“Το Μαύρο θηλυκό στα τρυφερά του χρόνια δέχεται επιθέσεις απ’ όλες τις ενωμένες δυνάμεις της φύσης, την ίδια στιγμή που δέχεται τα τριπλά διασταυρούμενα πυρά της αρσενικής προκατάληψης, του λευκού αλόγιστου μίσους και της Μαύρης έλλειψης ισχύος”. Η Μαργκερίτ Χέντερσον, η μετέπειτα Μάγια Αγγέλου είναι εκείνη στην οποία ανήκουν τα σκληρά αλλά απόλυτα αληθινά λόγια σε σχέση με τη ζωή της στην φυλετικά ανορθόδοξη αμερικανική κοινωνία της εποχής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όπου οι έγχρωμοι υπήκοοί της αντιμετωπίζονται δυστυχώς ως μιάσματα και ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Κάτι δυστυχώς που βλέπουμε να αναπαράγεται μέχρι και σήμερα. Αυτό που μένει στον αναγνώστη από την αφήγηση της συγγραφέως είναι μία πικρία από ένα κορίτσι που βρέθηκε να βιάζεται στα 8 του χρόνια και έτσι στιγματίστηκε η μετέπειτα εφηβεία του.

Είναι το ίδιο κορίτσι που έμεινε έπειτα έγκυος από τον ίδιο της τον αδερφό και σημαδεύτηκε από μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη προσπαθώντας εν τω μεταξύ να ζήσει με την άστατη σε χαρακτήρα μητέρα της και τον σκληρό σε συμπεριφορά δεύτερο πατριό της. Η ίδια θα γράψει άλλωστε: “Το γεγονός ότι η Αμερικανίδα Νέγρα αποκτά έναν καταπληκτικό χαρακτήρα συχνά αντιμετωπίζεται με κατάπληξη, απέχθεια, ακόμα και με πόλεμο. Σπάνια γίνεται αποδεκτό ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός αγώνα που κερδήθηκε από επιζώντες και αξίζει τον σεβασμό, αν όχι την ενθουσιώδη αποδοχή”. Με τα λόγια αυτά καταδεικνύει το πόσο δύσκολη είναι η επιβίωση σε μία κοινωνία, η οποία μισεί τον έγχρωμο και αδυνατεί να αποδεχθεί και να “χωνέψει” την διαφορετικότητα.

Ένα κορίτσι στον αγώνα για να υπάρξει

Η Μάγια Αγγέλου υπήρξε πολύ μαχητική στην ζωή της, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι και τα ύστερα χρόνια της, αγωνίστρια υπέρ της ισότιμης θέσης των γυναικών, υπερασπιζόμενη πάντα την δυνατότητα των έγχρωμων να έχουν λόγο και θέση στην αμερικανική κοινωνία και για αυτό άλλωστε στρατεύθηκε από νωρίς πλάι στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ προσπαθώντας να αλλάξει τα κακώς κείμενα και τα στερεότυπα. Το βιβλίο αυτό, μία ελεγεία στην γυναίκα που δεν αφήνεται να χειραγωγηθεί, η συγγραφέας ξεδιπλώνει το συγγραφικό της ταλέντο, ξετυλίγει το αυτοβιογραφικό της ύφος σε όλο του το φάσμα και χαρίζει στον αναγνώστη μία ωμή πλην τίμια και απολύτως ειλικρινή πραγματικότητα των όσων πέρασε η ίδια. Δια πυρός και σιδήρου θα έλεγε κανείς αφού τίποτα δεν της χαρίστηκε και κέρδισε ακόμα και την θέση εργασίας στο τραμ στο Σαν Φρανσίσκο με την αξία της.

Στο βιβλίο αυτό η Μάγια Αγγέλου καταθέτει με την ψυχή της όλη την δύσκολη περίοδο που πέρασε από το βιασμό από τον πρώην πατριό της μέχρι και το τέλος της εφηβείας της. Μας περιγράφει όλες εκείνες τις στιγμές που βίωσε μόνη και απομονωμένη ανάμεσα σε έναν πατέρα και μία μητριά, ανάμεσα σε μία μητέρα και έναν πατριό και έναν αδερφό τον Μπέιλυ που ήταν το στήριγμά της και ο μόνος με τον οποίο είχε στενή επαφή μέχρι τουλάχιστον την εφηβεία της. Άλλωστε είναι και αυτός στον οποίο χρωστάει πολλά για την συγγραφή αυτού του βιβλίου, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1969 και από τότε παραμένει ένα από τα σημαντικότερα βιβλία, αφού ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα αφήγημα ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένο, ένα βιβλίο που γράφτηκε με την αλήθεια της ψυχής της που δεν λέει ψέματα.

Ο κόσμος της μικρής Μαργκερίτ από την πρώτη μέρα δεν ήταν ιδανικά πλασμένος, μεγάλωσε σε μια κοινωνία που είχε πολλές αντιφάσεις, έζησε τα χρόνια του πολέμου, άντεξε πολλές αντιξοότητες και μπόρεσε να ορθοποδήσει μέσα σε μία οικογενειακή αναταραχή και τρικυμία που δεν της εξασφάλισαν ήρεμη παιδική ηλικία. Ως κορίτσι περιγράφει τις αδύναμες στιγμές μιας παιδικής και εφηβικής ηλικίας σε μία περίοδο που ο όρος γυναίκα και ο όρος έγχρωμη ήταν σχεδόν καταδικαστέα. Θα περνούσε πολύς καιρός και θα κυλούσε πολύ νερό στο αυλάκι μέχρι να μπορέσει η ίδια να γίνει η γυναίκα που όλοι θαυμάζουμε σήμερα ως συγγραφέα. Δυστυχώς, η απώλειά της λίγα χρόνια νωρίτερα γέμισε τον πνευματικό κόσμο με θλίψη.

Η ίδια όμως ήταν ντυμένη από πάνω έως κάτω με καλοσύνη και πραότητα, με ένα πνεύμα μη αντίστασης και μία εσωτερική ειρήνη που την ξεχώριζε, κάτι εξάλλου που καταγράφει ανοιχτά και στο παρόν βιβλίο. Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά: “Καλύτερα να είσαι πράος και ταπεινός, να σ’ έχουν φτύσει και να σ’ έχουν βλάψει σε αυτή τη σύντομη ζωή, παρά να καίγεσαι στον αιώνα τον άπαντα στις φωτιές της κόλασης. Κανένας δε θα παραδεχόταν ότι αυτοί οι χριστιανοί και ελεήμονες ένιωθαν ευτυχισμένοι, όταν σκέφτονταν τους καταπιεστές τους να γυρίζουν στη σούβλα του διαβόλου, πάνω από τις φλόγες της φωτιάς και του θειαφιού”. Η Μαργκερίτ δεν είναι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, είναι ένα κορίτσι σαν τα περισσότερα έγχρωμα που πέρασαν πολλά για να μπορέσουν να σταθούν δίπλα στα λευκά κορίτσια και να ζητήσουν με τις πράξεις το δικαίωμα στην ύπαρξη.

Και βέβαια η Μαργκερίτ ήταν ξεχωριστή περίπτωση καθώς έκανε πράξη την δίψα της για γνώση και μπόρεσε μέσω αυτής και του τρόπου σκέψης της να αναγνωριστεί ως μία άκρως σημαίνουσα πνευματική γυναίκα που σήμερα όσο ποτέ λείπει από το στερέωμα του συλλογισμού που οι σημερινές κοινωνίες έχουν ανάγκη.

Αποσπάσματα του βιβλίου

“Το να αγνοώ ή να ξεγράφω ανθρώπους ήταν η υψηλότερα αναπτυγμένη τέχνη μου. Η άποψη ότι τα υπάκουα παιδιά “στόμα δεν έχουν και μιλιά δεν έχουν” μου άρεσε τόσο πολύ, που πήγα ένα βήμα παραπέρα: τα υπάκουα παιδιά μπορούσαν επίσης να μη βλέπουν και να μην ακούν, αν έτσι ήθελαν. Πήρα ένα ύφος όλο προσοχή και έστησα αυτί στους ήχους της εκκλησίας”.

“Από τη στιγμή που άρχισαν τα δάκρυα, δεν είχαν σταματημό. Θα πέθαινα τελικά, σε μια σκονισμένη αυλή στο Μεξικό. Το εξαιρετικό άτομο που ήμουν, το έξυπνο μυαλό που ο Θεός κι εγώ είχαμε μαζί δημιουργήσει, θα εγκατέλειπε αυτή τη ζωή χωρίς αναγνώριση και συνεισφορά. Πόσο ανελέητες οι Μοίρες και πόσο απελπισμένο ήταν αυτό το φτωχό Μαύρο κορίτσι”.