Επιπλέον, μας αναλύει τη σχέση του με τη μουσική, το πώς οι αναμνήσεις του από την επαρχία επηρέασαν το λογοτεχνικό του ύφος και γιατί προτιμά την περίοδο αυτή να εκφράζεται μέσα από το διήγημα.

«Το διήγημα αν ήταν τραγούδι θα ακουγόταν μόνο δυνατά και μονοκόμματο»


– Γιατί Piano forte κι όχι fortissimo;

Ήθελα να υπάρχει η αντίθεση μέσα στον τίτλο, όχι σαν σχήμα οξύμωρο αλλά σαν μία φυσική ροή, κάτι που να έχει ρυθμό. Έχω δανειστεί τον τίτλο από τη μουσική ορολογία όπου piano σημαίνει χαμηλά και forte δυνατά. Συνάδει όμως αυτή η εναλλαγή με την εποχή που ζούμε, με τις ανθρώπινες σχέσεις, με την ζωή που ενώ κυλάει ήρεμα ξαφνικά όλα ανατρέπονται.

– Η μουσική εμφανώς εμποτίζει, όχι τόσο με την παρουσία της θεματογραφικά, όσο υποδόρια τα κείμενα σας. Ποιος ο ρόλος της στη ζωή σας και ποια η σύνδεση με τη συγγραφή;

Ξεκίνησα να γράφω στίχους με την αναβίωση του ροκ τη δεκαετία του ‘90. Τότε που ως έφηβοι τα μουσικά συγκροτήματα, ελληνικά ή αγγλόφωνα, ήταν μέσα στην καθημερινότητα μας. Η μουσική ήταν για μένα η πρώτη μορφή έκφρασης. Στην αρχή γράφτηκαν στίχοι και ποιήματα, όμως στην πορεία καθώς έπεσαν κάποια σπουδαία βιβλία στα χέρια μου, άρχισε να ανοίγει μία νέα προοπτική στη γραφή μου. Η μουσική όμως δεν έμεινε στο περιθώριο. Ακούγοντας πάντα εμπνέομαι, μαθαίνω, σκέφτομαι. Το μέτρο, ο ρυθμός, ο λυρισμός, η σύνθεση, η μελωδία, οι παύσεις, είναι όλα στοιχεία που συναντάμε σε ένα μουσικό κομμάτι και ίσως εξαρτάται η ιδιαιτερότητα ή η αυθεντικότητα του τραγουδιού από αυτά. Όταν ένιωσα να υπάρχουν και σε λογοτεχνικά κείμενα, κατάλαβα ότι, τουλάχιστον για μένα, η μουσική είναι άρρηκτα δεμένη με τον γραπτό λόγο.

– Σε αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής (ενδεικτικά αναφέρω τα: Η γούρνα, Το τσαγερό) η ελληνική ύπαιθρος ξεπηδά γλαφυρά από τις σελίδες. Τι σημασία, ως πηγή έμπνευσης, έχει για σας η επαρχία και η παράδοση;

Θεωρώ ότι η επαρχία και η μητρόπολη στη χώρα μας είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι και είμαι τυχερός που έχω ζήσει και τους δύο. Μεγάλωσα στη Χαλκίδα με καταβολές όμως από βόρεια Εύβοια και Θάσο, όπου περνούσα πάντα τα καλοκαίρια μου ως παιδί και ως νέος αργότερα. Οι μνήμες που έχω, όσο περνάει ο καιρός συνειδητοποιώ ότι γίνονται όλο και πιο ισχυρές γιατί τα συναισθήματα που αναβιώνουν είναι πιο ακατέργαστα, έχουν σφηνωθεί πιο βαθιά στο τοιχίο της συνείδησης γιατί δεν έχουν περάσει από φίλτρα και άμυνες που διαθέτει ένας ενήλικας. Έτσι είναι λογικό πολλά βιώματα να έχουν διεισδύσει στα γραπτά μου θέτοντας έτσι το ίδιο αυτό ερώτημα. Το θέμα είναι λοιπόν να αναζητήσει ο αναγνώστης πόσο σημαντικό είναι για εκείνον η σύνδεση με την παράδοση και την ύπαιθρο. Για μένα σίγουρα αποτελεί έμπνευση και  όταν φτιάχνεται η αφήγηση είναι κάτι που με διασκεδάζει πολύ καθώς η πένα «χοροπηδάει» ανάμεσα στην χιουμοριστική διάθεση των ανθρώπων της επαρχίας και στην ιλαρότητα των ηθογραφικών κειμένων. Οι αστεϊσμοί  είναι διάσπαρτοι καθώς αναπτύσσεται η πλοκή της ιστορίας και ευνοείται ή δικαιολογείται ο συγγραφέας αν χάσει λίγο τον έλεγχο στην αφήγηση κάνοντας την πιο προσωπική ή πιο καυστική αναλόγως που τον πάει η ροή της. Κάτι τέτοιο  μου προκύπτει  προσωπικά πολύ σπάνια στις σελίδες μίας αστικής ιστορίας.

– Το βιβλίο, αν και διέκρινα κάποιες αστοχίες στην επιμέλεια, εντούτοις με τα προλογικά σημειώματα, την παράθεση ποιημάτων και τις εικαστικές φωτογραφίες μου έδωσε την εντύπωση πως προσπαθεί να μεταδώσει στον αναγνώστη μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Πόσο σημαντικό είναι το αισθητικό κομμάτι ενός βιβλίου για σας;

Θεωρώ ότι κάτι που γράφτηκε κάποια στιγμή μπορεί να μείνει και παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Ένα άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα το κάνει πιο επιθυμητό ίσως, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που ασχολήθηκα τόσο εγώ όσο και η Σίσσυ Καπλάνη από τις εκδόσεις Φίλντισι με το να βγει ένα καλαίσθητο βιβλίο που να δημιουργεί μία ατμόσφαιρα από το πρώτο ξεφύλλισμα.

Ήθελα το Piano forte να είναι μία μικρογραφία ενός αντιπροσωπευτικού  αισθητικού συνόλου που αντιλαμβάνομαι σαν αναγνώστης για την λογοτεχνία της εποχής μας. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που προλογίζουν τα γραπτά μου είναι σύγχρονων μόνο δημιουργών. Πρωτίστως θεωρώ ότι η τέχνη φέρει τέχνη και η αλληλεπίδραση με άλλες μορφές τέχνης εμπνέει. Επίσης, θεωρώ σημαντική μου υποχρέωση να τιμάω και να συμβάλλω στην προώθηση του έργου άλλων καλλιτεχνών όπως έχουν κάνει και άλλοι για εμένα όπως θα κάνουν και επόμενοι σε άλλους και πάει λέγοντας. Ανήκουμε σε ένα σύνολο και θέλουμε να μην τελειώσει κάτι κάπου, να υπάρχει μία συνέχεια για να υπάρχει εξέλιξη. Αλλά και ο αναγνώστης γιατί να μην έχει κάποιες φωτογραφίες να ξεκουράσει την όραση του ανάμεσα στα κείμενα ή να μπορεί ενδιάμεσα να διαβάσει ένα ποίημα που υπό άλλες συνθήκες ίσως να μην διάβαζε ποτέ στη ζωή του;

– Θιασώτης της μικρής φόρμας ή σκέφτεστε να επεκταθείτε και σε άλλα λογοτεχνικά είδη; Ποια τα πλεονεκτήματα του διηγήματος για ‘σας;

Η μικρή φόρμα είναι κάτι που αυτή τη στιγμή νιώθω ότι έχει μπει στο DNA μου. Μόλις συλλάβω μία ιδέα και ξεκινήσω να τη δουλεύω συγκεντρώνομαι εκεί με στόχο να αποτυπωθεί με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στο χαρτί. Δεν μου αρέσει να φλυαρώ αλλά ούτε να εστιάζω σε πολλούς χαρακτήρες. Η μικρή φόρμα επίσης βοηθάει στην αμεσότητα, δηλαδή από τη στιγμή που θα δημοσιευτεί ένα διήγημα είναι πιο άμεση η επαφή με τους αναγνώστες. Το διήγημα αν ήταν τραγούδι θα ακουγόταν μόνο δυνατά και μονοκόμματο. Συνήθως, κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος γιατί μπαίνει κατευθείαν στο θέμα και έχει στοιχεία όπως η έκπληξη και η ανατροπή στο τέλος ή μπορεί ακόμα να αφήσει τον αναγνώστη χωρίς ορατό προορισμό, να φανταστεί το τέλος που θα ήθελε. Αντίθετα, σε ένα μυθιστόρημα υπάρχει η πιθανότητα ο αναγνώστης να περιμένει εκατό, διακόσιες, τριακόσιες σελίδες μέχρι την κορύφωση. Όλο αυτό κάνει τη διαδικασία της συγγραφής του διηγήματος αρκετά έντονη και συναρπαστική. Δεν θα αναφερθώ στις δυσκολίες. Η εναλλαγή στο ύφος και στη θεματολογία αναλόγως με το γραπτό επίσης είναι κάτι που δίνει στον συγγραφέα μία ελευθερία να καταπιάνεται με πολλά και διάφορα που θέλει. Το ότι έχω αφιερωθεί σε αυτό το είδος σηματοδοτεί μία πρόκληση στο να πάω παρακάτω και να επεκταθώ. Θα το κάνω κάποια στιγμή ακόμα κι ας μη βγει το αποτέλεσμα που επιθυμώ.  Μόνο και μόνο για την ανατροπή.


Διαβάστε επίσης:

Piano forte – Βασίλης Μπαρούτης