«Όταν ακούς τάξη ανθρώπινο κρέας μυρίζει», Οδυσσέας Ελύτης

Με το δεύτερο μυθιστόρημά της η νεότατη, Γαλλομαροκινή συγγραφέας Λέιλα Σλιμανί κατάφερε όχι μόνο να σημειώσει ρεκόρ πωλήσεων σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο να λάβει εξαιρετικές κριτικές αλλά και να τιμηθεί με το Βραβείο Goncourt, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στη Γαλλία.

Μια νέα γυναίκα η Μιριάμ αποφασίζει να βγει ξανά στην αγορά εργασίας μετά τη γέννηση και του δεύτερου παιδιού της. Μοιραία η οικογένεια θα αναζητήσει μια νταντά για τις ώρες εκείνες που η μητέρα θα λείπει από το σπίτι της. Όταν η νταντά μπει στην οικογένεια οι ισορροπίες θα διαταραχθούν και σταδιακά οι πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου θα βρεθούν μπλεγμένοι να στροβιλίζονται σε ένα γαϊτανάκι αλληλοσπαραγμού που θα σημαδέψει το τέλος μοιραία.

«Το μωρό πέθανε». Αυτή η πρώτη φράση του βιβλίου αποτελεί και την πρώτη ανατροπή, μια αποσταθεροποίηση του αναγνωστικού συναισθήματος. Μια φράση δυνατή που παραπέμπει ευθέως στην περίφημη πρώτη φράση του «Ξένου» του Αλμπέρ Καμύ και γίνεται η αφορμή για να ξετυλιχτεί, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, όλη η τραγωδία που θα εξελιχθεί στις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου με ανατριχιαστική ηρεμία, κρυμμένες εντάσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις.

Κι ενώ από το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης θα θεωρήσει ότι πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ στην πορεία θα αντιληφθεί ότι το βιβλίο αυτό, με τον τόσο παραπλανητικό τίτλο παρμένο από ένα γαλλικό παιδικό τραγούδι, είναι ένα βιβλίο πικρών αληθειών, ένα βιβλίο που σχολιάζει τις κοινωνικές σχέσεις της αλληλοεξάρτησης, τις ταξικές διαφορές, τις έμφυλες διακρίσεις, τον ρατσισμό, τις συνθήκες που διέπουν τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, την ολοκλήρωση της προσωπικής ταυτότητας μέσα από την εργασία και την κοινωνική υπεροχή σε βάρος των διαπροσωπικών σχέσεων. Την παραμέληση των οικείων και την οικειοποίηση ετέρων ως μοναδικό όχημα της προσωπικής καταξίωσης στο στίβο της εργασίας.

Αυτό που κυρίως σχολιάζει είναι όμως τη μοναξιά. Τη μοναξιά των μεγάλων πόλεων και την ερημιά των ανθρώπων. Αυτή που μπορεί να οδηγήσει στην αναγκαιότητα και στην εξάρτηση. Στον εθισμό και στην προσωπική αλλοτρίωση. Στη διαστροφή και στο οδυνηρό και μακάβριο τέλος. Η Λουίζ θα οδηγηθεί σ’ αυτό και θα οδηγήσει μαζί της και τη μοίρα ολόκληρης της οικογένειας όταν νιώσει ότι η πλήρη ενσωμάτωσή της στην οικογένεια δε θα μπορέσει να συμβεί. Όταν καταλάβει πως η τάξη την οποία απεγνωσμένα προσπαθεί να επιβάλει στην οικογένεια θα διασαλευτεί, όταν τα σχέδιά της για το μέλλον της οικογένειας δε φαίνεται πως θα γίνουν πραγματικότητα. Τότε θα εισχωρήσει σε έναν κόσμο εντελώς δικό της και θα βρει τη δική της λύση στο πρόβλημα που βιώνει. Σε όλα όσα ταλανίζουν τη δική της ψυχή. Είναι άλλωστε μια γυναίκα με πολλά προσωπικά προβλήματα, οικογενειακά, οικονομικά, συναισθηματικά.

Το βιβλίο είναι γραμμένο χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις παρόλο που πραγματεύεται ένα τόσο δύσκολο θέμα. Με γλώσσα λιτή και απλή, τονίζει τις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων μέσα από μια ρέουσα κινηματογραφική αφήγηση, η οποία επιτυγχάνεται απόλυτα και στην γλωσσική μεταφορά του έργου από τη μεταφράστριά του, Τιτίκα Δημητρούλια.

Ένα ψυχολογικό θρίλερ γραμμένο έτσι ώστε να κρατάει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον και ταυτόχρονα να προβληματίζει τον αναγνώστη για τις αποφάσεις των ηρώων, για την τύχη τους και το ψυχικό βάθος των εξαρτήσεών, των προσδοκιών και των φόβων τους.


Διαβάστε επίσης:

Γλυκό τραγούδι – Λεϊλά Σλιμανί