Μέσα από αυτόν τον χειμαρρώδη διάλογο, περιδιαβαίνουμε τα τοπία υλοποιημένης επιθυμίας μαζί με τον δημιουργό τους και ρέκτη του ζωγραφικού Υψηλού, τον δημοφιλή τραγουδοποιό Λουδοβίκο των Ανωγείων, στην έκθεση του ‘Όταν ο Δρόμος Ονειρεύεται Ουρανό’ στον Χώρο Τέχνης δ. στο Βόλο, ερευνώντας τη διαδικασία απόσταξης καθαρού συναισθήματος όχι μόνο επάνω σε χορδές αλλά και σε καμβάδες.

***

– Είναι μία πρόκληση για μένα να παίρνω συνέντευξη από έναν άνθρωπο που δεν είναι μόνο εικαστικός ή μουσικός αλλά συνολικός ποιητής, ένας homo universalis. Μέσα από τα έργα της έκθεσης σου στη γκαλερί δ στο Βόλο γινόμαστε δέκτες μιας υπερχειλίζουσας ποιητικότητας. Στα εγκαίνια μας μίλησες για την άνοδο του ανθρώπου μέσα από την ανάσα και το βήμα. Είναι αυτό η ίδια η ζωή, είναι αυτό η ίδια η τέχνη; Και εν τέλει βλέπεις τη ζωή ως συνολικό έργο τέχνης;

Καταρχήν απολαμβάνω αυτήν την εκφραστική γλώσσα. Η τέχνη της ζωής είναι μία τέχνη ναι. Ο δρόμος ο οποίος θα μας ανυψώσει. Και είναι πάντα ανηφορικός.

– Πράγματι, εκεί που κατακτάς τη μία κορυφή εμφανίζονται άλλες δέκα!

Ναι! Ο δρόμος ανοίγεται με ανάσες, που αλλάζουν ρυθμό, και βήματα. Αν η φύση μας ήθελε να μην ανοίγουμε δρόμους, να μην ακολουθούμε μονοπάτια, να μην περπατάμε, θα μας έκανε δέντρα.

– Αέναοι πλάνητες του ζητούμενου λοιπόν…

Ακριβώς. Η πρόταση της φύσης λοιπόν είναι ότι σου έδωσε τη δυνατότητα με τα πόδια να φύγεις. Οφείλουμε μία πτήση στον εαυτό μας, έστω μία, αυτή που θα υπερβούμε τα όρια μας, και θα βγούμε πέρα από αυτά. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Ποτέ μια κατηφόρα δεν πάει σε μια κορυφή. Ο Οδυσσέας ανηφόρες στα κύματα περπάτησε. Δεν γίνεται να πας στα σπουδαία τυχαία. Έχοντας τον Ψηλορείτη στα μάτια μου, και τα τοπία του που εναλλάσσονται με τις εποχές, μέσα από αυτό το κάδρο προσπαθώ να εκφράσω τις ιδέες μου. Άλλοτε είναι το σύννεφο που κατεβαίνει, συχνά σαν έκπτωτο σύννεφο πέφτει η ομίχλη, κι εμείς λέμε ότι το χωριό μας ανεβαίνει στους ουρανούς. Εκεί μέσα λοιπόν διαδραματίζονται όλα. Οι δρόμοι των βοσκών, τα παλιά σπίτια, τα μιτάτα τα πέτρινα, που τα διακρίνεις μόνο αν τα πλησιάσεις, τα αγγίξεις…

– Σαν να βρίσκεσαι σε μία διαρκή ταλάντωση σε γη και ουρανό. Αυτό που είναι και ο άνθρωπος δηλαδή, που άνω θρώσκει.

Όταν βρίσκεσαι στον Ψηλορείτη, ανεβοκατεβαίνεις πραγματικά. Ξέροντας ότι η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο, αποζητάς να τη βιώσεις και να την καταπιείς όσο γίνεται. Με το φως και τα σκοτάδια της. Έχω συνείδηση ότι δεν υπάρχει το καλό και το κακό, το ένα αναδεικνύει το άλλο, δεν θα είχαμε ποτέ τα άστρα αν δεν είχαμε μαύρο ουρανό. Και τα δύο τα παίρνεις σαν μία αξία και αν κάνεις τέχνη τα χρησιμοποιείς. Εξελίσσοντας μουσικά τον εαυτό μου κατέληξα ότι όταν σταματήσει να σε συγκινεί η ομορφιά όπως και να σε διδάσκει η ασχήμια, έχεις πεθάνει και δεν το ξέρεις. Και ξέρω ότι η ομορφιά μας διεκδικεί. Και όταν μας συναντήσει μας ζητά να τη διαδώσουμε. Έτσι μας ξεχρεώνει. Μας χρεώνει την ανακάλυψη της και μας ξεχρεώνει όταν τη διηγηθούμε. Όταν τη βλέπω δεν είμαι σεμνός να το κρατώ εντός μου, θέλω να το εκφράσω και προς τα έξω. Όταν αγγίζω θέλω να αγγίζω στη μέση, εκεί που το οκτώ του σώματος ενώνει. Τα ταμπού όμως της καθημερινότητας μας θέλουν ξερούς. Εγώ το ξεπέρασα αυτό. Θέλω να είμαι εκεί και να αποδίδω την Ωραιότητα όπως την εισπράττω. Γιατί της το οφείλω. Αν η μουσική και η ζωγραφική είναι δυο τέχνες που με διδάσκουν αυτό, οφείλω να το εκφράσω. Αυτό κάνω.

– Τόσο φως στα έργα σου! Τι είναι για σένα το φως; Γιατί τα έργα σου, ενώ έχουν σχεδόν μία μονοχρωματική παλέτα, εκπέμπουν φως.

Είχα μια μεγάλη συναυλία κάποτε, και η μητέρα μου που δεν είχε έρθει και με έβλεπε από την τηλεόραση μου λέει Γιώργη μου, από τη χαρά μου δεν ήξερα τι να κάνω και άναψα όλα τα φώτα! Το φως πάντοτε διεκδικεί την παρουσία σου. Ξέρουμε έτσι κι αλλιώς ότι είμαστε ότι αποφασίσει το φως. Κλείνεις τα μάτια και χάνεται η ύπαρξη. Το φως είναι ο βασιλιάς. Τα επεισόδια του ουρανού, ο ουρανός με τις ανάγκες του κατεβάζει τα σύννεφα, οργανώνει τον εαυτό του. Δεν είναι ένα άδειο πράγμα πάντα. Ο ήλιος από πάνω διεκδικεί το πέρασμα. Μας διδάσκει ότι κάποια στιγμή θα βρει ένα άνοιγμα να περάσει. Όπως κι εμείς θα βρούμε το άνοιγμα. Το φως λοιπόν έρχεται πάντα από ψηλά. Υπαινίσσεται το που πρέπει να πάμε εμείς και μας το δείχνει από τη θέση του. Το αναπνέεις το φως. Βλέπεις ένα φως που χτυπάει ένα μάρμαρο. Και γυρίζει πίσω και νομίζεις ότι αναπνέεις τη σκόνη του μαρμάρου. Τόσο ωραίο είναι.

– Μας γυρίζεις πίσω στα αρχέγονα… Τα λόγια σου όπως και τα έργα σου είναι αυτό που συχνά αναφέρουμε στη σύγχρονη τέχνη ως εμβυθιστικά. Όταν μιλάμε νιώθω να βουτάω σε μια μεγάλη πλατιά θάλασσα, όπως μου συμβαίνει με το έργο σου ειδικά στην αποτύπωση των νεφών. Πώς ρίχνεις αυτό το δίχτυ στο θεατή και τον ρουφάς μέσα στο έργο;

Θα σου πάρω εγώ συνέντευξη γιατί το δίχτυ το ρίχνεις εσύ Φαίη! Κοίταξε, τη ζωγραφική αυτή όπου χρησιμοποιώ παστέλ, την κάνω με τα δάχτυλα. Έχω μία μεγάλη παλέτα/καβαλέτο τρεισήμισι μέτρα.

– Πώς τα χρησιμοποιείς; Τα παστέλ είναι μεν μαλακά αλλά δεν είναι ρευστά. Πώς αιχμαλωτίζεις αυτήν τη διαρκή ροή των νεφελωμάτων; Τι κάνεις; Βάφεις τα ακροδάχτυλα σου, ακροπατάς στον αιθέρα;

Το ξηρό παστέλ είναι σκόνη πιεσμένη σαν βαρύ χώμα. Εγώ στο καβαλέτο το μακρύ, παίρνω τα παστέλ και τα ξύνω και φτιάχνω ένα κλαβιέ πιάνου με 10-15 χρώματα. Μετά βάζω τα δάχτυλα μου από πάνω και ξεκινώ τη σύνθεση.

– Ούτε μουσικός να ήσουν!

Προσπαθώ! Θέλω να ανακαλύψω όλες τις δυνατότητες όλων των μέσων!

– Είναι θέμα αρμονίας όπως η μουσική;

Ναι! Δεν πρέπει να υπάρχει καμία γραμμή να χωρίζει ή να ενώνει. Το ένα χρώμα κλέβει από το άλλο, μπαίνει μέσα στο άλλο, ζωντανεύει, και κινείται όταν το τρίβεις. Το χάδι του χεριού πάνω στα δύο χρώματα τα οικειοποιεί, τα κάνει να αγαπιούνται. Το τρίβω λοιπόν και φεύγει το σύννεφο από το χαρτί και ανοίγει το μπλε. Ή κατεβαίνει η ομίχλη στο βουνό. Αυτό το τρίψιμο με βοηθά στη σύνθεση, πλάθει τους όγκους και είναι ο τρόπος μου. Ο Degas το αγαπούσε αυτό το σχεδόν χωμάτινο υλικό. Και αν είναι αναγκαίο, ακολουθούν οι λεπτομέρειες με τη χρήση παστέλ μολυβιών.

– Σε ένα από τα έργα φαίνεται ότι χρησιμοποιείς την τεχνική του frottage με μεγάλο εκφραστικό αποτέλεσμα, σαν να φεγγίζει από μέσα η γεωγραφία της πέτρας.

Σε εκείνο το έργο πέρασα το παστέλ πάνω από το χαρτί, το οποίο έχει ήδη τις δικές του αναγλυφίες και βγήκαν από μέσα του, ανάλογα την πίεση που εξασκούσα, τα όρη και οι κοιλάδες του, υιοθετώντας την υφή της πέτρας.

– Είσαι τρομερά απτικός. Όπως και το ότι μας παίρνεις από το χέρι και μας πηγαίνεις να αφουγκραστούμε ψιθύρους και θροϊσματα, να γευτούμε στα χείλη την πρωινή ομίχλη, να μυρίσουμε το βρόχινο νερό στο χώμα. Στο έργο σου δραματουργούν όλες οι αισθήσεις, μαζί, σε έναν ατελεύτητο χορό συναισθησίας.

Όμορφη λέξη!

– …Και ταυτόχρονα όλα μοιάζουν αποϋλοποιημένα, σαν αχλή, σαν θάμβος. Άλλο ένα δίπολο που ενυπάρχει στον πυρήνα των εικόνων σου.

Έχει ενδιαφέρον αυτά που βλέπετε εσείς στα έργα. Ένα είναι σίγουρο, ότι κοιτάζω με τα μάτια και την καρδιά μου μέσα στο έργο, κι όποτε νιώθω ευχαριστημένος το αφήνω.

– Τα έργα σου αποπνέουν το Υψηλό του Ρομαντισμού στα τέλη του 18ου αιώνα. Ήταν η αίσθηση που βίωνε ο άνθρωπος καθώς αντιλαμβανόταν την μικροσκοπική του παρουσία μα και τη μοναδικότητα του μπροστά σε μια φύση ανταριασμένη και αδυσώπητη, η οποία καθώς τον μαστίγωνε στο πρόσωπο του προκαλούσε μία αμφίρροπη συναισθηματική κατάσταση δέους και τρόμου. Έτσι το είχε αποτυπώσει και η ποίηση της εποχής, ο Μίλτον, ο Κόλεριτζ. Κι εσύ ως ποιητής λειτουργείς. Σκέφτομαι ότι τα έργα σου θα μπορούσαν να διανθίσουν ανάλογες ποιητικές συλλογές. Θεωρείς εαυτόν συνεχιστή αυτής της παράδοσης;

Πιθανώς. Θα μπορούσα επίσης να αναφερθώ στον Τέρνερ ως ο ζωγράφος των νεφελωμάτων που με εμπνέει.

– Ναι είναι εμφανές. Όπως και ο Κόντσαμπλ.

Σωστά, όπως αγαπώ όμως πολύ και τον Ιμπρεσιονισμό.

– Εννοείς σε θέλγει η πρώτη επίκρουση των φυσικών φαινομένων στον αμφιβληστροειδή που όπου στροβιλίζεται και το συναίσθημα;

Ναι αν και η ζωγραφική συνήθως δεν σε ρωτά τι θα κάνεις. Δεν είναι μόνο μια διανοητική λειτουργία η τέχνη.

– Μίλησε μου για την Ύπαρξη μέσα από τον Έρωτα και τον Θάνατο.

Εκεί ανάβουν οι φωτιές οι μεγάλες. Χωρίς αυτά τα δύο, μηδέν. Έρωτας που δεν σε σκλαβώνει, δεν είναι έρωτας. Αλλά κι αγάπη που δεν σε ελευθερώνει δεν είναι αγάπη. Σε αυτούς τους δύο πόλους κινούμαστε. Ο έρωτας συγγενεύει με το θάνατο διότι είναι άφοβος. Πέφτει με τα μούτρα. Και ευτυχώς η φύση του έδωσε τη δυνατότητα να υπερβαίνει το νου. Στον έρωτα ακυρώνεται ο νους. Η δυνατότητα του έρωτα να αντιλαμβάνεται το ωραίο με προσωπικό τρόπο, να μην υπακούει στα δεδομένα που κυριαρχούν και στα μοντέλα κάθε εποχής, είναι θεία εντολή. Και ο άνθρωπος έρχεται στη γη έτοιμος και για τον έρωτα και για το θάνατο. Αυτό φαίνεται στο θρήνο. Όταν χάνεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο, δεν νοιάζεσαι για τίποτε άλλο παρά να αφεθείς μέσα στον κρατήρα του συναισθήματος.

– Πότε ένιωσες το δαίμονα της τέχνης να σου ψιθυρίζει στο αυτί για πρώτη φορά;

Ήμουν 8 χρονών όταν ζωγράφισα με ένα μολύβι το πρόσωπο μου μέσα από τον καθρέπτη σε ένα χάρτινο πιάτο με μπορντούρα κόκκινη. Ο πατέρας μου το είδε και μου είπε ότι όντως μοιάζω στη ζωγραφιά. Σαν μικρό παιδί χάρηκα το θαυμασμό στα λόγια του, κι αυτό με πήγε παρακάτω με την τέχνη. Χωρίς το ψέμα, με ειλικρίνεια. Όπως ένα παιδάκι κάποτε σε ένα σχολείο όπου είχα πάει για να παίξω και μου ψέλλισε όλο αγνότητα ‘θείε Λουδοβίκο, πήρες μερικά γράμματα από τα λουλούδια και τα έβαλες στο όνομα σου;;’ Σκέψου αυτό το παιδάκι, που είναι γεννημένος ποιητής, αν το ενισχύσουν από το σπίτι του πόσο θα προχωρήσει.

– Μιας που μιλάς για ποιητές… Μίλησε μας για τη σχέση σου με το Βαγγέλη Παπαθανασίου που αφιερώνεις την έκθεση στη μνήμη του.

Γνωριστήκαμε πριν 20 χρόνια. Μας γνώρισε ο Σμαραγδής και μας ένωσε το κοινό χιούμορ. Με την ευφυία του μπορούσε να καταλάβει και να γελάσει με τις κρητικές μου ιστορίες. Όμως εγώ ήρθα από την Κρήτη ως θρηνωδός. Θρήνος, αυτή η ανθισμένη στιγμή της απώλειας, την τραγούδησα για πρώτη φορά στη δισκογραφική δουλειά με τον Χατζιδάκι. Ήταν μοιρολόγια των γυναικών της Κρήτης. Δημιούργησα μελωδίες πολύ κοντά στον τρόπο που τα τραγουδούσαν. Ο Χατζιδάκις τα άκουσε και με έβαλε να τα παίξω στο στούντιο. Θυμάμαι που έβαλα μία χαρτοπετσέτα στο όργανο για να βγαίνει πιο γλυκός ο ήχος. Έκαναν επιτυχία γιατί τουλάχιστον στην Κρήτη δεν είχε παίξει ποτέ άντρας με μαντολίνο θρηνητικά τραγούδια για να μεταφέρει αυτό το συναίσθημα. Ο στίχος έχει μαζί του και τη θηλυκότητα. Και τραγουδιέται ακριβώς πάνω στη γραμμή του απέριττου. Αυτά λοιπόν τα παρουσιάσαμε κάποια στιγμή και με τη Βενετσάνου που τραγουδούσε Ρίτσο κι εγώ μοιρολόγια, και τότε ήρθε ο Βαγγέλης να ακούσει. Με συμπάθησε γιατί είχα επιλέξει μία δύσκολη κατεύθυνση που είχε το θρήνο μέσα. Γιατί ας μην το ξεχνάμε, όποιος σοβαρά ασχολείται με τις τέχνες, πιο πολύ ακουμπάει στη μελαγχολία.

– Αυτό είχα στο μυαλό μου όταν σε ρώτησα για τον Ρομαντισμό…

Έτσι μας ένωσε ο θρήνος αλλά και το γέλιο, κι ο θαυμασμός μου για αυτόν τον άνδρα που ήταν σαν αθώο παιδί χωρίς ψέμματα, μια ευγενής ψυχή. Έλεγε, θυμάμαι, ότι η φύση μας διδάσκει το απαραίτητο κι οι άνθρωποι το περιττό. Αυτός με παρότρυνε με τη ζωγραφική γιατί και αυτός ζωγράφιζε πολύ, έκανε τεράστια έργα, και κάποια στιγμή στο εργαστήριο του, του ζωγράφισα κάτι και του άρεσε, πριν 7 χρόνια, και άρχισε να μου στέλνει μεγάλα πακέτα με χαρτιά και χρώματα.

– Πόσο όμορφα μας τον ξαναθύμισες… Γιατί αλήθεια χρησιμοποιείς μαύρα πασπαρτού;

Για να εστιάζουμε στα έργα. Όπως όταν κοιτάμε τα αστέρια μέσα στο μαύρο ουρανό.

– Μου άρεσε πολύ η φράση σου ότι ακροβατείς στο σύνορο του απέριττου. Έτσι συμβαίνει με τη δική σου κοσμοθεωρία μα και περιπέτεια με τη ζωή και την τέχνη;

Ναι αυτό συμβαίνει. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τη ζωή. Και μόνο το ότι υπάρχω, νιώθω ότι οφείλω. Μπορώ να ζω με ένα μπουκάλι γάλα και ένα ψωμί κάθε μέρα.

– Είναι και η Κρήτη μέσα σε αυτό; Ένας τρόπος ζωής που έχεις μάθει και σε έχει σμιλεύσει; Σε μας μοιάζει σαν μία κουλτούρα που συνδυάζει το λιτό, το απέριττο, αλλά ταυτόχρονα την σκληρότητα και την κοφτερότητα. Δεν το συναντάμε αλλού τόσο έντονα, πλην ίσως της Ιαπωνίας. Μίλησε μας για το αίσθημα της ‘Κρητικότητας’.

Λένε ότι οι Κρητικοί είναι τραχείς άνθρωποι. Πίστεψε με, όλο αυτό είναι ένα προπέτασμα καπνού να κρύψουν την ευαισθησία τους. Έχω δει σε μοιρολόι άνδρες να καταρρέουν και να εκτίθενται. Ναι ίσως είναι τοπικιστές γιατί το νησί ήταν πάντα ένα φτερό στον άνεμο και ο καθένας περνούσε από εκεί. Επομένως χρειαζόσουν μια ισχυρή προσωπικότητα για να ανταπεξέλθεις. Στην αρχαιότητα όμως η Κρήτη ονομαζόταν Μητρίδα και όχι πατρίδα.

– Σωστά! ‘Ηταν ένας πρωτο-φεμινιστικός πολιτισμός. Οι θεότητες ήταν θηλυκές. Δεν υπήρχε μιλιταριστική κοινωνία. Η Μινωική τέχνη είναι μία από τις αρτιότερες και ανώτερες αισθητικά και υφολογικά, περιόδους της παγκόσμιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Πόσο συχνά πηγαίνεις στο Μουσείο Ηρακλείου;

Συνέχεια! Δεν μπορείς να είσαι εκεί και να μην πας. Δεν φεύγεις από εκεί. Κοίτα Φαίη, οι άνθρωποι του τόπου μου ζουν τις στιγμές του κάνοντας διαρκώς έξοδο εαυτού. Ποίημα είναι όλο αυτό. Ακόμα θυμάμαι μια φορά που ο πατέρας μου πάνω στο θυμό του, αλλά χωρίς βιαιότητα, περισσότερο σε μία προσπάθεια να εκφραστεί, πέταξε το τραπέζι στον αέρα. Ακόμα το βλέπω να αιωρείται. Και αναπολώ τη φευγαλέα αστραπή στο βλέμμα του.

– Μοιάζει να ενυπάρχει στον ορισμό της αρχαίας τραγωδίας, το να βγαίνεις από τον εαυτό σου. Δι ελέου και φόβου περαίνουσα… Το κάνεις αυτό με την τέχνη; Βγαίνεις ‘εκτός εαυτού’;

Δεν μπορώ να το γνωρίζω αν μου συμβαίνει. Ζωγραφίζω πάντα όρθιος το οποίο είναι πολύ επίπονο και δοκιμάζει τις αντοχές μου.

– Ζωγραφίζεις από μνήμης ή en plain air όπως οι Ιμπρεσιονιστές;

Τα τοπία του Ψηλορείτη μου είναι οικεία, τα περπατώ διαρκώς, βγάζω φωτογραφίες, και τα δουλεύω στο εργαστήριο, ενώ πρόσφατα μετακινήθηκα σε χώρο με παράθυρο προς το βουνό να δω πώς θα με επηρεάζει το φυσικό φως που θα μπαίνει από εκεί. Ο ουρανός όμως με κοιτά και με κοροϊδεύει. Εγώ, μου λέει, κάνω χίλια τέτοια το λεπτό!

– Κάνεις προσωπογραφίες; Ή μάλλον τοπία προσώπων; Και κατά πού σκέφτεσαι ότι θα τραβήξουν τα παστέλ σου;

Έκανα μία έκθεση στην Κρήτη με του Ψαραντώνη τη μορφή, αποδίδοντας διάφορες προσωπικότητες όπως ο Ντοστογιέφκι, ο Καπετάν Μιχάλης και άλλους. Σε ένα χρόνο στην γκαλερί Genesis θα παρουσιάσω ‘προσωπογραφίες οικείων αντικειμένων.’

– Όπως στη ζωγραφική του Σεζάν που η ιερή καθημερινότητα νιώθουμε να μας τυλίγει.

Ακριβώς. Βλέπεις μία λάμπα. Με αυτή τη λάμπα δίπλα κάποιος γεννήθηκε, κάποιος περπάτησε, κάποιος διάβασε και κάποιος ερωτεύτηκε, και κάποιον υπο-φώτισε. Έχουν μία προσωπική ιστορία τα αντικείμενα. που μας υπερβαίνει. Της κάνεις το πορτρέτο και μέσα από αυτό μας συστήνεται: ‘Είμαι η λάμπα και αυτή είναι η ιστορία μου’.

– Πάλι αυτή η διαφάνεια, το άυλο να φεγγίζει μέσα από το γυαλί της λάμπας! Πώς καταφέρνεις και το αδράχνεις, με ξεπερνά. Είσαι ο καλλιτέχνης της αιώρησης. Και είσαι σχεδόν αυτοδίδακτος;

Ήμουν για δύο χρόνια στην ΑΣΚΤ δίπλα στον Κοκκινίδη ως ακροατής.

– Κοιτάζοντας τα έργα με τα καθημερινά αντικείμενα, με συνεπαίρνει ο μνημειακός χαρακτήρας τους, σαν ένα είδος αντι-μνημείων τα ίδια. Μόνο που τα σημερινά καταναλωτικά αντικείμενα φτιάχνονται για να κρατούν λίγο, ενώ αυτά τα έργα φαντάζουν διαχρονικά, και λειτουργούν σαν φωτεινοί σηματοδότες της Ιστορίας του ανθρώπου.

Έτσι συμβαίνει δυστυχώς με την εποχή μας.

– Εσύ όμως αντιστέκεσαι. Και δημιουργείς ένα Φεστιβάλ για τον Έρωτα! Θα ήθελα να μου μιλήσεις για το φεστιβάλ των Υακίνθειων- φαντάζει σχεδόν παγανιστικό.

Σχεδόν. Δεν καταλαβαίνω γιατί εορτάζουμε τον Άγιο Βαλεντίνο. Δεν είναι δυνατόν εμείς εδώ όπου δημιουργήθηκε η θεότητα του Έρωτα να έχουμε Άγιο του Πυροβολικού και όχι του Έρωτα! Μίλησα λοιπόν με τον Μητροπολίτη και τον ρώτησα ‘πείτε μου, αν ο έρωτας δεν είναι θεϊκή επίσκεψη τότε τι είναι; Όταν θες να σμίξεις δύο ζωές, αυτό δεν είναι θαύμα;’ Ε και ενθουσιάστηκε, και μου λέει ‘θα το εγκαινιάσω κιόλας’! Και ήρθε και ο Πατριάρχης που τρέχουν τα μάτια του με τα μοιρολόγια μου, μαγεύτηκε κι αυτός και το καθιέρωσε.

– Είναι δηλαδή θρησκευτικό φεστιβάλ;

Όχι εγώ είχα στο μυαλό μου να γίνει ένα φεστιβάλ όλων των τεχνών που εκπορεύονται από τον έρωτα, είτε θέατρο, είτε μουσική ή τέχνη. Κάθε χρόνο έχει μία θεματική, με αφιερώματα σε μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Χατζιδάκις, και φέτος θα έχει την τιμητική του το χιούμορ των Ανωγείων. Τίτλος: “Η τέχνη του γέλιου με αγνά υλικά-Μια φορά ένας Ανωγειανός…’ Τα Υακίνθεια τελούνται στα Ανώγεια κάθε τέλος Ιουλίου.

– Ας γυρίσουμε στην αλήθεια του Έρωτα μια μέρα λοιπόν. Λουδοβίκε των Ανωγείων, είσαι ένας Δον Κιχώτης, του απαραίτητου ταξιδιού της ζωής ως τέχνη.

Σας ευχαριστώ

Διαβάστε επίσης:

Λουδοβίκος των Ανωγείων – Όταν ο δρόμος ονειρεύεται ουρανό: Έκθεση στον Χώρο Τέχνης δ