Η New Star παρουσιάζει τη Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016 στην Αλκυονίδα το αριστούργημα του Λέων Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη» στην καλύτερη μεταφορά του από τον Σεργκέι Μπονταρτσούκ.

Με την κορυφαία ηθοποιό ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ ΣΑΒΕΛΙΕΒΑ στον ρόλο της καριέρας της.

«Voyna i mir»

Δράμα, Σοβιετική Ένωση, 1966 , 427’

Σκηνοθεσία: Σεργκέι Μπονταρτσούκ

Σενάριο: Σεργκέι Μπονταρτσούκ, Βασίλι Σολοβιόβ

Παίζουν: Λουντμίλα Σαβελιέβα, Βιατσεσλάβ Τικόνωβ, Σερκέι Μπονταρτσούκ

Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσινίκωβ

Λίγα λόγια για την ταινία:

Μέσα από την ιστορία πέντε οικογενειών της αριστοκρατίας αναδύεται το μωσαϊκό της τσαρικής Ρωσίας και με την παραστατική περιγραφή των μαχών και των συρράξεων, ο Τολστόι αφήνει να διαφανούν οι βαθύτερες σκέψεις του για έννοιες όπως ο πατριωτισμός, ο ανθρωπισμός και η ηθική. Οι αποφάσεις των ηγετικών μορφών των στρατιωτικών εξελίξεων, όπως του Ναπολέοντα και του Κουτούζοφ, περνούν σε δεύτερη μοίρα για να αναδειχτεί η αξία της λαϊκής δύναμης και των ικανοτήτων των απλών στρατιωτών της προεπαναστατικής περιόδου.

Η ταινία γυρίζεται σε 4 μέρη. Το 1ο διαρκεί 147’, το δεύτερο 100’, το τρίτο 84’ και το τέταρτο 100’. Ο κεντρικός πρωταγωνιστικός ρόλος, η πριγκίπισσα Νατάσα Ροστόβα, ερμηνεύτηκε από την Λουντμίλα Σαβέλιεβα, η οποία είχε πρόσφατα αποφοιτήσει από την φημισμένη Ακαδημία Ρωσικού Μπαλέτου Βαγκάνοβα. Η Λουντμίλα Γκουρτσένκο, η Αναστάζια Βερτινόσκαγια καθώς και άλλες ηθοποιοί επιθυμούσαν σφόδρα να ερμηνεύσουν  τον ρόλο της Νατάσα Ροστόβα, όμως ο Σ. Μπονταρτσουκ επέλεξε τη νεαρή μπαλαρίνα, η οποία ερμηνεύει τον ρόλο της καριέρας της.

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αναμφισβήτητα μια από τις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία όχι μόνο του Ρωσικού(Σοβιετικού) αλλά και του Παγκόσμιου. Το μυθιστόρημα-ποταμός του Λ.Τολστόι, μετατρέπεται στα χέρια του Σ. Μπόνταρτσουκ (ο οποίος και πρωταγωνιστεί και στην ταινία) σε ταινία-ποταμός.

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Πριν όμως μιλήσουμε για την ταινία του Μπόνταρτσουκ κρίνουμε αναγκαίο να αναφερθούμε στην προϊστορία της ταινίας: Όπως είναι γνωστό το «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ» είναι από τα ογκοδέστερα έργα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αναφέρεται στους Ναπολεόντειους πολέμους και αρχίζει με την μάχη του Άουστερλιτς και την εισβολή των Γάλλων στην Ρωσία και ολοκληρώνεται με την ήττα του Ναπολέοντα. Ωστόσο, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος δεν είναι ούτε ο Ναπολέων, ούτε ο αντίπαλός του, ο στρατηγός Κουτούζοφ. Μέσα από το μυθιστόρημα αναδεικνύονται οι ιστορίες των απλών ανθρώπων, των στρατιωτών, του λαού.

Ένα τόσο ογκώδες μυθιστόρημα ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά έλαβε χώρα το 1915. Είναι μια βωβή ταινία στην οποία παίζει ο Βλαντιμίρ Γκάρντιν, ένας πρωτοπόρος Ρώσος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός(ο οποίος ως ηθοποιός σκηνής ήταν ήδη γνωστός στην προεπαναστατική Ρωσία για τις ερμηνείες του σε έργα Ρώσων κλασσικών). Να σημειώσουμε ότι ο Γκάρντιν ήταν ο ιδρυτής και πρόεδρος της πρώτης κινηματογραφικής σχολής στον κόσμο, της φημισμένης VGIK. Ο Γκάρντιν, το 1947 τιμήθηκε με τον τίτλο του καλλιτέχνη του λαού της ΕΣΣΔ.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο έργο του μεγάλου συνθέτη Σεργκέι Προκόφιεφ «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ»(όπερα), το οποίο γράφτηκε το 1941 και το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στην σκηνή στις 12/6/1946 στο θέατρο Μάλι του Λένινγκραντ. Στην πορεία των χρόνων το έργο αυτό υπέστη διάφορες αλλαγές. Τελικά, μόλις το 2010 παρουσιάστηκε από την Ρίτα ΜακΆλιστερ στη Γλασκώβη, σε συνεργασία με την όπερα της Σκωτίας και το Βασιλικό Ωδείο της Γλασκώβης, η αυθεντική, πρώτη εκδοχή του έργου, η οποία αντιπροσωπεύει την αρχική, πρώτη και συντομότερη γραφή του έργου του έργου του Προκόφιεφ, που έλαβε χώρα το 1941.

Επίσης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το 1956 το «Πόλεμος και Ειρήνη» γυρίστηκε σε ταινία. Η παραγωγή ήταν ιταλοαμερικανική(Σκηνοθέτης: Κινγκ Βίντορ, Πρωταγωνιστές: Ώντρεϋ Χέμπορν, Χένρυ Φόντα, Μελ Φερέρ, Μουσική: Νίνο Ρότα). Η διάρκεια της ταινίας ήταν 3,5 ώρες.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ: ΠΟΙΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ

Εκ πρώτης όψεως το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη» μπορεί να θεωρηθεί ότι ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αντικατοπτρίζει δύο εποχές της ρωσική κοινωνίας: κατά την διάρκεια των πολέμων 1805-1814 και την ειρηνική περίοδο του Ναπολέοντα πριν και μετά τον πόλεμο. Βέβαια, με μια βαθύτερη ανάλυση προκύπτουν επιπλέον νοήματα.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι είναι: «Война и мир». Όταν ο Τολστόι χρησιμοποιεί τη λέξη «MIR», η λέξη αυτή σημαίνει «κοινωνία». Μετά την Επανάσταση(1917) η ρωσική γραφή άλλαξε: το γράμμα I καταργήθηκε και έτσι επικράτησε η λέξη мир(Ειρήνη), καταργώντας παράλληλα και το νόημα του τίτλου του έργου του Τολστόι. Άρα ο πραγματικός τίτλος του Τολστοϊκού έργου είναι «Πόλεμος και Κοινωνία» και όχι «Πόλεμος και Ειρήνη»: Άλλη ήταν η νοηματοδότηση του τίτλου του έργου του μεγάλου Ρώσου κλασσικού και άλλη τελικά είναι αυτή με την οποία το έργο έγινε γνωστό στις νεότερες γενιές μετά το 1917. Άλλη διάσταση σε ένα έργο δίνει ο τίτλος «Πόλεμος και Κοινωνία» και άλλη ο τίτλος «Πόλεμος και Ειρήνη».

Ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι παρόλο που το βιβλίο είναι γραμμένο στην ρωσική γλώσσα, αρκετοί διάλογοι είναι στα γαλλικά. Αυτό επέλεξε να το κάνει ο Τολστόι διότι τα γαλλικά ήταν η γλώσσα της υψηλής κοινωνίας. Αντιθέτως, τα ρωσικά ομιλούνταν περισσότερο από τις κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτό είχε το οξύμωρο αποτέλεσμα, άτομα των υψηλών τάξεων να προσλαμβάνουν Ρώσους δασκάλους ώστε να τους μάθουν ρωσικά!

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ: Η ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟΥ ΡΩΣΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Πολλοί αναλυτές του μυθιστορήματος έχουν φτάσει στο συμπέρασμα πως ο Τολστόι, εκτός από ικανότατος συγγραφέας, είναι και δεινός ‘ψυχολόγος’. Αυτό το γεγονός προκύπτει  από τις βαθύτατες ψυχολογικές αναλύσεις που κάνει για πολλούς από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη» αλλά και όχι μόνο. Παραδείγματος χάριν, οι αναλύσεις του στο εν λόγω μυθιστόρημα για τους στρατηγούς, δείχνουν ξεκάθαρα χαμηλότερες ποιότητες χαρακτήρα και πως προκειμένου να ξεχωρίσουν και να κερδίσουν αναγνώριση, μηχανορραφούν και καταφεύγουν σε δόλιες πράξεις. Επιπλέον, ο φόβος του θανάτου που επίκεινται διαρκώς πάνω από τον κάθε στρατιώτη την ώρα του πολέμου, αποτυπώνεται με τέτοια ένταση ώστε κάνει ακόμα και τον αναγνώστη να μπορεί να ταυτιστεί μαζί του.

Η τεράστια λογοτεχνική ικανότητα του Τολστόι, όμως, δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Μεταδίδει στον αναγνώστη τα συναισθήματα των έντρομων κατοίκων των ρωσικών επαρχιών, που εγκαταλείπουν βιαστικά τα σπίτια τους γιατί από τις περιοχές τους θα περνούσαν οι Γάλλοι εισβολείς, ή τον πόνο των Μοσχοβιτών που αντικρίζουν από μακριά τις φλόγες που ζώνουν την αγαπημένη τους πόλη, που πριν λίγο είχαν εγκαταλείψει αναγκαστικά, ή τις εικόνες  των Γάλλων στρατιωτών που μετά την αποχώρηση τους απ’ τη Μόσχα σέρνονται σ’ εκείνη την ατελείωτη μακρινή πορεία επιστροφής   ανυπόδητοι κι απελπισμένοι μέσα στα χιόνια. Εικόνες πάρα πολλές από έναν πόλεμο που ματώνει τις καρδιές όσων τον έζησαν αλλά και των αναγνωστών που μαγεύονται από τη δύναμη της λογοτεχνικής πένας του Τολστόι. Αυτή είναι εξάλλου και η δύναμη της λογοτεχνίας να προσθέτει τη συγκίνηση του βιώματος στην ψυχρή ορθολογιστική αλλά κι αντικειμενική ματιά της επιστήμης της Ιστοριογραφίας.

Ακόμα, ο Τολστόι καταφέρνει πέρα από το να ερεθίσει τα «μάτια» των αναγνωστών, μέσα από τις αναλυτικότατες οπτικές περιγραφές του, και τα «αυτιά». Για παράδειγμα παρομοιάζει τη συντονισμένη κίνηση της συμμαχικής στρατιάς Αυστριακών- Ρώσων, όταν ξεκινά η μάχη του Αούστερλιτς σαν μια πολεμική μηχανή που εκτελεί το ίδιο συντονισμένες κινήσεις όπως ο μηχανισμός ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού. Και βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ τους, όπως ότι όλα ξεκινούν από ένα κεντρικό μηχανισμό, που στέλνει εντολές-διαταγές στα επιμέρους στοιχεία του μηχανισμού, κι έτσι προωθείται κι απλώνεται η κίνηση σιγά-σιγά σ’ όλα τα μέρη της στρατιάς και του ρολογιού, και κινούνται όλα με ένα ρυθμό αν και είναι περίπλοκα συνδεδεμένα μεταξύ τους, και τελικά όλα τα επιμέρους συντονίζονται για το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Τολστόι εκτός από συγγραφέας θα μπορούσε να θεωρηθεί και στοχαστής. Μέσα από τα έργα του αλλά ειδικότερα μέσα από το «Πόλεμος και Ειρήνη» προκύπτει το συμπέρασμα ότι πιστεύει ότι κινητήριος δύναμη της ιστορικής εξέλιξης δεν είναι τόσο η θέληση του ηγέτη αλλά η θέληση των λαών, οι οποίοι μεταβιβάζουν τη θέληση τους στον ηγέτη, όταν τον επιλέγουν να τους κυβερνήσει ή όταν απλά τον αποδέχονται. Υπάρχει περίπτωση όμως η θέληση του λαού να αλλοιώνεται, όταν ο ηγέτης αποκτά την εξουσία πραξικοπηματικά. Προχωρώντας στη σκέψη περισσότερο, ο Τολστόι διαπιστώνει ότι η ελευθερία της βούλησης ενός λαού περιορίζεται ακόμα από την αναγκαιότητα δηλαδή τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη ζωή. Έτσι οι λαοί νομίζουν ότι επιλέγουν ελεύθερα αλλά οι εναλλακτικές επιλογές που έχουν περιορίζονται κάτω από την αδήριτη ανάγκη που διέπει τη λειτουργία τόσο της κοινωνικής ζωής όσο και της προσωπικής ζωής. Όσο περισσότερο όμως οι άνθρωποι αποκτούν γνώση των νόμων αυτών που διέπουν τη ζωή τους τόσο περισσότερο ελεύθεροι γίνονται, διότι γνωρίζοντας το μηχανισμό αυτών των νομοτελειών, ξέρουν πώς να τον εξουδετερώσουν κι έτσι να  προστατευτούν. Την ελευθερία όμως, συνεχίζει ο Τολστόι, τη βιώνουμε περισσότερο ως συναίσθημα και πολύ λιγότερο ως λογική δηλαδή ως συνείδηση των ορίων της. Αυτή η συνείδηση των ορίων της ελευθερίας μας γεμίζει ευθύνη για τις τυχόν επιλογές μας, διότι μια λανθασμένη επιλογή μπορεί να αποβεί καταστρεπτική για τους εαυτούς μας. Και ο συγγραφέας καταλήγει ότι η Ιστορία είναι συνδυασμός της ελεύθερης κι ανελεύθερης δράσης των ανθρώπων. Η ανάγκη κινεί τον άνθρωπο να δράσει αλλά συγχρόνως ο άνθρωπος έχει και τη δυνατότητα να επιλέξει, ποια δράση θα καλύψει την ανάγκη του. Συνεπώς, ο Τολστόι, αναγνωρίζει την ελευθερία πράξεων του ανθρώπου υπό την προϋπόθεση όμως να γίνονται με υπευθυνότητα και εν πλήρει συνειδήσει. 

«Ο Τολστόι δημιουργεί χωρίς να βιάζεται, όπως η ίδια η ζωή που ξετυλίγεται μπροστά μας. Εφτά φορές ξαναδουλεύει απ’ την αρχή ολόκληρο το βιβλίο του! Κείνο που ξαφνιάζει πιο πολύ σ’ αυτή την τιτάνια δημιουργική εργασία είναι ίσως το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης δεν επιτρέπει ούτε στον εαυτό του ούτε στον αναγνώστη να δώσει τη συμπάθεια του σ’ αυτό ή σε εκείνο από τα πρόσωπα του. Ποτέ δε μας επιδείχνει τους ήρωες του, όπως το κάνει ο Τουργκένιεβ, που δεν αγαπάει άλλωστε, μέσα σ’ ένα φωτισμό από βεγγαλικά ή στην αστραψιά του μαγνησίου, ποτέ δεν αναζητά γι’ αυτούς πλεονεκτική πόζα. Δεν κρύβει τίποτα και δεν αποσιωπά τίποτα. Τον ανήσυχο ερευνητή της αλήθειας, Πιερ, μας τον δείχνει στο τέλος του έργου με την όψη ενός οικογενειάρχη ήσυχου και ευχαριστημένου. Τη μικρή Νατάσα Ροστόβ, τόσο συγκινητική στη σχεδόν παιδιάστικη ευαισθησία της, τη μεταμορφώνει, χωρίς τον παραμικρό οίκτο, σε περιορισμένη γυναικούλα, με τα χέρια γεμάτα βρώμικες φασκιές. Μα ίσα ίσα αυτή η παθιασμένη προσοχή για όλα τα απομονωμένα μέρη είναι που δημιουργεί το ισχυρό πάθος του συνόλου. Μπορεί να πει κανείς γι’ αυτό το έργο πως είναι ολότελα διαπερασμένο από αισθητικό πανθεϊσμό, που δε γνωρίζει ούτε ομορφιά ούτε ασκήμια, ούτε μεγαλοσύνη ούτε μικρότητα, γιατί γι’ αυτόν μόνο η ζωή, γενικά, είναι μεγάλη κι όμορφη, μέσα στην αιώνια διαδοχή των ποικίλων εκδηλώσεων της. Αυτή είναι η αληθινή αγροτική αισθητική, ανελέητα συντηρητική από τη φύση της και η οποία φέρνει κοντά το επικό έργο του Τολστόι με την Πεντάτευχο και την Ιλιάδα.

Δυο κατοπινές απόπειρες του Τολστόι να τοποθετήσει τους αγαπητούς του ψυχολογικούς τύπους στο πλαίσιο του παρελθόντος και ιδίως στην εποχή του Πέτρου Ι και των δεκεμβριστών, ναυαγήσαν εξαιτίας της εχθρότητας του ποιητή απέναντι στις ξένες επιδράσεις που δίνουν στις δυο αυτές εποχές τόσο καθαρό χαρακτήρα. Ακόμα και κει όπου ο Τολστόι πλησιάζει περισσότερο στην εποχή μας, όπως στην Άννα Καρένινα (1873), μένει ολότελα ξένος στην αναταραχή που έχει εισχωρήσει στην κοινωνία και, ανελέητα πιστός στον καλλιτεχνικό συντηρητισμό του, περιορίζει το άνοιγμα του πετάγματος του και το μόνο που ξεχωρίζει μέσα στη μάζα της ρωσικής ζωής είναι οι φεουδαλικές οάσεις που έμειναν άθιχτες, με τον παλιό χωροδεσποτικό πύργο τους τα πορτραίτα των προγόνων και τις όμορφες δεντροστοιχίες των φλαμουριών που στη σκιά τους ξετυλίγεται, από γενιά σε γενιά, ο αιώνιος κύκλος της γέννησης, της ζωής και του θανάτου.

Ο Τολστόι περιγράφει την πνευματική ζωή των ηρώων του το ίδιο όπως και τον τρόπο της διαβίωσης τους: ήρεμα, αβίαστα, χωρίς να επισπεύδει την εσωτερική ροή των αισθημάτων τους, των σκέψεων τους και των συζητήσεων τους. Δε βιάζεται ποτέ και δε φτάνει ποτέ πάρα πολύ αργά. Κρατάει στα χέρια του τα νήματα όπου είναι δεμένη η τύχη μεγάλου αριθμού προσώπων και δε χάνει από τα μάτια του κανένα απ’ αυτά. Ίδιος άγρυπνος κι ακούραστος αφέντης κρατάει μέσα στο κεφάλι του μια τέλεια λογιστική όλων των τμημάτων της τεραστίας περιούσιας του. Θα ‘λεγες πως περιορίζεται μόνο να παρατηρεί και πως είναι η Φύση που κάνει όλη τη δουλειά. Ρίχνει το σπόρο στο χωράφι και περιμένει ήσυχα, σαν φρόνιμος καλλιεργητής, να πεταχτεί το κοτσάνι και το στάχυ έξω από το χώμα, από μια φυσική διεργασία. Θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς πως είναι ένας δαιμόνιος Καρατάγιεβ με τη βουβή εγκαρτέρησή του απέναντι στους φυσικούς νόμους. Δε θα βάλει ποτέ το χέρι πάνω στο βλαστάρι για να ξεδιπλώσει βίαια τα φύλλα του. Περιμένει ώσπου να τα ξεδιπλώσει μόνο του, κάτω από την επενέργεια της ηλιακής θερμότητας. Γιατί μισεί βαθιά την αισθητική των μεγαλουπόλεων που, από απληστία που καταβροχθίζει η ίδια τον εαυτό της, βιάζει και τυραννάει τη Φύση, ζητώντας απ’ αυτήν μόνο εκχυλίσματα και αποστάγματα και γυρεύοντας πάνω στην παλέτα, με δάχτυλο σπασμωδικό, χρώματα που δεν υπάρχουνε στο ηλιακό φάσμα

Η γλώσσα του Τολστόι είναι όπως η ίδια η μεγαλοφυΐα του: γαλήνια, σοβαρή, λακωνική, αν και χωρίς να φτάνει στην τσιγγουνιά, νευρωτική, καμιά φορά μάλιστα βαριά και τραχιά, πάντα όμως απλή και ασύγκριτη στο αποτέλεσμα της. Ξεχωρίζει τόσο απ’ το λυρικό, παιχνιδιάρικο, λαμπερό και ωραιόπαθο στυλ του Τουργκένιεβ, όσο και από το ρογχαστικό, ασθματικό και απότομο ύφος του Ντοστογιέβσκι.

Στις αρχές των χρόνων ’60, όταν η Ρωσία καταποντίστηκε κάτω από το κύμα των νέων ιδεών. Από άποψη ψυχολογική και ηθική ήταν λοιπόν ολότελα σχηματισμένος. Δεν είναι ανάγκη να πούμε εδώ ότι ο Τολστόι δεν υπήρξε ποτέ υπερασπιστής της δουλοπαροικίας όπως ήταν ο στενός φίλος του Φετ (Σένσιν) αριστοκράτης και λεπτός λυρικός που μέσα στην ψυχή του η αγάπη της Φύσης ήξερε να γειτονεύει με τη λατρεία του βούρδουλα. Το σίγουρο είναι ότι ο Τολστόι δοκίμαζε βαθύ μίσος για τους καινούργιους όρους που πήγαιναν να αντικαταστήσουν τους παλιούς: «Προσωπικά, έγραφε στα 1861, δε διαπιστώνω γύρω μου καμιά εξημέρωση των ηθών και δεν το κρίνω απαραίτητο να πιστεύω στο λόγο εκείνων που λένε το αντίθετο. Δε μου φαίνεται, λόγου χάρη, ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους βιομήχανους και τους εργάτες είναι πιο ανθρώπινες απ’ ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους ευγενείς και τους δουλοπάροικους».

Η αναταραχή και το χάος παντού και σ’ όλα, η παρακμή της παλιάς ευγένειας, η παρακμή της αγροτιάς, η γενική σύγχυση, οι στάχτες και ο κουρνιαχτός της καταστροφής, η σύγχυση και η αντάρα της πολιτικής ζωής, η ταβέρνα και το τσιγάρο στο χωριό, το χυδαίο τραγούδι του εργάτη της φάμπρικας στη θέση του ευγενικού λαϊκού τραγουδιού, όλα αυτά τον αποκάρδιωναν σαν αριστοκράτη μαζί και σαν καλλιτέχνη. Να γιατί αποστράφηκε ηθικά κείνο το τρομακτικό προτσέσο και του αρνήθηκε μια για πάντα την επιδοκιμασία του σαν καλλιτέχνης. Δεν είχε ανάγκη να ποζάρει για υπερασπιστής της δουλοπαροικίας για νάναι ολόψυχα οπαδός της επιστροφής σε κείνους τους κοινωνικούς όρους όπου έβλεπε τη σοφή απλότητα κι έβρισκε την καλλιτεχνική τελείωση. Εκεί η ζωή αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, από αιώνα σε αιώνα μέσα σε μια διαρκή ακινησία και βασιλεύει παντοδύναμη η άγια αναγκαιότητα. Όλες οι πράξεις της ζωής καθορίζονται εκεί από τον ήλιο, τη βροχή, τον αγέρα, τη βλάστηση. Μέσα σ’ αυτή την τάξη πραγμάτων δεν υπάρχει θέση για το λογικό ή την προσωπική θέληση και κατά συνέπεια ούτε και για την προσωπική ευθύνη. Τα πάντα εκεί είναι κανονισμένα, δικαιωμένα, εξαγιασμένα από τα πριν. Χωρίς καμιά ξέχωρη ευθύνη μήτε θέληση, ο άνθρωπος ζει εκεί απλά μέσα στην υπακοή, λέει ο αξιόλογος ποιητής της Δύναμης της Γης, Γκλιέμπ Ουσπένσκι και ίσα – ίσα αυτή η διαρκής υπακοή, μεταμορφωμένη σε διαρκείς προσπάθειες, αποτελεί όλη τη ζωή, η οποία δεν οδηγεί, φαινομενικά, σε κανένα αποτέλεσμα, μα έχει ωστόσο μέσα της το αποτέλεσμα της… Και –να το θαύμα!– αυτή η δουλική εξάρτηση, δίχως σκέψη και δίχως εκλογή, δίχως πλάνες και, κατά συνέπεια, δίχως τύψεις, είναι ίσα – ίσα κείνο που δημιουργεί την ηθική «ευκολία» της ύπαρξης κάτω από τη σκληρή κηδεμονία των «σταχυών της σίκαλης». Ο Μικούλα Σελυάνοβιτς, ο χωριάτης ήρωας του παλιού λαϊκού θρύλου, λέει για τον εαυτό του: «Η μάνα Γη μ’ αγαπάει». Πρόκειται για το θρησκευτικό μύθο του «ρωσικού ναροντνιτσέστβο», του λαϊκισμού, που εξουσίασε για μακριές δεκαετίες την ψυχή της ρωσικής «ιντελλιγκέντσιας». Ολότελα αντίπαλος αυτών των ριζοσπαστικών τάσεων, ο Τολστόϊ έμεινε πάντα πιστός στον εαυτό του και μέσα στους κόλπους του «ναροντνιτσέστβο» αντιπροσώπευε την αριστοκρατική συντηρητική πτέρυγα. Για να μπορεί λοιπόν να ζωγραφίσει καλλιτεχνικά τη ρωσική ζωή, τέτοια που την γνώριζε, την καταλάβαινε και την αγαπούσε, ο Τολστόϊ έπρεπε να καταφύγει στο παρελθόν, στις απαρχές του 19ου αιώνα. Το Πόλεμος και Ειρήνη (1867-1869) είναι μ’ αυτή την έννοια το καλύτερο έργο του, που έμεινε αξεπέραστο.»

Η ΤΑΙΝΙΑ – ΣΤΑΘΜΟΣ, Ο ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΜΠΟΝΤΑΡΤΣΟΥΚ ΚΑΙ Η ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ ΣΑΒΕΛΕΒΑ ΣΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΗΣ

Η ταινία γυρίζεται σε 4 μέρη. Το 1ο διαρκεί 147’, το δεύτερο 100’, το τρίτο 84’ και το τέταρτο 100’. Ο κεντρικός πρωταγωνιστικός ρόλος, η πριγκίπισσα Νατάσα Ροστόβα, ερμηνεύτηκε από την Λουντμίλα Σαβέλεβα, η οποία είχε πρόσφατα αποφοιτήσει από την φημισμένη Ακαδημία Ρωσικού Μπαλέτου Βαγκάνοβα. Η Λουντμίλα Γκουρτσένκο, η Αναστάζια Βερτινόσκαγια καθώς και άλλες ηθοποιοί επιθυμούσαν σφόδρα να ερμηνεύσουν  τον ρόλο της Νατάσα Ροστόβα, όμως ο Σ. Μπονταρτσουκ επέλεξε τη νεαρή μπαλαρίνα, η οποία ερμηνεύει τον ρόλο της καριέρας της.

Η ταινία του Κινγκ Βίντορ « Πόλεμος και Ειρήνη» προβλήθηκε στην ΕΣΣΔ το 1959. Γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, καθώς 31,5 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες παρακολούθησαν την ταινία, η οποία αναφέρεται στην ρωσική ιστορία(εισβολή του Ναπολέοντα στην Ρωσία το 1812). Καθώς πλησίαζε η 150η επέτειος(1962) από την εισβολή των Γάλλων, σε μια εποχή όπου η διπολική αναμέτρηση ΕΣΣΔ-ΗΠΑ ήταν κυρίαρχη σύγκρουση του πλανήτη, η Σοβιετική Υπουργός Πολιτισμού Φούρτσεβα, αναπτύσσει την ιδέα του γυρίσματος μιας ταινίας που θα βασιζόταν στο μυθιστόρημα του Λ.Τολστόι. Λίγο αργότερα, σε μια ανοιχτή επιστολή η οποία δημοσιεύτηκε στον Τύπο, υπογεγραμμένη από σοβιετικούς σκηνοθέτες, διακυρήχθηκε ότι «Είναι ζήτημα τιμής για τον σοβιετικό κινηματογράφο να κάνει μια ταινία, η οποία θα ξεπεράσει την αμερικανο-ιταλική παραγωγή και σε καλλιτεχνική αξία, και σε αυθεντικότητα». Αυτή η παραγωγή θα είναι η σοβιετική απάντηση στην ταινία του Βίντορ. Αρκετοί σοβιετικοί καλλιτέχνες  επιθύμησαν να γυρίσουν την ταινία. Ανάμεσα σε αυτούς οι Σ.Γκερασίμοφ και Μ.Ρομ. Τελικά επιλέχθηκε ο Σεργκέι Μπόνταρτσουκ.

Η προβολή της ταινίας «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ» από τη NEW STAR, συμπίπτει με την συμπλήρωση 100 ετών από την πρώτη μεταφορά του έργου του Τολστόι στον κινηματογράφο.