Δώδεκα ιστορίες γραμμένες με μια λιτή εκφραστική γίνονται η αφορμή για ένα αναγνωστικό ταξίδι στο οποίο η συγγραφέας παρατηρεί τις λεπταίσθητες διακυμάνσεις της ψυχοσύνθεσης των ηρώων της και καταγράφει τη δύναμη της πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται σε μια υπερβατική διάσταση. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι κοινοί, άνθρωποι που χρειάζεται να αφαιρέσουν το προσωπείο της καθημερινότητάς τους, το προσωπείο που αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν ώστε να κρύψουν τις αδυναμίες και τα μειονεκτήματά τους, για να αντικρίσουν πρώτα οι ίδιοι τον πραγματικό τους εαυτό και να τον αντιμετωπίσουν.

Εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο καθώς η απολύτρωση που αποζητούν δεν είναι πάντα εφικτή ή μπορεί να έχει ένα μεγάλο κόστος. Οι ήρωες των διηγημάτων της Ράζου βλέπουν τη ζωή τους υπό το πρίσμα μιας νέας οπτικής και αποφασίζουν να πετάξουν τις μάσκες της κοινωνικής συμβατικότητας και να αφομοιωθούν στη βοή της αλλαγής που φέρνουν ο έρωτας, η επανεκτίμηση των δεδομένων, η αγωνία που προκαλούν οι ενέδρες που στήνει το μέλλον. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που λειτουργούν σαν τον καθρέφτη της συνείδησης του αναγνώστη και προσδιορίζουν τη δική του υπέρβαση στις προσωπικές τους ιστορίες.

Το πεπρωμένο, οι αναμνήσεις, ο έρωτας, η αφύπνιση, το παρόν μέσα από το παρελθόν και το μέλλον, η τελική αλλαγή ή αποδοχή, οι απώλειες γίνονται αντικείμενο μιας ρέουσας αφήγησης γεμάτη τρυφερότητα, πάθος, ευγένεια και συναισθηματική νοσταλγία. Η πλοκή μιας σπαρακτικής αφήγησης για την εξέλιξη του υπαρξιακού επαναπροσδιορισμού γίνεται μέσα από τον υπαινιγμό και τη σοβαρότητα που νοηματοδοτούν εκ νέου την ανατριχιαστική βοή της συνείδησης τόσο για τους ήρωες της Ράζου όσο και για τους αναγνώστες του βιβλίου της.

Η Ράζου δεν «φωνάζει» στα διηγήματά της. Οι σκέψεις και οι πράξεις των ηρώων αποδίδονται με εκφραστική λεπτότητα και τρυφερότητα. Οι σιωπές που επιλέγει μετατρέπονται σε φωνές ευαισθησίας που συνομιλούν με τον αναγνώστη σε μια άηχη συνομιλία. Θραύσματα ποιητικά εμπεριέχονται μέσα στον λόγο και γίνονται οι απαραίτητες ανάσες οξυγόνου σε μια διήγηση γεμάτη αγωνία και σπαραγμό που χρειάζεται την εμπειρία και την ευαισθησία του αναγνώστη για να ξεδιπλωθούν και να καταστήσουν σαφές το νόημα και την ουσία των διηγημάτων.

Χωρίς καμιά διάθεση διδακτισμού ή Ράζου χρησιμοποιεί τεχνηέντως τον λόγο της με τέτοιο τρόπο ώστε οι καταστάσεις να προοικονομούνται και οι αναδρομές να γίνονται αφετηρία της εξελικτικής πορείας της διήγησης. Μέσα από «γεύσεις διστίχων», όπως αυτών: «Κύματα Κυριακής στα μάτια μου / κύματα μοναξιάς στα χέρια μου», οι αισθήσεις αναβαπτίζονται και το συναίσθημα ρέει απρόσκοπτα στις σελίδες του βιβλίου.

Μια μικρή συλλογή διηγημάτων από ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι οι δικές μας και που αξίζει να διαβαστούν.


Διαβάστε επίσης:

Έστα Ράζου – Απ’ όπου έρχεται η βοή