Η έκθεση «Η μαγεία του παραδόξου», με έργα από τη μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης Γιώργου Βογιατζόγλου, αναδεικνύει εφτά καλλιτέχνες των οποίων η τέχνη εξοστρακίζει τον ορθολογισμό και τη λογική. Θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως συνέχεια της θεματικής «Πέρα από το πραγματικό: Απόηχοι του σουρεαλισμού στην Ελλάδα» που επιμελήθηκα το 2009 στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων.

Το ευρύτερο σουρεαλιστικό πνεύμα δεν γνωρίζει χρονολογικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς. Αυτό ισχυριζόταν η έκθεση του 2009 και αυτό επιβεβαιώνει «Η μαγεία του παραδόξου». Ζωγράφοι από διαφορετικές γενιές, με σπουδές σε διαφορετικές χώρες, ιχνογραφoύν το «αλλού», σκιαγραφώντας κόσμους πέρα από την πραγματικότητα. Τα θραύσματα βιωμάτων και μνήμης που υπεισέρχονται στα έργα τους προσδίδουν αυτοβιογραφική χροιά. Οι θεατές προσλαμβάνουν ιστορίες μιας αινιγματικής ανθολογίας οπτικών και νοηματικών παραδοξολογιών. Εισχωρούν άμεσα στο φαντασιακό των καλλιτεχνών. Γίνονται μάρτυρες πτυχών του ασυνείδητου.

Ένα σχέδιο του Τάσου Μαντζαβίνου εικονογραφεί αλληγορικά και με χιούμορ, την ψυχαναλυτική θεώρηση που αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού. Απεικονίζει τον καλλιτέχνη με σκυμμένο κεφάλι, στο κατώφλι μιας πόρτας να κουβαλάει ένα γιγάντιο μάτι στον ώμο. Όπως τα περισσότερα σχέδια του, έτσι και αυτό φέρει χειρόγραφες σημειώσεις. Ο τίτλος αναγράφεται στη σύνθεση: «Η είσοδος στον λαβύρινθο» ενώ το κείμενο ξεκινάει ως εξής: «Η είσοδος του ζωγράφου στην αναζήτηση της προσωπικής του αλήθειας κατερχόμενος στο ‘υπόγειο’ του σπιτιού του ολίγον ως αρχαιολόγος…». Το υπερμέγεθες μάτι συμβολίζει το ψυχαναλυτικό βλέμμα, το ‘υπόγειο’ του σπιτιού είναι ο ερεβώδης λαβύρινθος του ασυνείδητου ενώ η κάθοδος σε αυτόν περιγράφεται ως ανασκαφή και ο ζωγράφος ως ερασιτέχνης αρχαιολόγος.

Στα έργα του, ήρωας είναι σχεδόν πάντα ο ίδιος. Μεταμφιέζεται εσαεί, αλλάζοντας μαγικά ρόλους. Άνθρωπος, δράκος, και τα δυο μαζί. Η λέξη «δράκος» ετυμολογικά προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «δέρκομαι» που σημαίνει βλέπω καθαρά. Άλλος ένας υπαινιγμός του καλλιτέχνη για τη διεισδυτική όραση που απαιτεί η ψυχανάλυση. Την εφαρμόζει ο ίδιος στον εαυτό του μέσα από την τέχνη. Ζωγραφίζοντας, σκάβει πληγές και επουλώνει τραύματα.

Μεταξύ άλλων, επεξεργάζεται το τραγικό βίωμα του θανάτου του πατέρα του όταν ήταν μόλις δύο ετών. Στους πίνακες που τιτλοφορεί Το τάμα του Οδυσσέως και Το τάμα του πατρός μου εντρυφεί εμμονικά στην ιδέα του θαύματος. Αν και δεν αποτελούν ενιαία ενότητα, η συγκριτική ανάγνωση των έργων συμβάλλει στην αποκρυπτογράφησή τους. Φόντο είναι η θάλασσα, το βασίλειο του καπετάνιου-πατρός. Ο εικονιζόμενος ήρωας συνυπάρχει με καράβια, ναούς και σκηνώματα αγίων. Σουρεαλιστικά συνενώνει μεμιάς πραγματικές και μυθικές οντότητες. Αναπαριστά τον πρόωρα χαμένο πατέρα που όμως φέρει τη φυσιογνωμική μορφή του καλλιτέχνη. Είναι εκ παραλλήλου ο περιπλανώμενος Οδυσσέας – υποδηλώνεται από τον τίτλο – αλλά και ο Άγιος Νικόλαος, προστάτης των ναυτικών. Η τελευταία ιδιότητα προδίδεται από το κουπί που κουβαλά στην πλάτη˙ σύμφωνα με τον θρύλο, το πήρε μαζί του όταν αποτραβήχτηκε στην ενδοχώρα. Η αφήγηση εξελίσσεται σε διαφορετικές κατακόρυφες ζώνες με τις επιμέρους ζωγραφιές να λειτουργούν σαν «πίνακες μέσα στον πίνακα», παραπέμποντας σε βυζαντινές και μετα-βυζαντινές εικόνες.

Ομηρικά έπη, μύθοι, θρύλοι και παραμύθια, Βυζάντιο και ορθοδοξία, το θέατρο σκιών και η λαϊκή παράδοση. Όλες αυτές οι προσλήψεις μιας προ-σουρεαλιστικής εποχής, συγκροτούν το πλούσιο «εργοστάσιο ιδεών» απ’ όπου ο Μαντζαβίνος αντλεί την πρώτη ύλη για να συνθέσει συμβολικές ιστορίες.

Τάσος Μισούρας – The Reformer, 2016, ακρυλικό και λάδι σε καμβά, 173 χ 127 εκ., αρίθμ κτήσης 4080

Ο Τάσος Μισούρας ζωγραφίζει ταραγμένους ψυχισμούς, άντρες και γυναίκες με πρόσωπα διαπεραστικά, φοβισμένα, με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, παραμορφωμένα. Σε καταστάσεις συχνά επικίνδυνες, σε χώρους απροσδιόριστους και απειλητικούς. Τα οπτικά διηγήματα με την ονειρική ατμόσφαιρα αποδίδονται με απόλυτα δεξιοτεχνικό νατουραλιστικό ύφος γραφής. Όμως, εσκεμμένα στερούνται ρευστής πλοκής και εννοιολογικής συνοχής.

Οπτικές ρήξεις: φιγούρες και φόρμες, παραστατικές και μη, χωρίς αλληλουχία, χωρίς νοηματική ή/και μορφολογική συνέχεια, συνενώνονται σε παράδοξες ζωγραφιές ως συναρμογές ή κολάζ ετερογενών συμβάντων. Τα εικαστικά συνονθυλεύματα, συμπλέγματα βιωμάτων και ιδεών, είναι συχνά ασφυκτικά και εσκεμμένα ασυνάρτητα. Αλλόκοτα, σκέτα κεφάλια και άνθρωποι μισοί σε δυστοπικά τοπία γεμάτα αστικά και θαλάσσια συντρίμμια˙ φωτιές και πύρινοι θάμνοι με πυρακτωμένα αιχμηρά αγκάθια που επιπλέουν σε πλημμυρισμένα πεδία. Συγκροτούν κατακερματισμένους καθρέφτες του ασυνείδητου, ίχνη που αναδύονται από την πιο απρόσιτη κατά τον Φρόιντ, περιοχή της ψυχικής ζωής. Οι συνθέσεις προκύπτουν αυθόρμητα, παρά τη ρεαλιστική τεχνοτροπία τους˙ χωρίς προσχέδια, σενάρια ή προμελετημένη εικονογραφική πρόθεση.

Ο Μισούρας αρχικά απλώνει ή πετάει το χρώμα στον λευκό καμβά. Οι κηλίδες και τα τυχαία σχήματα που δημιουργούνται λειτουργούν ως πηγές έμπνευσης και κινητήριες δυνάμεις. Ορισμένα επεισόδια της μπογιάς παραπέμπουν υπαινικτικά στην πραγματικότητα˙ ερεθίζουν και κινητοποιούν τη φαντασία του καλλιτέχνη. Αν και μερικώς ελεγχόμενη, η μεθοδολογία του προσομοιάζει της αυτόματης γραφής των σουρεαλιστών. Όμως, εδώ, ο αυτοματισμός δεν αποτελεί μια γρήγορη μέθοδο παραγωγής. Χωρίς συγκεκριμένη σύλληψη της επερχόμενης σύνθεσης, ο Μισούρας γράφει και σβήνει, και τανάπαλιν, δομεί και αποδομεί. Ακολουθεί μια επίπονη, απαιτητική και επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Τα πρωταρχικά στάδια γίνονται με ακρυλικά χρώματα που στεγνώνουν εύκολα, επιτρέποντας πολλαπλές παρεμβάσεις, ενώ η τελική σύνθεση οριστικοποιείται με λάδια. Αρνούμενος να περιορίσει τη δημιουργικότητά του εγκλωβίζοντας το θέμα στα προκαθορισμένα όρια ενός τελάρου, ο καλλιτέχνης, ενίοτε και κατά το δοκούν, απομονώνει, αποκόβει και τελαρώνει τμήματα του ζωγραφισμένου καμβά. Μετατρέπει τα εικαστικά σπαράγματα σε αυτόνομα έργα τέχνης.

Ενεργοποιεί επίσης αλογόκριτα τους ελεύθερους συνειρμούς, όχι μόνο τους δικούς του αλλά και των θεατών. Τους καλεί να προβούν στη δική τους αντίληψη του ζωγραφικού του κόσμου. Έτσι, προτρέπει τη διάδραση, απελευθερώνοντας την προβολή του συλλογικού φαντασιακού. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, πολλά έργα είναι άτιτλα ενώ οι λιγοστοί τίτλοι είναι αινιγματικοί. Ενεργοποιούν τον νου αντί να επεξηγούν, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμμιά λογική εξήγηση. Οι αφηγήσεις προσομοιάζουν εξωπραγματικές εξιστορήσεις και εκτυλίσσονται σε τόπους εφιαλτικούς που καταργούν τους νόμους της λογικής, της αναγεννησιακής προοπτικής και της βαρύτητας. Ταξιδεύουν τους θεατές σε μέρη άγνωστα που εκπλήσσουν και τρομάζουν.

Μανταλίνα Ψωμά – Κυριακή Απόγευμα, 2015, λάδι σε καμβά, 150 χ 220 εκ., αρίθμ. κτήσης 3213

Οι χώροι της Μανταλίνας Ψωμά είναι αληθοφανείς, σχεδόν φωτογραφικοί. Αποδομένοι με ρεαλιστική γραφή και άρτια τρισδιάστατη προοπτική. Συνήθως απεικονίζουν εσωτερικά σπιτιών, οικεία ή/και ανοίκεια αλλά πάντα βιωμένα. Χώροι όπου έχει ζήσει ή έχει διαβεί. Ξεπηδούν από μνήμες και από όνειρα ενώ φέρουν μια σαφή απόκοσμη αύρα.

Αόρατα, άυλα φαντάσματα θα μπορούσαν να κρύβονται σε αυτά τα δωμάτια. Μοιάζουν με άδεια θεατρικά σκηνικά εν αναμονή των δρώμενων μιας ιστορίας μυστηρίου. Η αίσθηση της αινιγματικής ερημιάς κυριαρχεί ακόμα και όταν κατοικούνται από ανθρώπους που, και αυτοί, με τη σειρά τους, ενισχύουν το άβολο και παράδοξο κλίμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Στις συνθέσεις της, όπως στα θρίλερ, ο κίνδυνος εγκυμονεί και το απρόσμενο παραμονεύει.

Η Ψωμά συλλαμβάνει τα έργα της, όχι μόνο σαν ζωγράφος αλλά και σαν σκηνοθέτρια ή/και σκηνογράφος. Φροντίζει από πριν τα ρούχα και τα αξεσουάρ των πρωταγωνιστριών και πρωταγωνιστών, τις στάσεις και την συχνά υπνωτισμένη έκφρασή τους. Σαν να βρίσκονται «αλλού». Ακόμα και τα παιδιά έχουν βλέμμα και ύφος παράξενο, μικρομέγαλο και επιτηδευμένο. Η καλλιτέχνης επιλέγει επίσης τα έπιπλα και τα αντικείμενα, τους κρυστάλλινους πολυελαίους και τις επιτραπέζιες λάμπες που διακοσμούν τους καθημερινούς αστικούς περίγυρους. Ρυθμίζει το φως για να δημιουργήσει τα μαγικά της περιβάλλοντα. Τα μοτίβα των εμπριμέ υφασμάτων που διαλέγει για τα φορέματα και τα καλύμματα παίζουν σημαντικό ρόλο, προσδίδοντας μια ρυθμική επανάληψη στα έργα.

Οι σκηνογραφικές επιλογές της γίνονται με γνώμονα τη δημιουργία ιστοριών σε τόπο και χρόνο ουδέτερο. Η έννοια του απροσδιόριστου και η αίσθηση της αποστασιοποίησης και της αποξένωσης κατακλύζουν τους πίνακες. Έχοντας ζήσει χρόνια στην Αθήνα και το Βερολίνο, χωρίς να νοιώθει πουθενά απόλυτα ενσωματωμένη, η Ψωμά μεταφέρει στην τέχνη της το ιδιόρρυθμο αυτό βίωμα: το συναίσθημα της απανταχού ξένης. Νότα υποδόρια αυτοβιογραφική, κρυφή ματιά στον ψυχισμό της.

Το πρωτογενές υλικό για τα ζωγραφικά κουκλόσπιτα και τους ιδιόρρυθμους ενοίκους προέρχεται από το πλούσιο αρχείο οπτικών εικόνων που συλλέγει η καλλιτέχνις, από δικές της φωτογραφίες και άλλων καθώς και από στιγμιότυπα κινηματογραφικών ταινιών. Η ύλη δουλεύεται ηλεκτρονικά στο photoshop. Η πρώτη αυτή επεξεργασία της ιδέας στον υπολογιστή μετεξελίσσεται στον καμβά και υποκαθιστά τις παραδοσιακές σχεδιαστικές προμελέτες. Τα σχέδια της Ψωμά από μπικ – τα ξεκίνησε το 2016 εν μέσω κρίσης – με τη λεπτομερή, τελειομανή εκτέλεσή τους αποτελούν αυτόνομα έργα τέχνης και ενίοτε έπονται αντί να προηγούνται των αντίστοιχων πινάκων.

Αχιλλέας Πιστώνης – Επιβίωση (Καταστροφή), 2019, λάδι σε καμβά, 170 χ 240 εκ., αρίθμ. κτήσης 3864

Ο Αχιλλέας Πιστώνης εμπνέεται από τη λογοτεχνία, ειδικά από βιβλία με σουρεαλιστικό, ονειρικό περιεχόμενο. Μεταστοιχειώνει λογοτεχνικά σπαράγματα και φανταστικά σενάρια σε εικόνες φαινομενικά ρεαλιστικές. Τις εμποτίζει όμως με πλούσια αντιρεαλιστικά στοιχεία, αναιρώντας έτσι την αληθοφάνεια τους. Χρησιμοποιεί συχνά την προοπτική των πτηνών (bird’s eyeview), μεταφέροντας τους θεατές στον ουρανό και προσφέροντας θέα της ζωγραφικής δράσης από ψηλά. Οι περίεργες αυτές οπτικές γωνίες συμβάλλουν στην αίσθηση ιλίγγου και αποπροσανατολισμού.

«Οι χτίστες» του Γιώργου Χειμωνά με την παραληρηματική γραφή και την ασυνάρτητη πλοκή, είναι ένα από τα πεζογραφήματα με τα οποία συνομιλεί. Ζωγραφίζει τον πρωταγωνιστή, τον «κήρυκα», που έπρεπε να μην έχει γεννηθεί ποτέ αλλά γεννήθηκε. Φιγούρα άλαλη και δυσοίωνη που γνωρίζει το μέλλον.

Ο Πιστώνης δανείζει τη δική του μαυροφορεμένη μορφή στον παράξενο ήρωα. Κοιτά τους θεατές διαπεραστικά, πατώντας ξυπόλητος σε θραύσμα δαπέδου. Είναι η μοναδική υπόμνηση πραγματικού χώρου στο κατάλευκο συμπαντικό πεδίο. Ελάχιστα εικονογραφικά στοιχεία ενσωματώνονται στη σύνθεση: ένας σκύλος, άμεση αναφορά στο διήγημα, και τα πουλιά που συνειρμικά παραπέμπουν στη μαντεία και τους αρχαίους οιωνούς. Ένα λιτό πλαίσιο κορνιζάρει τμήμα του περίγυρου. Εικονοποιεί ελεύθερα και με χιούμορ τις φράσεις του Χειμωνά: «Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία». Τη σημασία του κενού.

Στον πίνακα Μεταμόρφωση, ο καλλιτέχνης συνδιαλέγεται με την ομώνυμη νουβέλα του Franz Kafka όπου ο ήρωας αναπάντεχα μεταμορφώνεται ένα βράδυ σε σκαθάρι. Εστιάζεται και πάλι στον πρωταγωνιστή, τον Gregor Samsa, ξαπλωμένο ανάσκελα στο κρεβάτι του, σε άδειο δωμάτιο. Δυο όμοιες ανθρώπινες μορφές τον πλαισιώνουν. Σμίγουν τα σώματά τους με το δικό του. Τα κορμιά τους σχηματοποιούν τα άκρα σιχαμερής κατσαρίδας, της νέας υπόστασης του Samsa. Ο Πιστώνης αναπαριστά την πεμπτουσία του διηγήματος: τη στιγμή της μεταμόρφωσης. Το σώμα του τραγικού ήρωα γίνεται συμβολικός καμβάς. Αποτυπώνει τη ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την αποξένωση, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις εφιαλτικές αλλαγές, το ψυχικό βάρος, το συλλογικό ασυνείδητο.

Η προετοιμασία– απόηχος του βιώματος μιας κηδείας–εκφράζει την επίδραση της θρησκείας και των παραδόσεων στο έργο του. Υπογραμμίζει την ιδιαίτερη ενασχόλησή του με το θάνατο και το πένθος˙ θέμα που επαναπραγματεύεται στον πίνακα Επιβίωση (καταστροφή), με τρόπο αυτοβιογραφικό. Πρόκειται για μια σουρεαλιστική ιστορία με διπλά πορτρέτα –του καλλιτέχνη και του επιστήθιου φίλου του που εκτυλίσσεται μεμιάς σε διαφορετικούς χρόνους. Αν και μιλάει για την πατρική απώλεια, ο πίνακας αποτελεί κατ’ εξοχήν αφιέρωμα στην αληθινή φιλία και τη δύναμη της ουσιαστικής ψυχικής σύνδεσης.

Itsmi (Αλέξανδρος Νικολάου) – The entombment of Christ, 2020, λάδι σε καμβά, 140 χ 90 εκ., αρίθμ. κτήσης 3729

Το ψευδώνυμο Ιτσμί, από το αγγλικό «it’s me», μια μεταγραφή σε αντιστροφή Γκρίκλις, μεταφέρει την παιχνιδιάρικη διάθεση που διέπει τη ψυχοσύνθεση και το έργο του καλλιτέχνη. Ο Ιτσμί (πραγματικό όνομα Αλέξανδρος Νικολάου) ξεκίνησε την πορεία του ως street artist αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις παράνομες παρεμβάσεις στους τοίχους της πόλης για να στραφεί προς τη ζωγραφική του τελάρου. Η «κεκλεισμένων των θυρών» ζωγραφική του είναι μορφολογικά εξίσου αυθόρμητη και πηγαία με αυτήν που έκανε στους δρόμους: εκρηκτική, γεμάτη χρώμα, με σκόρπιες λέξεις, γράμματα και σύμβολα, με βίαιες χειρονομίες και γρήγορες μονοκοντυλιές.

Ανθρωποκεντρικές συνθέσεις σμίγουν στοιχεία παραστατικού εξπρεσιονισμού και καρικατούρας. Συγκροτούν ιστορίες θρησκευτικές, μυθολογικές, καθημερινές –με όντα τερατώδη˙ γκροτέσκα, απειλητικά, συνήθως όμως συμπαθή.

Στην αποκαθήλωση του Ιησού, ο Ιτσμί ζωγραφίζει μια πρωτότυπη σύγχρονη εκδοχή του ιερού θέματος. Μεταστοιχειώνει εκφραστικά, όχι τον πόνο όπως συνηθίζεται, αλλά την ανείπωτη οργή και αποτρόπαια φρίκη. Τα υπερμεγέθη στυλιζαρισμένα άκρατων εικονιζόμενων θυμίζουν πόδια πουλερικών. Συμβάλλουν στην άγρια εκφραστικότητα του έργου το οποίο ηχεί σαν τρομακτική κραυγή. Εξίσου ανατρεπτική είναι η απόδοση του μύθου του Νάρκισσου. Ο ωραίος νέος σχεδιάζεται με μακρύ λαιμό σαν προβοσκίδα ελέφαντα και μούρη με αυτί απροσδιόριστου ζώου. Το ανατριχιαστικό υβρίδιο σκύβει πάνω από το νερό της πηγής για να θαυμάσει τον αντικατοπτρισμό του. Αντ’ αυτού βλέπει το είδωλο ενός «άλλου»˙ σκηνή κωμικοτραγική θεάτρου του παραλόγου.

Συχνότερα, ο Ιτσμί ζωγραφίζει θέματα της καθημερινότητας με απανταχού παρούσες νότες παραδοξολογίας. Εισβάλλει πολλές φορές στις συνθέσεις του incongnito, δίπλα σε όντα που αποκαλεί «παρέα μου». Στο Once You Grow Up You can Never Come Back, αναπαρίσταται στο κέντρο της σύνθεσης και, ταυτόχρονα, ως δικέφαλη φιγούρα δεξιά. Το λευκό κεφάλι με την εκκεντρική πανκ κόμμωση και το μαύρο-καραφλό, συμβολίζουν τις εκ διαμέτρου αντίθετες ψυχολογικές διαθέσεις του. Το εικαστικό τρίο, αλληγορία για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, σηματοδοτεί τη συστηματική ενασχόλησή του με το πέρασμα του χρόνου.

Το χιούμορ και οι εννοιολογικές μεταφορές αποτελούν γνώριμα χαρακτηριστικά του. Στον πίνακα Insomnia ασώματα κεφάλια, με μάτια σαν χάντρες, πλατιά χαμόγελα και αιχμηρά δόντια καταλαμβάνουν το ζωγραφικό πεδίο. Καλύπτουν ακόμα και το σώμα του γκραν γκινιόλ πρωταγωνιστή, προσωποποιώντας τις έγνοιες που τον κρατούν ξύπνιο. Αυτά τα ιδιόμορφα μουτράκια μεταφέρονται σε τρισδιάστατες κατασκευές με υλικά που ο καλλιτέχνης μαζεύει κατά τους συχνούς περιπάτους του στο δάσος Χαϊδαρίου. Πεταγμένες ποδοσφαιρικές μπάλες, καπάκια από καζανάκια και άλλα ενδιαφέροντα απορρίμματα μεταμορφώνονται σε εκφραστικούς φορείς ποικίλων συναισθημάτων του συλλογικού συνειδητού και ασυνείδητου.

Στέφανος Ρόκος – Η δεξαμενή του ηλεκτρισμού, 2015, μικτή τεχνική σε καμβά, 160 χ 250 εκ., αρίθμ. κτήσης 1994

Ο Στέφανος Ρόκος διηγείται ιστορίες ταυτόχρονα ρεαλιστικές και αντι-ρεαλιστικές. Λαμβάνουν χώρα σε περιβάλλοντα αλλόκοτα, συνήθως χωρισμένα σε δύο ζώνες. Οι αφηγήσεις του ενίοτε ακολουθούν διαφορετικές φορές-κατευθύνσεις σαν να υπόκειται ο ίδιος ο καμβάς σε διαφορετικούς νόμους βαρύτητας. Η συστροφή της εικόνας διακόπτει απότομα την οπτική ροή, ανατρέπει την εξιστόρηση και δυσχεραίνει την ανάγνωση.

Ανεξάρτητα αφηγήματα αναπτύσσονται σε εννοιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Στον πίνακα Το κέντημα, η ηρωίδα αριστερά απεικονίζεται να κεντάει μάλλον εν μέσω μιας λευκής αμμουδιάς! Δίπλα, σε συστροφή 45 μοιρών, ένα θαλάσσιο τοπίο με σταλαγματιές μαύρης μπογιάς κατακλύζεται από τουρίστριες και τουρίστες με μοντέρνα καλοκαιρινά ρούχα, αξεσουάρ και χτενίσματα που τους τοποθετούν χρονολογικά στο σήμερα.

Στα έργα του, οι χώροι είναι απροσδιόριστοι αλλά οι χρόνοι είναι συγκεκριμένοι – ακόμα και οι εποχές. Σε αυτό συμβάλλει η εξωτερική εμφάνιση των εικονιζόμενων αλλά και η αναγνωρισιμότητα ορισμένων. Στο Α Day in the Life, εμφανίζονται οι Beatles και ο παραγωγός τους George Martin, γνωστός και ως το «Πέμπτο Σκαθάρι». Τα πορτρέτα αποδίδονται δεξιοτεχνικά με την απλή χρήση περιγραμμάτων. Χωρίς πλαστικό όγκο, όπως όλες οι μορφές του. Το ιστορικό συγκρότημα, αντί να βρίσκεται ενεργό επί σκηνής, βρίσκεται ακριβώς από κάτω, ενώ μια όμορφη κοπέλα στην εξέδρα τεντώνεται ηδονιστικά σε έναν καναπέ.

Ο καλλιτέχνης ανατρέπει εσκεμμένα τα δεδομένα του γνωστικού μας πεδίου. Μας επισημαίνει επιπλέον την ιδιαίτερη σχέση του με τη μουσική. Σχέση αμφίδρομη, όπως στον πίνακα Gold Rules (for P.G) όπου γιγάντιες πλάκες χρυσού προβάλλουν ως ιδιότυπα memento mori˙ είναι εμπνευσμένος από τα λόγια του τραγουδιού Gold Rules της Piney Gir. Το κάτω τμήμα του πίνακα έγινε εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου που κυκλοφόρησε το 2015 στην Αγγλία.

Η εποχή της οικονομικής κρίσης, 2012-2016, βαφτίζεται με χιούμορ από τον Ρόκο «εποχή ηλεκτρισμού»˙ της αφιερώνει ολόκληρη σειρά αλλοπρόσαλλων έργων, μεταξύ των οποίων τη Δεξαμενή του ηλεκτρισμού. Πάνω, ένας χαοτικός συνωστισμός ανάκατων μορφών, ντυμένων και γυμνών, με πλάτες στραμμένες προς τους θεατές, καταγράφονται ακριβολογικά. Πόζες, σωματότυποι, κομμώσεις και λεπτομερείς ενδυματολογικές επιλογές αντλούνται από το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του καλλιτέχνη. Στην κάτω ζώνη, απολιθώματα, κοχύλια, πετρώματα και βιομορφικά σουρεαλιστικά σχήματα ίπτανται άναρχα σαν να κοχλάζει το υπόστρωμα της γης. Η ιδιόρρυθμη διάταξη του χώρου μετατρέπει το συγκεκριμένο σε αφηρημένο και το αντίθετο.

Δημήτρης Τάταρης – Πελεκάνος, 2013, μικτή τεχνική σε χαρτί, 153 χ 95 εκ., αρίθμ κτήσης 3430

Ο Δημήτρης Τάταρης ζωγραφίζει τον λαβύρινθο του νου και της αχαλίνωτης σκέψης. Τον ενδιαφέρει η εκτίναξη της φαντασίας, η αέναη μεταστοιχείωση των σχημάτων, η λεπτομερειακή, ψευδαισθησιακή σχεδιαστική καταγραφή, η μαγεία του μικρόκοσμου. Μελετά βιβλία ανατομίας και ζωολογίας, εντρυφεί στο βασίλειο των πτηνών και των ζώων, σε μορφές ανθρώπινες, ανθρωπόμορφες, υβριδικές. Τα έργα του βρίθουν από συμβολισμούς και κρυφές εικόνες που κρύβονται δεξιοτεχνικά μέσα σε άλλες. Ο θεατής κυριολεκτικά καλείται να περιπλανηθεί στα δαιδαλώδη εικαστικά μονοπάτια για να ανακαλύψει τα κρυμμένα μυστικά.

Στον πίνακα Πελεκάνος, πρωταγωνιστεί ο ίδιος με κέρατα ζώου στο κεφάλι, μεγάλο ράμφος και φτερωτό πτηνόμορφο σώμα˙ δύο ακόμα πορτρέτα του, αποκεφαλισμένα προσωπεία φρίκης, κείτονται στο κάτω μέρος της σύνθεσης. Το κορμί του καλλιτέχνη-πτηνού δεν φέρει σάρκα˙ είναι διάτρητο, σαν κλουβί σε αποδόμηση. Επιτρέπει τη θέαση στο εσωτερικό του όπου κυριαρχεί ένα άναρχο σύμπλεγμα ρεαλιστικών εικόνων. Τεράστια έντομα διαφόρων ειδών, οστά, κοχύλια και μαλάκια, ανθρώπινα όργανα, οφθαλμοί, φτερά, κέρατα, και άλλα εικονικά στοιχεία που εμπλέκονται άλογα μεταξύ τους. Ορισμένα από αυτά αποτελούν προσφιλή μοτίβα του καλλιτέχνη και υπεισέρχονται σε πολλές συνθέσεις του.

Ο Τάταρης σμίγει τον παρελθόντα με τον παρόντα χρόνο. Συνομιλεί μεμιάς με καλλιτέχνες, πολιτικούς, ποιητές και επιστήμονες από διαφορετικές εποχές. Συλλέγει χαρτονομίσματα, γραμματόσημα και παλιές γκραβούρες που αποτελούν πηγή έμπνευσης και πρώτη ύλη για τις δημιουργίες του. Σε μια παρωδία ιταλικού χαρτονομίσματος, τοποθετεί στο κέντρο το πορτρέτο του Μπερλουσκόνι, κάτω ένα περιπαθές φιλί Τσιτσιολίνας-Τζεφ Κουνς και στις γωνίες τα μπούστα των Καραβάτζο, Μιχαήλ Άγγελoυ, A. Mαντσόνι, και Γαλιλαίου.

O καλλιτέχνης διαπρέπει στο σατυρικό σχέδιο, την μικροκοσμική όραση του κόσμου, την τέχνη της μικρογραφίας. Στα 7 αμαρτήματα, 6 σύγχρονοι πολιτικοί ηγέτες γίνονται αποδέκτες της καυστικής ματιάς του. Οι επίλεκτοι ισχυροί, απεικονίζονται μικροί σαν γραμματόσημα. Μεγεθυντικοί φακοί ενσωματώνονται στα έργα ώστε να γίνουν ορατοί. Με την κίνηση των θεατών, τα διαμεσολαβητικά στοιχεία πρόσληψης παραμορφώνουν τη φυσιογνωμία τους. Οι κωμικοί πρωταγωνιστές προσωποποιούν την αλαζονεία, τη λαιμαργία, τη λαγνεία, την απληστία, την οργή και τη ζηλοφθονία ενώ μόνο η οκνηρία αναπαρίσταται ως άγραφη σελίδα.

Ο αμοραλισμός, η ηθική παρακμή, η διαφθορά, η καταδίκη της ψυχής, η νέμεσις και η τιμωρία τον απασχολούν εμμονικά. Για να αποδώσει τις έννοιες συνομιλεί ελεύθερα με λογοτεχνικά αριστουργήματα, εμβληματικές ταινίες, χαρακτικά αφηγήματα του παρελθόντος αλλά και με εικόνες σύγχρονων περιοδικών και του διαδικτύου. Η εικονογραφική φαρέτρα του περιλαμβάνει πιστόλια, κάλυκες, σπαθιά, χειροπέδες, αγκαθωτά συρματοπλέγματα, και μύρια ακόμα σύμβολα βίας. Αλλά και ανθρώπινα κρανία. Κοφτερές σάτιρες με οξύ χιούμορ, οι συνθέσεις του είναι σύγχρονες Vanitas. Υπενθυμίζουν τη ματαιότητα και το εφήμερο της ζωής ενώ υπογραμμίζουν το φιλοσοφικό παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης.

-Mπία Παπαδοπούλου, Ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια εκθέσεων

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Τάσος Μαντζαβίνος – Ο δράκος που φονεύεται (λεπτομέρεια έργου), 2014-15, ακρυλικό σε καμβά, 150 χ 150 εκ., αρίθμ. κτήσης 1981