Το έργο
Σύμφωνα με τον Μπέρτολντ Μπρεχτ, θεμελιωτή του επικού θεάτρου, «όσο περισσότερο παρασύρουμε τον θεατή να ταυτίζει τις προσωπικές του εμπειρίες και αισθήματα με την κατάσταση, τόσο λιγότερα διδάχτηκε και αποκόμισε από την παράσταση» (Αρχιτέκτονες του Σύγχρονου Θεάτρου. εκδ. Δωδώνη, 1979). Ο Γερμανός συγγραφέας, εισηγητής της έννοιας της «αποστασιοποίησης» (“verfremdungseffekt”) μίλησε για θεμελιώδη ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας της εποχής του, συχνά όμως ιδωμένα μέσα από την οπτική της κοινωνικής, χρονικής, ενίοτε και πολιτικής απόστασης, ειδικά στα «Διδακτικά έργα» του (π.χ. «Μάνα Κουράγιο», «Ο Καλός άνθρωπος του Σετσουάν» κ.α.). Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Γερμανός συγγραφέας απέφυγε τόσο το λαϊκισμό, όσο και τον διδακτισμό στη γραφή του, καθιστώντας τα κείμενά του τόσο πολιτικά, όσο και καίρια.
Ο Γιάννης Αποσκίτης υπογράφει το κείμενο των «Κακών σκηνικών». Ο συγγραφέας, ήδη από την πρώτη του συγγραφική προσπάθεια («Προβοκάτορες», 2023) είχε δείξει την μαξιμαλιστική και φαντασιακή οπτική του, ενώ παράλληλα έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για τη σύγχρονή του πραγματικότητα, μέσα από μια κωμική και σατιρική ματιά. Στο νέο του εγχείρημα θέλησε να καυτηριάσει διάφορα και ποικίλα θέματα της επικαιρότητας, με έντονα επιθεωρησιακή διάθεση, προσπαθώντας να αναβιώσει ανεπιτυχώς το επιτυχημένο και δύσκολο θεατρικό είδος της επιθεώρησης. Από το νέο του έργο όμως απουσίαζε κάθε ίχνος δραματουργίας εν γένει και δραματουργικής συνοχής, τα οποία υπερκάλυπταν η λαϊκίστικη διάθεση, αλλά και το διδακτικά καταγγελτικό, οριακά παιδαριώδες ύφος. Ως αποτέλεσμα, το έργο έχασε, ήδη από τα πρώτα λεπτά της παράστασης, το ενδιαφέρον του, ενώ παράλληλα έθιγε θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με όρους επίκαιρου (συχνά και επικαιρικού) σχολιασμού, εν τη απουσία κάθε ουσιώδους κριτικής.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης, Σίμος Κακάλας, προσπάθησε να παίξει με το λογοπαίγνιο του τίτλου, δηλαδή κακά ‘θεατρικά’ σκηνικά, αλλά και κακοστημένα κοινωνικο-πολιτικά παιχνίδια. Έτσι, έστησε την παράσταση σε ένα σκηνικό το οποίο αναπαρήγαγε μια ιταλικού τύπου σκηνή, θυμίζοντας βαριετέ, στην οποία παρουσιάζονταν μια σειρά από σύντομα θεατρικά νούμερα. Είναι γεγονός ότι ο σκηνοθέτης προσπάθησε να αναβιώσει την αίσθηση των παλαιότερων μπουλουκιών και επιθεωρησιακών σχημάτων, προσπαθώντας ενδεχομένως να καταστήσει το θέαμα πιο προσιτό στο ευρύ και λαϊκό (;) κοινό.
Στο σκηνικό αυτό, οι ηθοποιοί κλήθηκαν άλλοτε να παίξουν ρεαλιστικά, άλλοτε υπερρεαλιστικά, ενώ κάποιες φορές έπαιξαν ακόμα και μπαλαφάρα. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια υποκριτική σύγχυση, ανάλογη με αυτή της δραματουργίας. Ενδεικτικές, οι στιγμές όπου ο Κλέων Γρηγοριάδης σχολίασε σε προσωπικό τόνο και σε πρώτο πρόσωπο την ανάμειξή του με την πολιτική, αλλά και ο έντονος λαϊκισμός στην τελευταία εμφάνιση του Γιάννη Στάνκογλου ως επιστήμονα-εφευρέτη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Συντελεστές
Το προσεγμένο και καλαίσθητο σκηνικό (Κωνσταντίνος Σκουρλέτης) άφησε πολλά ερωτηματικά ως προς τη δραματουργική του χρησιμότητα. Τα εξίσου καλαίσθητα και καλοραμμένα κοστούμια (Κλαιρ Μπρέισγουελ), όσο και οι μάσκες (Μαρία Φωκά) υπηρέτησαν απόλυτα το έργο, συμβάλλοντας στη φαντασιακή και υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα του. Τέλος, στην παράσταση υπήρξε ζωντανή μουσική (Αγγελική Ποτήρη, Ρόλη Γιαμοπούλου, Φωτεινή Τσακνάκη, Σόφη Παπακοσμά). Ωστόσο, σε μια παράσταση η οποία κινήθηκε στα δεδομένα του πολιτικώς ορθού και της κοινωνικο-πολιτικής καταγγελίας, κατάπληξη προκαλεί η ύπαρξη ενός girls’ music band, ντυμένου σαν γαλαξιακά κουνελάκια, τη στιγμή που η σκηνή ανδροκρατείται αποκλειστικά.
Εν κατακλείδι
Τα «Κακά σκηνικά» ξεκίνησαν ενδεχομένως με την πρόθεση να μιλήσουν για όλα τα κακώς κείμενα του τόπου μας, από τον υπερ-τουρισμό και τα Τέμπη, έως τους μισθούς πείνας και την πολιτική κατάσταση. Κατέληξαν όμως σε παρωδία όσων θέλησαν να σχολιάσουν, να επικρίνουν και να καυτηριάσουν. Η υπερρεαλιστική και συχνά παιγνιώδης διάθεση του συγγραφέα εξέτρεψε το ρυθμό, τη στόχευση, αλλά και τη σημασία των όσων αρχικά σχεδίασε για να αποτελέσουν θέμα της παράστασης. Παράλληλα απουσίασε η σοβαρότητα, αλλά και ο σεβασμός σε όσα και όσους σχολιάστηκαν. Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας υπήρξε ανακόλουθος ως προς τις απόψεις του, καθώς, ενώ προέταξε την ανάγκη μιας συμπεριληπτικής κοινωνίας, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις, ανεξαρτήτως φύλου, εθνότητας, ή τάξης, στράφηκε σε επισταμένη σάτιρα, κατά το πρώτο νούμερο της παράστασης, κατά συναδέλφου ηθοποιού. Επιπλέον, σε άλλο σημείο, ήρωας της παράστασης, απευθυνόμενος στην απερχόμενη καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, την αποκάλεσε «Κατερινάκι», σε αντιδιαστολή με τον επερχόμενο καλλιτεχνικό διευθυντή τον οποίο αποκάλεσε «Μιχαήλ», αφήνοντας ανοιχτή…τάφρο για συζήτηση γύρω από θέματα φεμινισμού και ίσης συνύπαρξης των δύο φύλων στον εργασιακό χώρο.
Καταλήγοντας, η απουσία στιβαρού και καλά δομημένου κειμένου οδήγησε σε ντόμινο όλα τα υπόλοιπα μέρη της παράστασης, από τους ηθοποιούς και τα σκηνικά έως τα κοστούμια και τη μουσική. Απορία, οφείλω να ομολογήσω, μου προκάλεσε η ύπαρξη της συγκεκριμένης παράστασης στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Photo Credit: © Karol Jarek
Διαβάστε επίσης:
Κακά σκηνικά, του Γιάννη Αποσκίτη σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα στην Πειραιώς 260