Το έργο
Γραμμένος, στα τέλη του 16ου αιώνα, από τον Γεώργιο Χορτάτση, ο «Κατσούρμπος» είναι από τα πλέον γνωστά έργα του Κρητικού δραματολογίου. Το κείμενο ανασύρει από το αντλιοστάσιο τόσο της σύγχρονης του ευρωπαϊκής δραματουργίας, όσο και από προγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Τερέντιος και ο Πλαύτος (βλ. Χατζηπανταζής, Θόδωρος. Διάγραμμα Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Παν. Εκδόσεις Κρήτης, . Ο Χορτάτσης, σύγχρονος του Σαίξπηρ, του Θερβάντες και του Λόπε δε Βέγκα, γνώριζε καλά την Ιταλική θεατρική παράδοση), τόσο της πρώιμης commedia erudita (βλ. Σπάθης, Δημήτρης. Από τον Χορτάτση στον Κουν. MIET, 2015), όσο και της πιο λαϊκής και ευρύτερα γνωστής commedia dell’ arte
Ο Χορτάτσης σύστησε στο κρητικό κοινό της εποχής τόσο την τραγωδία και το ποιμενικό δράμα, με την Ερωφίλη και την Πανώρια, αντίστοιχα, όσο και την κωμωδία, με τον Κατσούρμπο (σημ. σύμφωνα με τον Σπάθη και ο Στάθης ανήκει, κατά πάσα πιθανότητα, στον Χορτάτση). Ο συγγραφέας ήταν επίσης από τους λίγους, που προόριζε τα κείμενά του για τη σκηνή και όχι για απλή ανάγνωση, ως είθισται την εποχή εκείνη, στον ελεύθερο ακόμα Χάνδακα (Ηράκλειο), ο οποίος επρόκειτο να μπει υπό τουρκικό ζυγό το 1669.
Στον Κατσούρμπο, πρωταγωνιστές είναι δύο ερωτευμένα νέα παιδιά, ο Νικολός και η Κασσάντρα. Ο Νικολός είναι ακόμα μαθητής, ενώ η Κασσάντρα ζει με την Πουλισένα, η οποία την έχει ως ψυχοκόρη της, αφού είναι ορφανή. Οι δύο νέοι δε μπορούν να είναι μαζί, αφού μια σειρά από εμπόδια μπαίνουν ανάμεσά τους, με σημαντικότερα, τον πατέρα του Νικολού και την Πουλισένα, καθώς και τον Αρμένη που είναι ερωτευμένος με την Κασσάντρα αλλά στο τέλος θα αποδειχθεί ότι ήταν ο αληθινός της πατέρας. Πατώντας στέρεα στην παράδοση της ιταλικής Αναγεννησιακής κωμωδίας, ο συγγραφέας θα δώσει αίσιο τέλος στο ερωτευμένο ζευγάρι της ιστορίας του, μέσα από ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων, ξεκαρδιστικών γεγονότων και μπερδεμάτων.
Η παράσταση
Τα πρώιμα έργα της νεοελληνικής δραματουργίας, όπως ο Κατσούρμπος, σπάνια, δυστυχώς, βρίσκουν το δρόμο προς τη σκηνική τους πραγμάτωση τις τελευταίες δεκαετίες. Οι λόγοι διάφοροι, όπως οι πολυπληθείς σκηνές, αλλά κυρίως η ύπαρξη διαλέκτου. Αξίζουν λοιπόν, συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη, ο οποίος επέλεξε ένα έργο των τελών του 1500 αποδεικνύοντας ότι είναι η σύνδεση με το γλωσσικό μας παρελθόν είναι και ωραίο και ενδιαφέρον.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Γεώργιος Περλέγκας καθοδήγησε σκηνοθετικά εξαιρετικά τους ηθοποιούς, διδάσκοντάς τους να ‘μιλήσουν’ σκηνικά την κρητική διάλεκτο του 16ου αιώνα και αναβιώνοντας τμήμα της ιστορίας του τόπου μας. Άνθρωποι και συνήθειες ξαναζωντάνεψαν σκηνικά, έστω και για δύο ώρες, θυμίζοντας στο κοινό του 21ου αιώνα την Ελλάδα της Αναγέννησης, αλλά και τη σύνδεση με τους προγόνους μας.
Ο σκηνοθέτης μετέφερε το έργο στο σήμερα, πλαισιώνοντας παράλληλα και συνδέοντάς το σκηνικά με τις δραματουργικές πηγές που το επηρέασαν. Έτσι, αφενός, διατήρησε τα σκατολογικά στοιχεία, υπενθυμίζοντας την αριστοφανική ρίζα του νεοελληνικού -και όχι μόνον- αναγεννησιακού θεάτρου. Αφετέρου, κατέστησε σαφή την επιρροή της ιταλικής commedia dell’ arte στη γραφή του Χορτάτση, μέσω των χορευτών (Αναστάσης Καραχανίδης, Αντιγόνη Λινάρδου, Παναγιώτης Σολδάτος, Λία Χαμηλοθώρη, Ευαγγελία Μόσιου), αλλά και της γενικότερης κινησιολογίας των ηθοποιών.
Ο Γ. Περλέγκας αντιμετώπισε επιτυχώς και με θάρρος ένα έργο του 16ου αιώνα. Η παράσταση λειτούργησε σε κάθε επίπεδο και ήταν περιττή (ενίοτε και επιζήμια ως προς τη συνολική ροή της παράστασης) η ενσωμάτωση εμβόλιμων σχολιασμών.
Οι Ηθοποιοί
Όλος ο θίασος ερμήνευσε το κείμενο με τρόπο που όχι μόνον ανέδειξε την κρητική ιδιόλεκτο του 15ου αιώνα, αλλά ταυτόχρονα υπογράμμισε τη θεατρικότητα και το κωμικό στη γραφή του Χορτάτση. Να σημειωθεί επίσης ότι ο τρόπος εκφοράς και άρθρωσης του λόγου των ηθοποιών θα μπορούσε να αποτελέσει μάθημα για σπουδαστές δραματικών σχολών, αλλά ακόμα και για επαγγελματίες. Παράλληλα, όλοι οι ηθοποιοί επιδόθηκαν σε έναν σκηνικό άθλο, καθώς ερμήνευαν στην κρητική διάλεκτο, ενώ υπηρετούσαν την ιδιαίτερα απαιτητική κινησιολογία. Εκπληκτικοί συνολικά όλοι οι ηθοποιοί, Ανθή Ευστρατιάδου, Κατερίνα Λυπηρίδου,Χρήστος Σαπουντζής, Γιάννος Περλέγκας, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Μιχάλης Τιτόπουλος.
Συντελεστές
Εκκινώντας από την ιδιαίτερη και πολύ χαρακτηριστική κινησιολογία (Χριστίνα Σουγιουλτζή), η οποία κατέστησε σαφή την σκηνοθετική πρόθεση να συνδέσει το έργο του Χορτάτση με την ιταλική παράδοση της commedia dell’ arte. Τα διάφορα και διαφορετικά κοστούμια της παράστασης (Σκηνικά–Κοστούμια: Άγγελος Μέντης) αποτύπωσαν τον παιχνιδιάρικο και κωμικό χαρακτήρα του έργου, ενώ το εντυπωσιακό σκηνικό υπήρξε ιδιαίτερα λειτουργικό. Οι φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος) έπαιξαν με τα συναισθήματα, τις καταστάσεις και την ατμόσφαιρα της παράστασης, ενώ το μισοφωτισμένο πίσω μέρος της σκηνής έπαιξε με την θεατρική ψευδαίσθηση και το θέατρο-μέσα-στο-θέατρο που έστησε ο σκηνοθέτης. Τέλος, η μουσική της παράστασης (Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Κλέων Αντωνίου) άλλοτε συνόδευσε τη δράση και άλλοτε πρωταγωνίστησε σε αυτήν.
Εν κατακλείδι
Ο σκηνοθέτης μετέφερε με επιτυχία στο 2025 ένα κείμενο γραμμένο σε κρητική διάλεκτο και σε στίχο, από τα τέλη του 1500. Απέδειξε ότι τα έργα αυτής της περιόδου δεν έχουν απλώς μουσειακή αξία, αλλά είναι, συχνά, πολύ πιο αιχμηρά κοινωνικά από αρκετά σύγχρονα έργα. Αναβίωσε επίσης σκηνοθετικά με επιτυχία τον κωμικό χαρακτήρα του έργου. Συνολικά, ο Γ. Περλέγκας ανταποκρίθηκε επάξια σε ένα πολύ απαιτητικό έργο, με πολλές και διαφορετικές δυσκολίες. Ας ελπίσουμε ότι θα βρεθούν μιμητές του Γ. Περλέγκα, οι οποίοι θα στραφούν στον πλούτο της πρώιμης και ύστερης νεοελληνικής δραματουργίας επιλέγοντας τόσο καλογραμμένα και ενδιαφέροντα (κοινωνικά και σκηνικά) κείμενα όπως ο Κατσούρμπος του Γ. Χορτάτση.
Photo Credit: Karol Jarek
Διαβάστε επίσης:
Κατσούρμπος, του Γεωργίου Χορτάτση σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στην Πειραιώς 260