Η μεγάλη ιδέα αποτέλεσε την εποχή της επινόησής της από τους τότε πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες το απόλυτο όνειρο, αυτό της επέκτασης του ελληνικού κράτους που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Επρόκειτο βέβαια για ένα όραμα σχεδόν ουτοπικό, δεν είχε κανέναν σχεδιασμό αλλά ήταν εμπνευσμένο και εμποτισμένο από την μακραίωνη επιθυμία ο ελληνικός κόσμος να αποκτήσει κατά κάποιον τρόπο την αρχαία του αίγλη και να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την ανακατάληψη των χαμένων εδαφών, της λησμονημένης Ελλάδας που τόσα χρόνια υπέφερε από ξένη δύναμη κατοχής. Δυστυχώς όμως αυτή η λαχτάρα που ήταν εν μέρει δικαιολογημένη και εύλογη και ήταν ένας διακαής πόθος όλων των απανταχού Ελλήνων δεν είχε από πίσω της καμία οργάνωση, καμία διεθνή στήριξη, είχε απεναντίας το μίσος των Νεότουρκων, την αφέλεια των Ελλήνων επικεφαλής και την παγίδα που προκάλεσε η Μικρασιατική εκστρατεία με την καταστροφή της Σμύρνης και τα θλιβερά παραλειπόμενά της.

Η περίπτωση ενός αινιγματικού προσώπου, του Σαούλ Καλογιάννη

Αυτή η μεγάλη ιδέα ήταν τελικά ένας δρόμος απατηλός, τραχύς, ένα χαμένο στοίχημα για τον ελληνικό στρατό και για τον κόσμο που είχε οραματιστεί την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών όπως ήταν τότε το σύνθημα και η ελπίδα. Οι πληθυσμοί στην Μικρά Ασία περίμεναν χρόνια ολόκληρα να δουν μια ελληνική διοίκηση όμως δεν περίμεναν με τίποτα να ζήσουν τον διωγμό και την σφαγή που επακολούθησε. Το μυθιστόρημα του Μπεραμπέρ είναι ένα σπουδαίο μωσαϊκό και ψηφιδωτό γεγονότων, ένα ξεχωριστό πάζλ συμβάντων που αξίζει να αναλυθούν γιατί μας κάνει κοινωνούς ενός πλαισίου ιστορικού ιδιαίτερα επιβαρυμένου και πολύ συγκινησιακά φορτισμένου. Αγγίζει ανοιχτές πληγές έναν αιώνα μετά τις δραματικές εκείνες εξελίξεις, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και βγαίνουν από μέσα άνεμοι που μας παρασέρνουν σε ένα ταξίδι με την μηχανή του χρόνου για να ξαναζήσουμε το παρελθόν και να δούμε με άλλη ματιά το παρόν και το μέλλον.

“…έτσι είναι οι άνθρωποι. Σκάψε τον λάκκο. Γέμισε τον λάκκο. Ξανασκάψε. Είναι ευτυχισμένοι και λένε μεταξύ τους, εντάξει, αυτό είναι φυσικό. Και αν τους βαραίνει αυτή η μάσκα δίχως χαρακτηριστικά που επέλεξαν να φορούν, λένε ο ένας στον άλλο, νά, ότι απλώς του βαραίνει το πετσί τους”. Ο Μπεραμπέρ δεν γράφει απλά ένα μυθιστόρημα, στοχάζεται και μέσα από τα λόγια του αναδύεται ποιητικότητα, λυρισμός, μυθοπλασία και η τέχνη του να παντρεύεις γεγονότα, ιστορία και λογοτεχνία. Με λίγα λόγια, επιχειρεί ένα επικό κατόρθωμα και το καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία, με αφορμή το πρόσωπο του Σαούλ Καλογιάννη, πρωταγωνιστή εκείνης της δύσκολης περιόδου. Ενώπιόν μας, εμείς ως θεατές και εκείνος ως σκηνοθέτης, ξεδιπλώνει το κουβάρι των αναμνήσεων πενήντα χρόνια μετά, ένα κουβάρι πικρίας, μελαγχολίας, νοσταλγίας, μνήμης για την χαμένη πατρίδα. Δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα με την στενή έννοια του όρου, είναι μία σύγχρονη “Οδύσσεια” που μας ταξιδεύει μέσα στην ιστορία και την ψυχολογία χαρακτήρων, εκείνων των ανθρώπων που περιγράφουν τον Καλογιάννη ο καθένας υπό το δικό του πρίσμα.

Ο Μπεραμπέρ είναι χείμαρρος στον λόγο του, δεν διστάζει να γράψει σκληρά και καθόλου ωραιοποιημένα, δημιουργεί ένα δικό του πλέγμα αφήγησης και με αυτό πορεύεται σαγηνεύοντας τον αναγνώστη που μεθάει από το άρωμα της αφήγησης αυτής. Το πετυχαίνει με σοφία παρά το νεαρό της ηλικίας του, με δεξιοτεχνία, με σεβασμό αλλά και ευφυΐα και προσφέρει την ιστορία σαν να την έχει ζήσει ο ίδιος και έχοντας εμείς οι αναγνώστες κατά νου πως τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία αν δεν έχεις διαβάσει πριν. Ο Πικάσο έλεγε η έμπνευση υπάρχει αλλά πρέπει να σε βρει να δουλεύεις και ο Μπεραμπέρ φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει δουλέψει πολύ για να ολοκληρώσει ένα τέτοιο πολυδιάστατο έργο. Και βέβαια αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στην μεταφράστρια Αλεξάνδρα Κωσταράκου που απέδωσε στα ελληνικά με τέτοια αμεσότητα το μυθιστόρημα αυτό.

Αναμφισβήτητα, η αφήγησή του είναι πραγματικά τόσο ζωντανή, τόσο δυνατή, τόσο πραγματική που είναι σαν γροθιά στο στομάχι και σαν παραμύθι ταυτόχρονα, είναι ένα πανόραμα ψυχανάλυσης υπό μια έννοια καθώς αναζητά μέσω του αφηγητή του την αλήθεια γύρω από το πολυσχιδές πρόσωπο του Σαούλ Καλογιάννη. Τελικά ποιο είναι αυτό το αινιγματικό πρόσωπο για το οποίο τόσα γράφονται και τόσα λέγονται, ποιος ήταν ο ρόλος του σε αυτή την δραματική συγκυρία και σε τι συνέβαλε ή δεν συνέβαλε τελικά; Η προσωπικότητά του μοιάζει με έναν γρίφο που αναζητά την λύση του και με μια σχεδία σαν αυτή του Οδυσσέα που κανείς δεν γνωρίζει το πού θα καταλήξει, ένα ερώτημα πλανάται πάνω από το πρόσωπό του. Ο συγγραφέας με τις γνώσεις του και τις αναφορές του σε πρόσωπα, με τις αλληγορίες που εύστοχα χρησιμοποιεί και τους πολλούς συμβολισμούς προσδίδει στο μυθιστόρημα όλα εκείνα τα στοιχεία που εκπλήσσουν ευχάριστα τον αναγνώστη και τον ωθούν και τον ίδιο να προχωρήσει μετά το πέρας της ανάγνωσης σε μία ευρύτερη έρευνα. Και βέβαια μένουμε με την δίψα για λίγο ακόμα, κάτι που είναι και το μεγαλύτερο κέρδος όταν ένα μυθιστόρημα καταφέρνει να σε αιχμαλωτίσει μέσα στον ρου του!

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“…οι άνθρωποι κινούνται στα τυφλά, δίνουν χτυπήματα στο σκοτάδι, απευθύνονται σε αγνώστους. Ένας μύθος είναι διφορούμενος, σαν τα Ιερά Πρόσωπα που μοιάζουν να αποτραβιούνται κάτω από φύλλα χρυσού για να μείνουν απρόσβλητα από την κριτική ͘ πρέπει, για να προσπαθήσεις να τα γνωρίσεις, να περάσεις μπροστά τους ένα κερί γιατί η φλόγα τρέμει, διστάζει, κάποτε σβήνει, και τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις”

“…οι περισσότεροι άνθρωποι ρίχνονται με όλο τους το είναι σε μια αναμονή κρυφή ή ομολογημένη, αλλά πολύ συχνά απογοητευτική, και οι περισσότεροι θεωρούν αυτό το πρόβλημα απολύτως υποφερτό…”

Διαβάστε επίσης:

Η Μεγάλη Ιδέα: Το βιβλίο του Αντόν Μπεραμπέρ από τις εκδόσεις Πόλις