Τα «Εξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες» είναι ένα… ανάλαφρα σκληρό έργο. Είναι η ιστορία της Λίλυ, μιας εβδομηνταεξάχρονης γυναίκας που απευθύνεται σε μια σχολή χορού και ζητάει να της στείλουν έναν δάσκαλο  στο σπίτι της για να της διδάξει σύγχρονους χορούς. Ξεκινάει έτσι μία σχέση ανάμεσα στη Λίλυ και τον κατα πολύ νεότερό της Μάικλ, η οποία περνάει από πολλές φάσεις: Στην αρχή (αλλά κι αργότερα) οι δυο τους συγκρούονται, ύστερα συμφιλιώνονται, έρχονται πιο κοντά, ανακαλύπτουν ότι δεν είναι τόσο διαφορετικοί όσο μοιάζουν στην αρχή, για να φτάσουν σιγά-σιγά να αποκαλύψουν ο ένας στον άλλον κρυφές πτυχές της ζωής τους, λύπες κι αδιέξοδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο παίχτηκε με τόση επιτυχία σε τόσες σκηνές σε όλο τον κόσμο. Ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Αλφιέρι γνωρίζει πολύ καλά τα δύο  πρόσωπα του έργου του, δίνοντάς τους ανθρώπινη, πειστική υπόσταση, και χτίζοντας ανάμεσά τους μια σχέση ολοζώντανη, αναγνωρίσιμη, με πολύ χιούμορ αλλά και βάθος. 

Το έργο συνδυάζει χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας κομεντί – γρήγορος διάλογος, καθημερινή, ρέουσα γλώσσα- με πιο δραματικούς, ανθρώπινους τόνους, όταν τα πρόσωπα αποφασίζουν να μιλήσουν για καθοριστικά γεγονότα της ζωής τους, για τη μοναξιά τους, για τις τραυματικές αναμνήσεις τους, τις απώλειες και τις  ενοχές τους.

Ο ρόλος που παίζω εγώ, ο Μάικλ Μινέτι, είναι ένας σαρανταπεντάχρονος πρώην χορευτής, που λόγω του δύσκολου χαρακτήρα του δεν τα κατάφερε και σπουδαία στο επάγγελμά του κι αναγκάστηκε να γίνει δάσκαλος χορού για να κερδίζει τη ζωή του. Ταυτόχρονα κουβαλάει και μια αρκετά δύσκολη ερωτική ζωή, όντας ομοφυλόφιλος σε μια κοινωνία που στιγματίζει και στοχοποιεί την διαφορετικότητα. Αρχικά καχύποπτος απέναντι στη Λίλυ, που μοιάζει πιο συγκρατημένη και συντηρητική από εκείνον, σταδιακά βρίσκει σ’ αυτήν μια φίλη, έναν άνθρωπο στον οποίο μπορεί να μιλήσει πιο ελεύθερα, βλέποντας πως δεν είναι ο μόνος που έχει πονέσει στη ζωή του και πως τα φαινόμενα απατούν: Η Λίλυ αποδεικνύεται ευφυής, ευαίσθητη και διεισδυτική.

Στο έργο, αλλά και στην παράσταση, παίζει σημαντικό ρόλο ο χορός. Σε καθεμία απο τις εφτά σκηνές του, τα πρόσωπα χορεύουν κι από έναν χορό: Σουίνγκ, Ταγκό, Βαλς, Τσάρλεστον, Τσα-τσα, σύγχρονο χορό και Μπλουζ. Οι δύο χαρακτήρες δηλαδή, επικοινωνούν μιλώντας αλλά και χορεύοντας. Μέσα από την κίνηση και τον ρυθμό καταρρίπτονται τείχη, άμυνες, κι ο Μάικλ με τη Λίλυ βρίσκουν έναν πιο αυθεντικό, ευθύ εαυτό, απαλλαγμένο όσο γίνεται από βάρη και καθωσπρεπισμούς.

Στην αρχή των προβών αναρωτηθήκαμε, μελετώντας και συζητώντας πάνω στο κείμενο μήπως κάποια από τα θέματά του (ο κοινωνικός ρατσισμός, ο συντηρητισμός) έχουν κάπως πια ξεπεραστεί. Ο Μάικλ, για παράδειγμα, θορυβείται όταν στην αρχή του έργου μαθαίνει ότι η Λίλυ είναι παντρεμένη με έναν άντρα από τη Νότια Καρολίνα. Η πολιτεία αυτή, χρωματισμένη στο έργο ως μια συντηρητική, οπισθοδρομική περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, δυστυχώς επιβεβαιώνει και στις μέρες μας αυτά της τα γνωρίσματα: Εν έτει 2025 στη Καρολίνα η θανατική ποινή δεν έχει καταργηθεί. Ο Μάικλ σε πολλές στιγμές στρέφεται εναντίον των ακροδεξιών ή των νεοναζί  κατηγορώντας τους για τις ρατσιστικές τους διαθέσεις κι επιθέσεις απέναντι στους έγχρωμους ή στους γκέι. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον έντυπο ή τον ηλεκτρονικό τύπο για να διαπιστώσουμε πόσο σύγχρονο είναι το κείμενο του Αλφιέρι.

Photo Credit: Γιώργος Καπλανίδης

Διαβάστε επίσης:

Έξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες, του Ρίτσαρντ Αλφιέρι σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια στο Πτι Παλαί