«Πάσχα» στα Εβραϊκά σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Το δικό του πέρασμα στην εικαστική ζωή του τόπου σφράγισε με την πρόωρη εκδημία του ο Στέλιος Φαϊτάκης, στις 6 Οκτωβρίου 2023. Ήταν μόλις 47 χρόνων. Από το ξεκίνημά του στην street art, o ζωγράφος υιοθέτησε το στυλιζαρισμένο πλάσιμο της βυζαντινής μορφής και αληθινά μεγάλη τέχνη πρωτοείδε στους τοίχους του Βυζαντινού Μουσείου και στη συλλογή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, στη γενέτειρά του Κρήτη. Δήλωνε «θρησκευτικός ζωγράφος» και παρότι νέος στα χρόνια, είχε συνείδηση πως ήταν κομμάτι μιας μεγάλης παράδοσης, λέγοντας με τόλμη: «Μου αρέσει η ιδέα του να μιλάω μια καλλιτεχνική γλώσσα που έχει βαθιές ρίζες… και στο τέλος της μέρας εξακολουθεί να είναι μία μορφή θρησκευτικής τέχνης που προσωπικά την χρησιμοποιώ γι’ αυτό ακριβώς που είναι, ανεξάρτητα από το θέμα της».

Μια επταμελής ομάδα Ελλήνων δημιουργών, όλοι τους από τη γενιά του Φαϊτάκη, συναντιούνται στη Roma Gallery για να τιμήσουν τον πρόωρα χαμένο ζωγράφο. Το έργο τους στην έκθεση δε συνιστά αποκλειστικά ένα είδος αφιερώματος, αλλά φανερώνει και τις κοινές τους καταβολές, στοιχεία που αντλούν από μία ρίζα: ανεστραμμένη προοπτική, γραµµικές εκτελέσεις και γεωµετρικά µοτίβα, µετωπική διάταξη των µορφών, απουσία τρίτης διάστασης, όλα όσα διδάσκει η βυζαντινή ζωγραφική γλώσσα αναπλάθονται δημιουργικά σε συνθέσεις κοσμικού περιεχομένου. Στόχος λοιπόν είναι να αναδειχθεί ο τρόπος µε τον οποίο καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς, αξιοποίησαν και ενέταξαν στους εικαστικούς τους προβληματισμούς στοιχεία της ζωγραφικής μας παράδοσης.

Οι Κώστας Λάβδας, Μανώλης Μπιτσάκης και Φίκος ζωγράφισαν έργα ειδικά για τον σκοπό της έκθεσης. Ο Λάβδας του αφιερώνει μία μνημειακή σε διάσταση σύνθεση που εδράζεται σε γεωμετρικές φόρμες και απηχεί το πνεύμα του επαναστατημένου ανθρώπου, το ίδιο που ύμνησε κι ο Φαϊτάκης. Ο Μπιτσάκης συναντά τον Φαϊτάκη στο παράδοξο στοιχείο, παραπέμποντας σε εικόνες – οράματα των μυστικών ή σε συναξάρια αγίων, ενώ ο Φίκος τον εξεικονίζει σε μια εικόνα μαχητή με στολή νίντζα μέσα σε χρυσό κάμπο (o Φαϊτάκης αγαπούσε και ασκούνταν συστηματικά στις πολεμικές τέχνες).

Σε άχρονο τοπίο τοποθετεί τις κατακερματισμένες φιγούρες της και η Georgia Fambris που κάνει χρήση του σώματος και το εξιδανικεύει μέσα από ανίερους υπαινιγμούς όπως μια ιερή εικόνα προβάλλει το σώμα ενός μάρτυρα. Εξίσου αυθαίρετα, ο Νίκος Μόσχος αλιεύει από τη χριστιανική εικονογραφία το θέμα του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», αποδίδοντας όχι τη σεπτή μορφή της, αλλά έναν καθημερινό άνθρωπο ως οντότητα ανήμπορη μπροστά σε όσα τον υπερβαίνουν.

Την τέχνη της χαρακτικής αντιπροσωπεύει με τρεις συνθέσεις ο Φώτης Βάρθης, αντλώντας από τη δεξαμενή της παράδοσης. Το στέρεο βυζαντινό σχέδιο που έχει κατακτήσει, δίνει φωνή σε λαϊκά παραμύθια, χωρίς να είναι απονεκρωμένο, ξεκομμένο από τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Στοιχεία της λαϊκής παράδοσης οικειοποιείται και η Ιωάννα Καφίδα ως μέσο για να αφηγηθεί τη δική της «Βαϊοφόρο». Ένα ζωγραφικό εργόχειρο, το οποίο ανήκει στο δίδαγμα μίας τεχνουργίας με λαϊκό χαρακτήρα. Όπως ομολογεί, όσο το ζωγράφιζε έφερνε στο νου της τον λόγο του Κόντογλου: «Η παράδοση λέγεται έτσι επειδή μ’ αυτή παραδίνουνται από γενεά σε γενεά όσα αγάπησε και τίμησε ο άνθρωπος και τα έκαμε ουσία της ζωής του».

Στο σήμερα και στη Roma, ο Φώτης Κόντογλου έχει ισχυρή παρουσία με τη μορφή ενός στρατιωτικού αγίου από την Περίβλεπτο του Μυστρά. Οι εργασίες συντήρησης και καθαρισμού εικόνων που ανέλαβε ο ζωγράφος στην καστροπολιτεία το 1936, έδωσαν τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την προσάρτηση τύπων της βυζαντινής τέχνης στο προσωπικό του ιδίωμα. Όμως ο ζωγράφος δεν έκανε μόνο αγιογραφία. Εξίσου αγαπούσε ταξιδευτές και κουρσάρους και μάλιστα έγραψε βιβλίο γι’ αυτούς με τίτλο «Αδάμαστες Ψυχές». Ο σπουδαίος καλλιτέχνης και στοχαστής ανακάλυψε το κοίτασμα της βυζαντινής ζωγραφικής και τόλμησε κάτι μοναδικό στον καιρό του: να στριμώξει την κοσμικότητα μέσα στα ρούχα της πνευματικότητας, να καθαγιάσει τον πειρατή, τον πολεμιστή, τον δολοφόνο. Από τη συλλογή του Διονύση Φωτόπουλου, κεντρική θέση στην γκαλερί καταλαμβάνει ο «Λουίζος Μαρότος».

Τέτοιοι, όμως, δεν είναι και οι ήρωες του Φαϊτάκη; Ίσως τον πιο επιτυχημένο χαρακτηρισμό συμπυκνώνει ένα άρθρο που του αφιέρωσαν με τίτλο «ο αγιογράφος των οδοφραγμάτων». Στην ελευθερία του θέματος ο Φαϊτάκης είχε μια προσωπική, αλλ’ ουσιαστική θητεία στον Φώτη Κόντογλου, καθώς πρώτος αυτός μετέφερε το βυζαντινό ζωγραφικό σύστημα στην κοσμική του ζωγραφική. Όπως ο Κόντογλου τον περασμένο αιώνα, έτσι κι ο Φαϊτάκης με τις επιλογές του, έστρωσε τον δρόμο ώστε η βυζαντινή τέχνη να εκφραστεί με ποικίλες αναφορές στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Προκειμένου να μιλήσει για την εποχή του, προχώρησε με τόλμη σε επινοήσεις προσωπικού χαρακτήρα, σε διατυπώσεις με pop χαρακτηριστικά, ενταγμένες σε ένα νέο-βυζαντινό ύφος, κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα που θέλει τον καλλιτέχνη να εκφράζεται με ψηφιακά μέσα.

Κι ενώ οι εκθέσεις που έκανε ήταν μετρημένες, η παρουσία του σε διεθνείς Μπιενάλε έβγαλε αποφασιστικά την τέχνη του στο εξωτερικό. Με το παράδειγμά του ο Φαϊτάκης όπλισε με αυτοπεποίθηση τους νέους καλλιτέχνες να επιμείνουν σε μια ζωγραφική που δεν είναι το τρέχον νόμισμα της εποχής.Έτσι, αν και βραχύβιο, το πέρασμα του ζωγράφου στάθηκε καθοριστικό για όλη τη γενιά του. Δεν έχει κλείσει και θα αποτιμηθεί με επάρκεια στο μέλλον.

Ο Φαϊτάκης υπήρξε ένας ιδιότυπος πιστός. Έδειξε καθημερινούς πολίτες ως μακελάρηδες, φωτοστεφανωμένους εξεγερμένους σε μια κόλαση που ανοίγεται στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, με το αίσθημα του ζωγράφου που πιστεύει. Μπορεί η επιστήμη να πορεύεται για αιώνες αδιάφορη προς τις δογματικές επιταγές της θρησκείας, αλλά, στη συνείδηση του ζωγράφου, έγινε η ίδια «δόγμα». Την επιστημονική μονομέρεια εικονογράφησε, τη λατρεία της τεχνολογίας στηλίτευσε. Το πνεύμα του ζωγράφου απηχεί το έργο με τίτλο «Για τη βελτίωση της γεωργίας» που, για πρώτη φορά, παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό (έχει εκτεθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, Απρίλιος-Μάρτιος 2022).

Για τον Φώτη Κόντογλου (1895 – 1965) παραθέτουμε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, αχρονολόγητο και γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο.

Φώτης Κόντογλου, αγιογράφος και συγγραφεύς. Γεννήθηκε στας Κυδωνίας της Μικράς Ασίας, μια επίσημη πολιτεία που είχε και τη φημισμένη Ακαδημία, ανάμεσα στο Αδραμύτι και στην Πέργαμο, απάνω στην ακροθαλασσιά της Αιολίδας. Τα μικρά χρόνια του τα έζησε σ’ ένα νησάκι πού ήτανε κτήμα της οικογενείας του, κ’ έτσι δέθηκε στενά με τη φύση, ιδίως με τη θάλασσα. Γι’ αυτό κ’ ήθελε να γίνει πλοίαρχος. Ακόμα, από μικρός έζησε μέσα στην ποίηση της θρησκείας. Ταξίδεψε κάμποσο στην Ανατολή και στη Δύση, κι έγραψα κάμποσα βιβλία. Το πρώτο ήτανε ο Πέδρο Καζάς. Κατόπι έγραψε τη Βασάντα, Τα Ταξίδια, την Τέχνη του Άθω, Φημισμένοι και Λησμονημένοι, Αρχαίοι άνθρωποι, Ιστορίες και περιστατικά, Ο Θεός Κόνανος, ο Μυστικός Κήπος, Πηγή Ζωής, κ.ά. καθώς και μέγα πλήθος άρθρα ιστορικά, λαογραφικά, περιγραφικά, αγωνιστικά για την παράδοση. Σαν αγιογράφος, αγωνίστηκε σκληρά για να μη χαθεί η εικονογραφική παράδοση, και κατόρθωσε να κάνει μια σπουδαία κίνηση κ’ ένα εργαστήρι, που ζωγράφισε κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία κάμποσες ελληνικές εκκλησιές, εδώ, στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αίγυπτο. Επίσης δούλεψε σαν συντηρητής σε διάφορα μουσεία, όπως στο Βυζαντινό Μουσείο, στο Μουσείο της Κέρκυρας, στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου. Έργα του είναι πλήθος φορητών εικόνων και τοιχογραφιών, εικονογραφιών βιβλίων, μικρογραφιών, σχεδίων διά ψηφιδωτά, διά ξυλόγλυπτα, λιθογραφίες, ξυλογραφίες κ.ά. Τα πλέον επιβλητικά και δημιουργικά είναι οι μεγάλες τοιχογραφίες εκκλησιών, που πολλές από αυτές είναι δουλεμένες με το αρχαίο σύστημα τού φρέσκου. Οι φορητές εικόνες είναι καμωμένες με αυγοχρώματα. Εκτός από τις αγιογραφίες έχει ζωγραφίσει και θέματα κοσμικής ζωγραφικής, αλλά πάντοτε εις το ύφος της βυζαντινής παράδοσης, όπως είναι οι τοιχογραφίες του Δημαρχείου των Αθηνών κ.ά. Τώρα τυπώνεται ένα δίτομο βιβλίο του για τη βυζαντινή αγιογραφία, τεχνικό και εικονογραφικό, που μέσα σ’ αυτό θα υπάρχει η τεχνική και εικονογραφική πείρα πού απέκτησε δουλεύοντας επί χρόνια.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Στέλιος Φαϊτάκης, For the improvement of Cultivation,2021, Μικτή τεχνική σε ξύλο, 150×120 εκ. 2021