδιαφέρει η δουλειά της Κατερίνας Κομιανού, του Δημήτρη Ρεντούμη και των Sphinxes, με τους οποίους σκοπεύω να συνεργαστώ.

-Μου δίνεις έτσι την ευκαιρία να προσθέσω ότι πέραν της απασχόλησής σου στον ΟΠΑΝΔΑ, σε παρακολουθούμε να δραστηριοποιείσαι σε εκθέσεις που επιμελείσαι ως ανεξάρτητος curator. Για παράδειγμα, τα πρόσφατα εγκαίνια της πολύ ενδιαφέρουσας έκθεσης της Χριστίνας Μήτρεντσε στον συναρπαστικό χώρο της Οικίας Κατακουζηνού στο Σύνταγμα. Πώς επιλέγεις την επόμενη έκθεσή σου;

Με τη Χριστίνα Μήτρεντσε, και με κάποιους άλλους καλλιτέχνες, όπως με τον Παπαηλιάκη, έχουμε αναπτύξει έναν διάλογο και συνεργαζόμαστε πια σε τακτική βάση. Δεν είναι τυχαίο ότι φέτος επιμελήθηκα δύο εκθέσεις της Μήτρεντσε και δύο του Παπαηλιάκη. Η έκθεση «Super Ego» στην Οικία Κατακουζηνού είναι ένα ιδιαίτερο εγχείρημα, πολύ απαιτητικό, γιατί πρόκειται για ένα σπίτι-μουσείο και οφείλεις να σεβαστείς τον χαρακτήρα του χώρου. Η πρόκληση ήταν τα έργα της Μήτρεντσε να ενσωματωθούν οργανικά με τα έργα και τα αντικείμενα της σημαντικής αυτής συλλογής, δίνοντας την εντύπωση ότι υπήρχαν εκεί από πάντα. Αν κρίνω από το πολύ θετικό feedback που έχουμε λάβει ως τώρα, νομίζω πως τα καταφέραμε. Η έκθεση είναι ένα σχόλιο -μια κατάθεση- για το πώς λειτουργούν τα house museums, όπως το μουσείο Freud του Λονδίνου, μια πόλη στην οποία η καλλιτέχνις έζησε περισσότερα από 20 χρόνια.

Όταν πρόκειται για ατομική έκθεση, επιλέγω καλλιτέχνες που με ενδιαφέρουν και παρακολουθώ την εξέλιξη της δουλειάς τους. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Μυρτώς Ξανθοπούλου, έπειτα από προτροπή του Παντελή Χανδρή, είχα δει την εξαιρετική πτυχιακή της στην ΑΣΚΤ το 2009 και έκτοτε όλες τις ατομικές εκθέσεις της. Συνεργαστήκαμε πρώτη φορά για την ομαδική έκθεση «Collectanea» (2020) και φέτος επιμελήθηκα την ατομική της. Άλλες φορές με προσεγγίζουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες για να συνεργαστούμε, όπως έγινε με την έκθεση του Ανδρέα Λόλη στην Ελευσίνα. Κι άλλες φορές με προσεγγίζουν τα ιδρύματα ή οι γκαλερί. Όταν πρόκειται για ομαδική έκθεση, επιλέγω θέματα που σχετίζονται με κοινωνικά και πολιτιστικά φαινόμενα (Μεταπολίτευση, Ρεμπέτικο), λογοτεχνικά είδη (Μίμοι, Επιγράμματα) και έργα τέχνης (Méditerranée, Unhappy Monuments), αλλά και με προσωπικές εμπειρίες, όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου (Αναφορά περιπτώσεων, Collectanea). Εδώ κι έναν χρόνο δουλεύω πάνω σε μία μεγάλη έκθεση με θέμα την Αθήνα.

-Αυτό ακούγεται πολλά υποσχόμενο. Τι παρουσιάζεις τώρα και τι ετοιμάζεις στο αμέσως επόμενο διάστημα;

Αυτή τη στιγμή, στην Αθήνα, μπορεί να δει κανείς οκτώ εκθέσεις σε δική μου επιμέλεια. Στην Πινακοθήκη έχουμε τη Ρένα Παπασπύρου και τη Νίνα Παπακωνσταντίνου, στο «Μελίνα» την Κατερίνα Παπαζήση (έως 20/11), στο Κέντρο Τεχνών τον Αλέξανδρο Λάιο και στο Μουσείο Χατζημιχάλη τη Μυρτώ Ξανθοπούλου (έως 27/11). Στη γκαλερί a.antonopoulou.art παρουσιάζεται η έκθεση «Επικοινωνία 1972-73» του Βαλέριου Καλούτση (έως 26/11) και στην Οικία Κατακουζηνού η έκθεση «Super Ego» της Χριστίνας Μήτρεντσε (έως 19/11). Την Πέμπτη 3 Νοεμβρίου εγκαινιάζεται στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» η έκθεση «Εργοστάσιο παιχνιδιών» του Ηλία Παπαηλιάκη. Την έκθεση διοργανώνει η γκαλερί Σκουφά και περιλαμβάνει έργα της τελευταίας διετίας. Το φετινό πρόγραμμα του ΟΠΑΝΔΑ ολοκληρώνεται με τη μεγάλη αναδρομική του Γιώργου Ιωάννου στην Πινακοθήκη και την έκθεση του Ανδρέα Λυμπεράτου στο Κέντρο Τεχνών (με τίτλο «Ο κλέφτης της εικόνας. Έργα 1996-2022»), η οποία εγκαινιάζεται την 1η Δεκεμβρίου. Επίσης, τον Δεκέμβριο θα επιμεληθώ μια έκθεση με έργα του Στέργιου Στάμου στη γκαλερί ROMA.

Photo Credit: Αντώνης Γιαμούρης