Πάνε χρόνια που επισκέφθηκα την Εθνική Πινακοθήκη και ήρθα κατά μέτωπο με το ζωγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου, με αυτή την βυζαντινότροπη τεχνική του και θαύμασα την αγάπη του για την παράδοση, μια παράδοση που τη διατήρησε ευλαβικά με ό,τι και αν καταπιάστηκε. Ο Κόντογλου, Μικρασιάτης στην καταγωγή, αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από τον τόπο του και να έρθει στην Ελλάδα. Είχε μέσα του αυτή την αστείρευτη αγάπη για τις ρίζες και τον τόπο του, στοιχεία τα οποία ο αναγνώστης έχει τη μοναδική ικανότητα να βρίσκει και στα γραπτά του, τα υπέροχα γραπτά του, φροντισμένα, πολλά από αυτά τώρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Είναι πολλά τα γραπτά του καθώς ο Κόντογλου υπήρξε πολυγραφότατος. Εδώ βρισκόμαστε αγκαλιά και συντροφιά με ένα βιβλίο ύμνο για τον τόπο του, έναν τόπο ευλογημένο μα και αιματοβαμμένο σαν όλη τη Μικρά Ασία.

Η συγκεκριμένη έκδοση είναι πλούσια σε εικονογράφηση, με υπέροχες εικόνες που παραπέμπουν σε εκδόσεις άλλων εποχών που δυστυχώς έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Είναι σχέδια και ζωγραφιές φιλοτεχνημένες από το χέρι του, με μεράκι και συναίσθημα και για αυτό αυτή η έκδοση έχει κάτι από τη μυρωδιά εκείνων των βιβλίων και μοιάζει να έρχεται από ένα όμορφο παρελθόν. Ο λόγος του Κόντογλου έχει κάτι από εκείνη την αθωότητα που διέκρινε τις κοινωνίες των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα. Περιγραφές μιας ξεχασμένης από τον χρόνο πατρίδας, μιας πατρίδας στο έλεος των Νεότουρκων για να θέσουμε και το ιστορικό πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Η πατρίδα του Κόντογλου βάλλεται και εκεί συμβαίνουν σημεία και τέρατα, γίνεται η αφορμή για ένα πεδίο συγκλονιστικών γεγονότων με αποκορύφωμα τη Μικρασιάτικη καταστροφή, την οποία τιμούμε φέτος έναν αιώνα μετά, μια καταστροφή που έβαλε τέλος και ταφόπλακα στα όνειρα για μια ήρεμη και ειρηνική ζωή.

Μοναδικός και παθιασμένος εραστής του τόπου του και των ανθρώπων

Η θρησκεία, το αρχαίο και ένδοξο παρελθόν, η θάλασσα καθώς και η διαχρονική ελληνική γλώσσα είναι τα εργαλεία της αφήγησής του, το προπύργιο των αναφορών του Κόντογλου σε μια προσπάθεια αναδρομής στις ιστορίες των ανθρώπων όπως για παράδειγμα ο Καπετάν Ρόγκος ή ο Αλέξης, ο Τσομπάνης. Είναι αυτές οι μορφές που γεμίζουν με συναίσθημα, με χαρά αλλά κα λύπη τα όσα ο ίδιος θέλει να μας αφηγηθεί. Η ντοπιολαλιά του έντονη μα συνάμα και αυθεντική σε μια χώρα που εκατό χρόνια μετά παλεύει να τη σώσει από τους εγχώριους αδιάφορους ομιλητές της. Οι σκηνές που καταγράφει θυμίζουν τις τοιχογραφίες του επίσης πολύ σπουδαίου Θεόφιλου Χατζιμηχαήλ, του ζωγράφου δηλαδή που στα έργα του απεικόνισε το ελληνικό στοιχείο, έτσι όπως κανείς δεν το είχε καταφέρει έως τότε και έτσι όπως κανείς δεν θα το κατάφερνε ποτέ ξανά.

«Το περίσσευμα της καρδιάς κοιτάζει ο Χριστός, που φανερώνει τη βαθύτερη ουσία του κάθε ανθρώπου. Συγχωρά τις αμαρτίες που κάθουνται απάνω στην ψυχή όπως η σκουριά απάνω στο σίδερο, και που φεύγει με το τρίψιμο, με τη μετάνοια. Μα δε συγχωρά την ψυχή που την έχει φάγει από το θεμέλιό της η αμαρτία, που είναι σκουριασμένη και σαπισμένη ολότελα, και καταστάθηκε αμετανόητη» γράφει στην ιστορία με τίτλο «Αθώοι φονιάδες και κακούργοι άνθρωποι» εκεί όπου μιλάει ανοιχτά για τον χαρακτήρα των ανθρώπων που έχασαν την ηθικότητά τους και την ίδια τους την πίστη σε αξίες και σε αρχές, θολωμένοι από το χρήμα. Ο κόσμος που παρουσιάζεται είναι για εκείνον χαλασμένος από τους καιρούς και όπως εμείς αναφερόμαστε σήμερα σε όσα έχουν συμβεί έτσι και εκείνος παίρνει την αφορμή για να σχολιάσει τα όσα συμβαίνουν.

Οι Τούρκοι είναι βεβαίως κύριο θέμα αναφοράς και πώς να γινόταν διαφορετικά αφού τα εδάφη είναι υπό οθωμανική κατοχή και ο μικρασιατικός πληθυσμός πληρώνει ακριβό φόρο αίματος. Είναι ένας συνεχής και βαρύς ζυγός που πλήττει την καθημερινότητα των ανθρώπων που παλεύουν να ζήσουν με τα λίγα, άνθρωποι απλοί και φτωχοί, άνθρωποι του μόχθου που ζουν υπό το φόβο και το μίσος. Δεν είναι διόλου τυχαίο το παράδειγμα του Γιώργη, του νέου αυτού που όντας μικρός αλλαξοπίστησε λόγω άγνοιας μα στην πορεία προσπαθούσε να ξεπλύνει την ντροπή και τον πόνο ψυχής που ένιωθε μέσα του. Τελικά το παλικάρι αυτό έγινε και πάλι χριστιανός και δεν λύγισε πια, δεν δίστασε να τα βάλει με τον κατακτητή και να αρνηθεί το όνομά που του είχαν δώσει οι Τούρκοι. Μαρτύρησε και αυτός όπως τόσοι άλλοι Έλληνες και στο τέλος έγινε άγιος, «Ο Άγιος Γιώργης ο Χιοπολίτης».

Ο Κόντογλου «παρασύρεται», θυμάται και χτίζει με δεξιοτεχνία ένα ηρωικό μοιρολόι για όσα χάθηκαν, για όσα είναι κτήμα της ιστορίας. Δεμένος στο άρμα μιας ζωής που έμεινε χαμένη στις μνήμες, μας ταξιδεύει με ένα μελαγχολικό τραγούδι που εκπέμπει όλο τον παλμό της εσωτερικής του φωνής και είναι εκείνο που τον καλεί να μην ξεχάσει. Έτσι δεν έχει άλλο τρόπο παρά να γεμίσει τα χαρτιά του με ιστορίες λησμονιάς και νοσταλγίας, ιστορίες γεμάτες φως γιατί γνωρίζει πως το Αϊβαλί που δεν θα ξαναδεί είναι πάντα μέσα του και το φυλάει σαν κόρη οφθαλμού βαθιά μέσα στην ψυχή του. Και είναι κάτι που οφείλει τόσο σε εκείνον όσο και στην οικογένειά του, στον ίδιο του τον τόπο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“…οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές”.
“Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μονάχα σ’ αυτή πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός”.

Διαβάστε επίσης:

Το Αϊβαλί η πατρίδα μου: Συλλογή διηγημάτων από τον Φώτη Κόντογλου σε νέα, μονοτονική έκδοση