Το έργο

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ έγραψε το «Ημέρωμα της Στρίγγλας» μεταξύ 1593 και 1594, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε πριν από το 1623. Ανήκει στις γνωστές κωμωδίες του ελισαβετιανού συγγραφέα, ενδέκατη στη σειρά, γραμμένη μετά το «Όπως σας αρέσει» και πριν το «Τέλος καλό Όλα καλά». Πρόκειται για μια από τις καλύτερες κωμωδίες του Σαίξπηρ, η οποία πραγματεύεται ένα αταίριαστα ταιριαστό προξενιό.

Πολλοί είναι οι υποψήφιοι μνηστήρες που εμφανίζονται για την μικρή κόρη του έμπορου Μπατίστα Μινόλα, την Μπιάνκα, αλλά αυτός δε μπορεί να δώσει την συγκατάθεσή του για κανέναν, αφού παραμένει ανύπαντρη η μεγάλη του κόρη, η Κατερίνα. Για το λόγο αυτό, ο Μπατίστα αποφασίζει να βρει πρώτα γαμπρό στην μεγάλη, κάτι πολύ δύσκολο, καθώς η Κατερίνα περιγράφεται ως εξαιρετικά δύστροπη. Δεν υπάρχει κάποιος που να ενδιαφέρεται να την παντρευτεί, μέχρι που εμφανίζεται ο Πετρούκιο από την Βερόνα. Ο Πετρούκιο, αρκετά δύστροπος και περίεργος και ο ίδιος, αποφασίζει όχι μόνον να παντρευτεί την Κατερίνα, αλλά και να την αλλάξει. Υποβάλλοντάς την σε ένα σωρό σκληρές και απάνθρωπες δοκιμασίες, στο τέλος την ‘ημερώνει’ και έτσι ζουν αυτοί καλά…(;)

Μολονότι το έργο είναι πολύ γνωστό, ωστόσο ακανθώδη ζητήματα αναφορικά με την απεικόνιση ανδρών και γυναικών, καθώς και τη μεταξύ τους σχέση, συχνά αποτρέπουν τη σκηνική του πραγμάτωση. Είναι γεγονός ότι την εποχή που γράφει το έργο ο Σαίξπηρ, υπήρχαν τα λεγόμενα ‘έργα της στρίγγλας’ (shrew-plays), τα οποία αποτύπωναν την ανδρική κυριαρχία και την γυναικεία υποταγή. Επρόκειτο για ιστορίες, σύμφωνα με τους Wootton και Holderness που δεν απασχολούσαν μόνον το θέατρο, αλλά και μπαλάντες της εποχής. Ωστόσο, σύμφωνα με την Ann Thompson, «το αληθινό πρόβλημα βρίσκεται έξω από το έργο, στο γεγονός ότι οι γυναίκες υπόκεινται στους άνδρες, παρόλο που είναι προφανώς άδικο και άνευ λόγου, και όμως συνεχίζει να συμβαίνει παγκοσμίως. Είναι [συνεπώς] ο κόσμος που μας προσβάλει, όχι ο Σαίξπηρ» (Thompson, Ann. The Taming of the Shrew. The Arden Shakespeare, 1984). Όπως συνεχίζει η Thompson, δεν είναι ξεκάθαρο, αν όσα λέγονται στο έργο αποτυπώνουν την πραγματικότητα της εποχής ή αν το κείμενο γράφτηκε εξ αρχής ως σάτιρα. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι στο ελισαβετιανό θέατρο όλοι οι ρόλοι, συμπεριλαμβανομένων των γυναικείων, παίζονταν μόνον από άνδρες, είναι εύλογη η απορία κατά πόσο ο Σαίξπηρ θέλησε να γράψει μια απολαυστική σάτιρα, με άνδρες ηθοποιούς να υποδύονται τη «στρίγγλα». Στην υπόθεση αυτή συντείνει επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο ελισαβετιανός βάρδος εμφάνισε τα πρόσωπα, οδηγώντας σε αναπόφευκτη «γελοιοποίηση του πατριαρχικού ελέγχου», ενώ, από την άλλη, επέτρεψε «κάποια συμπάθεια για τον μαθητευόμενο», δηλαδή για την Κατερίνα (Thompson 84). Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το έργο εγείρει, στη σημερινή εποχή, αλλά και διαχρονικά, βασικά ζητήματα αναφορικά με τη θέση της γυναίκας και του άνδρα στην κοινωνία, προβάλλοντας ως κυρίαρχα διάφορα πατριαρχικά πρότυπα και συνθλίβοντας οποιαδήποτε γυναικεία ελευθερία, αλλά και κάθε γυναικείο δικαίωμα.

Η παράσταση

Η Εύα Βλασσοπούλου πέτυχε να στήσει μια παράσταση, η οποία ήταν φρέσκια, ζωηρή, ζουμερή και απολαυστική. Σκηνοθέτησε ένα από τα λιγότερο παιγμένα έργα του Σαίξπηρ στη χώρα μας, κερδίζοντας ένα δύσκολο στοίχημα. Εν προκειμένω, απέδωσε με μοναδική μαεστρία την κωμωδία που αναβλύζει από το έργο, ενώ παράλληλα τοποθετήθηκε με σαφήνεια απέναντι στην προβληματική που ανακύπτει από μια σύγχρονη παράσταση του και δή σκηνοθετημένη από γυναίκα. Πιο συγκεκριμένα, η σκηνοθέτις φώτισε, χωρίς προσπάθεια διδακτισμού ή φανατισμένου φεμινισμού, την άποψη που εκφράζεται στο έργο αναφορικά με την γυναικεία υποταγή στον άνδρα-αφέντη, ανοίγοντας έτσι τον κοινωνικό διάλογο γύρω από το θέμα και καταδεικνύοντας με σαφήνεια την εύλογη καταδίκη της για φαινόμενα όπως η επιδιωκόμενη υποταγή της σαιξπηρικής Κατερίνας στον Πετρούκιο.

Επιπροσθέτως, η Ε. Βλασσοπούλου επέλεξε τον κατάλληλο χώρο και χρόνο, για να μεταφέρει στη σκηνή ένα έργο, το οποίο αναβλύζει δραματουργικούς χυμούς. Η παράσταση κατάφερε να ταξιδέψει τους θεατές, έστω και για μια ώρα, στην αγροτική Πάντοβα και στην πανέμορφη Βερόνα, όπου διαδραματίζεται το σαιξπηρικό έργο. Οι ελαιώνες του ΚΠΙΣΝ σε συνδυασμό με το ολόγιομο φεγγάρι του Ιουλίου δημιούργησαν το ιδεώδες σκηνικό για μια καταπληκτική παράσταση εν μέσω μιας απολαυστικής αττικής ‘θερινής νύχτας’.

Οι Ηθοποιοί

Η Κατερίνα Πατσιάνη (Κατερίνα) και ο Αινείας Τσαμάτης (Πετρούκιος) έδωσαν το ρυθμό στην κωμωδία, καθώς συμπλήρωναν ο ένας την άλλη σε ένα ρεσιτάλ γνήσιας κωμικής υποκριτικής. Χωρίς να χάσουν το μέτρο ούτε για ένα λεπτό, οι δύο ηθοποιοί απέδωσαν το ρυθμό, το λόγο, αλλά και την αίσθηση του σαιξπηρικού κειμένου, σχολιάζοντας παράλληλα τη σημερινή εποχή. Δίπλα τους, εξαιρετικός ήταν τόσο ο Παναγιώτης Εξαρχέας (Γκέμιο), όσο και ο Γρηγόρης Μπαλλάς (Ορτένσιο) δίνοντας έντονο κωμικό τόνο με την κίνησή τους που έμοιαζε να είναι βγαλμένη από την κομμέντια-ντελ’-άρτε, όσο και με το παίξιμό τους. Πολύ καλοί επίσης ως ερωτευμένοι οι Στέλλα Βογιατζάκη (Μπιάνκα) και Βαγγέλης Αμπατζής (Λουκέντιο), οι οποίοι αποτέλεσαν το αντίπαλον δέος στη σχέση του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, Κατερίνας-Πετρούκιο. Πολύ καλός επίσης ήταν ο Μάνος Βαβαδάκης ως ο πατέρας των κοριτσιών. Τέλος, εξαιρετική στο ρόλο της η Εύα Βλασσοπούλου σαν χήρα, η οποία σε μια ιδιότυπη συνθήκη θεάτρου-εν-θεάτρω διηύθυνε-σκηνοθέτησε επί σκηνής την κωμωδία προσφέροντας στο ήδη απολαυστικό αποτέλεσμα, επιπλέον κωμικές ανάσες.

Οι Συντελεστές

Εκκινώντας από την εξαιρετική μετάφραση της παράστασης, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, η οποία, με τη διασκευή του Έκτορα Λυγίζου προσέγγισε το σημερινό κοινό ανανεώνοντας το κείμενο προκειμένου για την παραστασιακή του εκτέλεση. Με την πρώτη ματιά, το σκηνικό της παράστασης κέρδισε τις εντυπώσεις. Η πλημμυρισμένη σκηνικά αντικείμενα (ένα σιντριβάνι στο κέντρο, φυτά και λουλούδια, γλάστρες, δέντρα, παγκάκι κτλ)κατασκευασμένη σκηνή δημιουργούσε αρχικά μια πλουραλιστική εικόνα. Στην ουσία όμως, η Φιλάνθη Μπουγάτσου (Σκηνικά) σεβάστηκε πλήρως το σκηνικό κανόνα του ελισαβετιανού θεάτρου για λιτότητα. Οι ηθοποιοί κινήθηκαν στις πολλαπλές εξέδρες οι οποίες αποτέλεσαν τη σκηνή στο Θόλο του ΚΠΙΣΝ, χωρίς να αλληλεπιδρούν με τα σκηνικά αντικείμενα, με εξαίρεση το παγκάκι και άλλα σκαμνιά στα οποία κάθισαν, θυμίζοντας τον Gaston Bachelard, ο οποίος διατείνεται ότι στην ελισαβετιανή σκηνή αρκούσε ένας κύβος, το πιο θεμελιώδες σκηνικό αντικείμενο (The Poetics of Space. Beacon Press, 1994).

Εξίσου ενδιαφέροντα τα κοστούμια της παράστασης (Γεωργία Μπούρα) τα οποία προσέδιδαν σύγχρονο χαρακτήρα στην παράσταση. Πιο συγκεκριμένα, τα κοστούμια ανήκαν στον 20ό αιώνα, φέροντας παράλληλα ελισαβετιανούς απόηχους, όπως για παράδειγμα το φόρεμα της Μπιάνκα, καθιστώντας τα κατ’ αυτό τον τρόπο διαχρονικά. Γινόταν επομένως σαφές ότι οι ήρωες ήταν επίσης διαχρονικές μορφές που διατρέχουν τους αιώνες με τις συμπεριφορές, τα πάθη και τα μίση τους.

Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν οι δύο διερμηνείς στην νοηματική γλώσσα (Έφη Ψαραδέλλη & Μυρτώ Γκανούρη). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί η μοναδική συμβολή του ΚΠΙΣΝ στην εξάλειψη κοινωνικής περιθωριοποίησης προσφέροντας τη δυνατότητα σε όλους τους θεατές να απολαύσουν θέατρο. Είναι άξιο συγχαρητηρίων το συγκεκριμένο ίδρυμα, τη στιγμή που πλείστες θεατρικές αίθουσες της πρωτεύουσας δεν πληρούν ούτε καν τυπικά χαρακτηριστικά (π.χ. έξοδοι κινδύνου).

Εν κατακλείδι

Η παράσταση που σκηνοθέτησε η Εύα Βλασσοπούλου ήταν χάρμα οφθαλμών. Εξαιρετικοί ηθοποιοί, καταπληκτική τοποθεσία, άξιοι συνεργάτες και ένα κείμενο το οποίο αποτέλεσε λόγο για διασκέδαση, αλλά και βήμα για περαιτέρω προβληματισμό. Η σκηνοθέτις έδειξε ότι το θέατρο δύναται να θέσει κοινωνικά ζητήματα προς διερεύνηση χωρίς κραυγές, στηριζόμενο σε καλοδομημένη δραματουργία και δή προερχόμενη από κλασικά κείμενα. Η παράσταση ήταν μια όαση στην καλοκαιρινή Αθήνα.

Photo Credit: Γιάννης Κουσκούτης

Διαβάστε επίσης:

Θέατρο στο Πάρκο: Το Ημέρωμα της Στρίγγλας, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στο ΚΠΙΣΝ