Μια νέα γυναίκα η οποία μετά τον θάνατο της μητέρας της μένει κλεισμένη για δύο χρόνια σε ένα διαμέρισμα καταβυθίζεται σε έναν δικό της, προσωπικό, Άδη και περιπλανιέται στον γενέθλιο τόπο της μητέρας, ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Η αφήγηση ακολουθεί τόσο την ίδια την ηρωίδα και τις ψυχικές της διαδρομές όσο και τον αφηγητή, τον γείτονά της και ίσως alter ego του συγγραφέα, και τη σύζυγό του, την Αυγή, και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυκλική, αφού δεν συμμορφώνεται με τη γραμμικότητα του χρόνου. Η αφήγηση θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί σπειροειδής, αφού ξεκινά από το κλειστοφοβικό, εφιαλτικό σύμπαν της ηρωίδας και σταδιακά φτάνει στο φως μιας πιο ρεαλιστικά θωρούμενης πραγματικότητας. Ο Χρήστος Χρηστίδης οικοδομεί ένα σύμπαν το οποίο περιλαμβάνει μια κατάβαση στον Κάτω Κόσμο και θέτει ζητήματα ως προς τη θεώρηση του θανάτου, τον εγκλεισμό, την ψυχική νόσο, αλλά και τη μητρότητα.

***

– Στο βιβλίο σας «Αυγή» πρωταγωνιστεί η Λία, αλλιώς LCnature, της οποίας ο οικειοθελής εγκλεισμός από κάποιο σημείο και μετά συμπίπτει με τον ακούσιο εγκλεισμό του αφηγητή λόγω της πανδημίας. Ποιες οι ψυχικές διεργασίες που συνδέονται με έναν εκούσιο ή ακούσιο εγκλεισμό;

Η κλωστή που τα ενώνει είναι η κατάθλιψη.

Η ηρωίδα, η Λία, ζει σε μια σύγχρονη, ευχάριστη στους περισσότερους, αστική συνοικία με δέντρα, λουλούδια, πάρκα και άνετα, λειτουργικά διαμερίσματα. Παρόλα αυτά εκείνη εκλαμβάνει αυτό το περιβάλλον ως εγκλεισμό σε μια καταπιεστική φυλακή που θυμίζει ψυχιατρικό άσυλο. Στις κατακόμβες της πόλης όπου κατεβαίνει η ηρωίδα για να περάσει στον Άδη συναντά τους πιο συμπαθείς και τρυφερούς ήρωες των παιδικών της αναγνωσμάτων, όμως το βλέμμα της μετατρέπει το περιβάλλον σε μαύρο παραμύθι και τους ήρωες σε εφιαλτικές φιγούρες. Τέλος, οι τρυφερές παιδικές αναμνήσεις από ένα ειδυλλιακό Ελληνικό χωριό μεταλλάσσονται σε άψυχες σκιές σε ένα νεκροχώρι.

Αντίστοιχα και ο αφηγητής ο οποίος βιώνει ακούσια τον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας, μόνος δίχως τη γυναίκα του, αρχίζει να ταυτίζεται με τον καταθλιπτικό κόσμο της ηρωίδας.

– Η Αυγή, σύζυγος του αφηγητή, δίνει το όνομά της στο μυθιστόρημά σας, παρότι σε μια πρώτη ανάγνωση δεν αναδεικνύεται ως πρωταγωνίστρια. Τι θέλατε να σηματοδοτήσετε με αυτή σας την επιλογή;

Παρατηρώ ότι ο τίτλος του βιβλίου γεννά διαφορετικές ερμηνείες στους αναγνώστες και αυτό με ευχαριστεί. Θα προτιμούσα σε αυτό το στάδιο να αφήσω την ερμηνεία του τίτλου ανοιχτή.

– Ο θάνατος, πανταχού παρών στο βιβλίο σας, παρουσιάζεται τόσο ως θλιβερό ταξίδι στην ανυπαρξία όσο και ως συναρπαστικό ταξίδι στο άγνωστο. Εσείς προσωπικά κλίνετε κάπου μεταξύ των δύο;

Είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος. Πέρασα ένα διάστημα μελετώντας εκλαϊκευμένη κοσμολογία. Stephen Hawking, Simon Singh και άλλους. Κατέληξα στην άποψη ότι η επιστήμη γεννά πολιτισμό και προσφέρει ποιότητα ζωής αλλά όταν πρέπει να απαντήσει στο Πριν και στο Μετά, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ακόμα και αν θέσει αξιωματικές βεβαιότητες για να προσεγγίσει το θέμα δεν καταφέρνει στο τέλος να τις επαληθεύσει πειραματικά. Τείνω να πιστέψω ότι το ανθρώπινο είδος αδυνατεί, από τη φύση της ευφυΐας του –ηλεκτροχημικές συνάψεις των νευρώνων– να απαντήσει σε αυτό το θεμελιώδες υπαρξιακό ερώτημα. Όπως ένα τριαντάφυλλο παρατημένο στο κέλυφος ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει τι κρύβεται στα σπλάχνα αυτού του κουτιού.

– Η δομή του μυθιστορήματός σας διακρίνεται από μια κυκλικότητα αντί για γραμμικότητα στην αφήγηση. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή; Τι θα κέρδιζε ή τι θα έχανε ένας αναγνώστης αν το διάβαζε με βάση τη χρονική αλληλουχία της ιστορίας;

Το θέμα του χρόνου διατρέχει όλα μου τα βιβλία. Η αντίληψη του χρόνου ως ευθύγραμμη πορεία είναι χαρακτηριστικό της ζωής. Δεν είναι δυνατόν να κοιμηθούμε το βράδι πενήντα χρονών και το πρωί να ξυπνήσουμε στα δεκαεπτά μας. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Η κυκλικότητα δρομολογεί την ιδέα του απείρου, της αέναης λούπας και συνεπώς, κατά μία έννοια, του θανάτου.

– Τόσο για τον αφηγητή όσο και για τη Λία, οι λέξεις και οι ιστορίες μοιάζουν να είναι ζωτικής σημασίας, το κριτήριο που ξεχωρίζει τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Μπορεί να επιβιώσει κανείς αν στερηθεί τη δυνατότητα να διηγείται ιστορίες;

Να επιβιώσει απλώς, ναι μπορεί. Η εξίσωση διήγησης και ζωής δεν είναι αμφίδρομη. Λειτουργεί μόνο ως προς την κατεύθυνση του λέω ιστορίες άρα είμαι ζωντανός σαν άνθρωπος και σαν πολιτισμός, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.

– Η μητρότητα επανέρχεται διαρκώς στο βιβλίο, ως ζητούμενο τόσο της πρωταγωνίστριας όσο και της Αυγής. Θα λέγατε ότι συνδέεται η ατεκνία με τον θάνατο;

Ναι. Η φυσική ατεκνία οδηγεί στο θάνατο των ειδών και η δημιουργική ατεκνία στο θάνατο των πολιτισμών. Στο βιβλίο αναφέρομαι στη μητρότητα με την ευρύτερη έννοια της δημιουργίας, σαν γένεση του καινούργιου, του διαφορετικού. Ένα κλειδί ανάγνωσης του βιβλίου είναι η αφιέρωση που παραθέτω στην αρχή του (σ.σ. “Στη μνήμη της Λίας, της αγέννητης κόρης μου…”).

– Ο τόπος καταγωγής της μάνας της Λίας, ένα πέτρινο, ερειπωμένο χωριό της Μάνης, ασκεί καταλυτική επιρροή στον ψυχισμό της, παρότι η ίδια είναι ένα σύγχρονο παιδί της πόλης. Θεωρείτε ότι ενυπάρχει ο σπόρος της επιστροφής στα πατρογονικά (ή μητρογονικά!) εδάφη, όσο πίσω του κι αν νομίζει κανείς ότι τα έχει αφήσει;

Το αντίθετο. Πιστεύω ότι η νοσταλγία στη λογοτεχνία, πολλές φορές, μελώνει τα κείμενα αν δεν ιδωθεί με βλέμμα που να περιέχει τον σπόρο της ανατροπής και της διαφορετικότητας. Έτσι και στην «Αυγή» ο ειδυλλιακός τόπος όπου εκτυλίσσονται οι ανέμελες παιδικές ιστορίες μετατρέπεται στο τέλος σε νεκροχώρι που κατοικούν πλέον οι σκιές των αναμνήσεων.

Διαβάστε επίσης:

Χρήστος Χρηστίδης – Αυγή: Ένα βιβλίο για μια ιδιαίτερη σχέση κόρης – μητέρας