Ο Παναΐτ Ιστράτι ανήκει σε εκείνη τη γενιά των λογοτεχνών που πάσχισαν με την γραφή τους όχι να γίνουν διάσημοι ή να αποκτήσουν περιουσία από τα γραπτά τους αλλά περιουσία τους αποτελούσαν τα γραπτά τους και η ζωή τους η ίδια, μια ζωή που τους ενέπνευσε μέσα από τις πολλαπλές της δυσκολίες να γράψουν για να λυτρωθούν. Είναι μια περίπτωση συγγραφέα που άνετα θα την εντάσσαμε στους καταραμένους συγγραφείς, όχι μόνο για το γεγονός πως πέθανε νωρίς από την νόσο που τόσους έστειλε στον άλλο κόσμο, τη φυματίωση, αλλά και για το γεγονός πως είχε πολύ περισσότερους εχθρούς παρά φίλους. Στο τέλος δε της ζωής του έμεινε σχεδόν μόνος να παλεύει άρρωστος ων με τα θηρία και να αποδείξει πως το ταλέντο του και η αφηγηματική του δεξιοτεχνία άξιζαν πολύ περισσότερο από τα βέλη που του εξαπέλυαν οι προηγουμένως «φίλοι» του. Είναι σαφές, μέσα από την εξαιρετική περιγραφή των γεγονότων από τον Κώστα Ακρίβο που έδωσε την ψυχή του για μια ακόμα φορά σε ένα βιβλίο τόσο μεστό και εμπνευσμένο, πως ένα τέτοιο τέλος δεν άξιζε στον Ιστράτι, δεν θα άξιζε σε κανέναν άνθρωπο, πόσο μάλλον σε έναν συγγραφέα τόσο ξεχωριστό, τόσο μοναδικό, τόσο διαμαντένιο.

Ένας συγγραφέας πένης και ανέστιος, ρημαγμένος μα ψυχικά τόσο εμπνευσμένος

Ο Καζαντζάκης, ο Ρομέν Ρολάν, ο Μαγιακόφσκι, ο Γκόρκι ήταν μόνο μερικές προσωπικότητες με τις οποίες έτυχε να συνευρεθεί στη ζωή του, μα όλοι δυστυχώς του γύρισαν την πλάτη και τον αποκήρυξαν ουσιαστικά λόγω των πολιτικών απόψεών του, απόψεις που για εκείνη την εποχή αποτελούσαν κόκκινο πανί όπως και το χρώμα του κομμουνισμού. Δεν μπορεί κανείς να αδικήσει και να κρίνει τον Ιστράτι για τις θέσεις του και τις πολιτικές του αντιλήψεις σε μια εποχή όπου ο Στάλιν είχε αρχίσει να εδραιώνεται και η μπολσεβίκικη προπαγάνδα είχε απλώσει τα δίχτυα της έπειτα από την πολύ πετυχημένη Οκτωβριανή επανάσταση. Πολλές από τις προσωπικότητες και φυσιογνωμίες εκείνου του καιρού από όλους τους χώρους είχαν ουσιαστικά προσχωρήσει και ενστερνιστεί αυτές τις απόψεις καθώς ο κόσμος άλλαζε δραματικά και με μαθηματική ακρίβεια εν μέσω πολέμου και αστάθειας. Ο Ιστράτι ακολουθώντας την εποχή του είδε στον μπολσεβικισμό και αργότερα στον σταλινισμό ένα αποκούμπι και ένα απάγκιο.

Πέρα από αυτά όμως, ο Ιστράτι πέρασε δια πυρός και σιδήρου για να μπορέσει έστω να ορθοποδήσει μερικώς και να επιζήσει ουσιαστικά γιατί ποτέ δεν είχε οικονομική άνεση και πολλές φορές μάλιστα βρέθηκε στα πρόθυρα της απόλυτης ανέχειας και φτώχειας μην έχοντας πού να κοιμηθεί και πώς να πληρώσει το φαγητό του, ειδικά στα πρώτα χρόνια. Στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ξαποστάσει και εκδιώχθηκε κακήν κακώς σαν παράσιτο από τους κύκλους της εποχής με τον Καζαντζάκη να είναι στην αρχή θερμός μαζί του και να του γράφει συνεχώς αλλά στην πορεία να αποξενώνεται φοβούμενος ίσως πως θα ταυτιστεί με τον αριστερό Ιστράτι από τον εγχώριο κύκλο του κόσμου της εποχής και άρα θα στιγματιστεί.

Για την Ελλάδα θα γράψει σχετικά κάποια λόγια, πικρά και επώδυνα για τον ίδιο αλλά είναι αληθινά και από καρδιάς: «Άφησα πίσω μου εκεί βάσανα που θα έβρισκαν θέση αντάξιά τους μόνο σε ένα μεγάλο έπος. Γιατί να μιλάμε για πολιτισμό, όταν στα πόδια της Ακρόπολης, άνθρωποι ρίχνονται σε ξερονήσια που δεν κατοικούνται παρά από κάποιους εξαθλιωμένους βοσκούς που έχουν διαταγή να αφήνουν εξόριστους να λιμοκτονούν; Γιατί να μιλάμε για επιστήμη, για έλεος, για βοήθεια προς αρρώστους όταν η «Σωτηρία» δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια σειρά από θαλάμους θανάτου όπου εκατοντάδες άρρωστοι σε όλα τα στάδια της φυματίωσης παλεύουν με τη βροχή και το κρύο, τρώνε χειρότερα απ’ ό,τι έφαγαν ποτέ γουρούνια, ουρλιάζουν μάταια την απελπισία τους και περιμένουν θρηνητικά την ώρα της υπέρτατης σωτηρίας; Πώς λοιπόν να μη θέλει κανείς να κάψει αυτόν τον κόσμο και να προσπαθήσει να πλάσει έναν καλύτερο;».

Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Ιστράτι υπήρξε αδέσμευτος, ελεύθερος, ανεξάρτητος, μάχιμος και μόνος και αυτό το πέτυχε καθώς πλήρωσε ακριβά το τίμημα της αφοσίωσής του σε έναν σκοπό, αυτόν της Σοβιετικής Ρωσίας στην οποία τόσο πολύ πίστευε. Τα κείμενά του και τα μυθιστορήματά του περιγράφουν τον απλό κόσμο και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, τις κοινωνικές ανισότητες αλλά και τον μόχθο του ανθρώπου της εποχής του να σταθεί στα πόδια του και να επιβιώσει σε έναν δύσκολο κόσμο. Εμπνέεται από την παρατηρητικότητά του σαν άλλος ιμπρεσιονιστής που έχει για εργαστήριό του την ίδια την κοινωνία από την οποία αντλεί τις εμπνευσμένες ιστορίες του. Ο Ιστράτι πάλεψε μέχρι το τέλος της ζωής του παρά τις συκοφαντίες στο πρόσωπό του, οι οποίες υπήρξαν πάρα πολλές και τόσο άδικες. Και όμως όπως αναφέρει ο Ακρίβος στάθηκε όρθιος, δεν λύγισε παρά την αρρώστια και δεν κράτησε κακία σε κανέναν, σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ που υπήρξε μπροστά από την εποχή του και δεν καταλάβαινε τους λόγους αυτής της κακεντρέχειας απέναντί του.

«Όταν στο Παρίσι ο γιατρός Ρότζερ Νταλιμιέρ, ψάχνοντας να βρει στο χέρι του ένα σημείο για να του βάλει τη βελόνα, θα του πει: Στη ζωή μου σαν γιατρός, δεν έχω δει ποτέ έναν άνθρωπο τόσο αδύνατο και ταυτόχρονα με τόση δύναμη ζωής μέσα του! Τι σε κάνει, Παναΐτ, να ζεις τόσο έντονα; ο Ιστράτι θα του δώσει την απάντηση: Το όνειρο, γιατρέ! Με την προϋπόθεση να μην ονειρεύεσαι μοναχός σου, αλλά μαζί με κάποιον άλλον, άντρα ή γυναίκα, που να σε αγαπάει». Δυστυχώς, ο Ιστράτι δεν αγαπήθηκε όσο μισήθηκε, έφυγε με μια μελαγχολία, με ένα παράπονο και με ένα γιατί απέναντι στην μοχθηρία που δέχτηκε όσο ζούσε. Το έργο του ωστόσο, έστω και αργά, αναγνωρίστηκε από τον Τζορτζ Όργουελ, ο οποίος στο πρόσωπό του είδε με διορατικότητα έναν σπουδαίο συγγραφέα με πολιτικό θάρρος. Ο Ρολάν Μπαρτ από την πλευρά του θα γράψει για τον Παναΐτ Ιστράτι πως «ένας συγγραφέας που θέλω να διαβάζω ξανά και ξανά είστε εσείς, ο Παναΐτ Ιστράτι. Κρατώ στη μνήμη μου την εικόνα μιας αφήγησης γνήσιας μαγείας και εξωτισμού, τροφοδοτημένης με ένα είδος τρυφερότητας, που μου άφησε μια αίσθηση ευφορίας».

«Μ’ ένα ξεροκόμματο στην τσέπη, πλανιόμουν κάτω από την Ακρόπολη. Κανένας δεν με ήξαιρε τότες…»

Διαβάστε επίσης:

Κώστας Ακρίβος – «Όνομα πατρός: Δούναβης»: Μυθιστορηματική βιογραφία για τον Παναΐτ Ιστράτι