Το κουιντέτο του Wallace Roney, πριν κατευθυνθεί προς τη Γαλλία και την Ισπανία, έκανε μια στάση στην χώρα μας στο Half Note Jazz Club. Παρακολούθησα, λοιπόν, το Σάββατο (21/10) μια από τις τέσσερις εμφανίσεις και ομολογώ πως οι προσδοκίες μου για την εμφάνιση του θρυλικού Wallace Roney ήταν ιδιαίτερα υψηλές, όπως φαντάζομαι, άλλωστε, και της πλειοψηφίας του μουσικόφιλου αθηναϊκού κοινού. Λίγα λεπτά μετά τις 10.30, εμφανίστηκε στη σκηνή ο Roney κρατώντας τη χαρακτηριστική μπλε τρομπέτα του και φορώντας, όπως συνηθίζει, σκουρόχρωμα γυαλιά ηλίου. Αφού ευχαρίστησε τους παρευρισκομένους, σύστησε αμέσως το κουιντέτο του, το οποίο, πέρα από τον ίδιο τον Roney (τρομπέτα), αποτελείται από τον Oscar Williams II (πιάνο), τον Emilio Modeste (τενόρο σαξόφωνο), τον Curtis Lundy (κοντραμπάσο) και τον Eric Allen (ντραμς).

Η έναρξη της συναυλίας έγινε με ένα όμορφο solo του Roney, τον οποίο ακολούθησε ο 17χρονος Modeste με το τενόρο σαξόφωνο του. Μερικά από τα πρώτα τραγούδια της βραδιάς ήταν το «Metropolis» και το «Vater Time», ενώ στη συνέχεια ακούσαμε το φανταστικό «Meu Menino» και το θαυμάσιο «Wolfbane» του Lenny White. Τη θέση τους στη σκηνή κατείχαν σταθερά, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, οι τρεις εκ των πέντε μουσικών, με τον  Roney  και τον Modeste να εγκαταλείπουν τη σκηνή και να επανεμφανίζονται αρκετές φορές, αφήνοντας χώρο για κάποια εκπληκτικά solos, τα οποία και καταχειροκροτήθηκαν. Δεν ήταν μάλιστα, λίγες οι φορές που ο Αμερικανός τρομπετίστας, που είναι σήμερα δάσκαλος και μέντορας για πολλούς νέους μουσικούς, στεκόταν στο πλάι της σκηνής και χαμογελούσε με υπερηφάνεια κοιτώντας τον ταλαντούχο νεαρό σαξοφωνίστα να ξεδιπλώνει τις αυτοσχεδιαστικές του ικανότητές, όπως φαντάζομαι, έκανε στο παρελθόν και ο αποκλειστικά δικός του μέντορας, Miles Davis, όταν μοιράζονταν τη σκηνή.

Ένα πολύ ωραίο σημείο της βραδιάς αποτελεί η στιγμή που ο Roney έπαιξε για λίγο a cappella και στη συνέχεια τον ακολούθησε το πιάνο σε ένα νοσταλγικό και μελαγχολικό κομμάτι. Επιπλέον, κάποια από τα τραγούδια που απολαύσαμε συγκαταλέγονται στα jazz classics όπως το «Someday my prince will come» του Chick Corea, το φανταστικό «All of you» και το «’Round midnight» του Cole Porter και του Thelonious Monk, αντίστοιχα. Ο Roney είναι ένας έξοχος bandleader μιας καλά δεμένης ομάδας κορυφαίων μουσικών οι οποίοι χαίρονται κάθε λεπτό που βρίσκονται στη σκηνή παίζοντας με πάθος. Η αφηρημένη και έντονη προσέγγιση με υπαρκτό χώρο για ρυθμική ανεξαρτησία των μουσικών, καθώς και η ελευθερία στις μορφές και το tempo, είναι κάποια από τα πράγματα που ορίζουν την post-bop jazz μουσική. Έτσι, όλα τα μέλη της μπάντας παράγουν νέες συνθέσεις που «γεννιούνται» μέσα από τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό με τον έναν μουσικό να ακολουθεί τον άλλον σε μια συνεχώς εναλλασσόμενη διαδικασία.

Ο 57χρονος βραβευμένος μουσικός, έχοντας σταθεί στο πλευρό μερικών θρύλων της jazz όπως ο Clark Terry και ο (προσωπικά αγαπημένος) Dizzy Gillespie, σεβόμενος την παράδοση της jazz και βασιζόμενος στην κληρονομιά των θρυλικών μουσικών, έχει καταφέρει όχι μόνο να βγει από την σκιά του μέντορά του και να «χτίσει» τη δική του μουσική προσωπικότητα, αλλά και να αναπτύξει το δικό του μοναδικό μουσικό λεξιλόγιο και φρασεολογία. Ο αναγνωρίσιμος καθαρός τόνος του Roney που θύμιζε ανά στιγμές τον λυρισμό του Miles Davis, ο υπέροχος έλεγχος, το μουσικό περιεχόμενο, η  δημιουργικότητα, οι προσεκτικά τοποθετημένες παύσεις και ο συνολικά λυρικός hard bop ήχος της τρομπέτας του Αμερικανού που μετατρέπει τις φράσεις σε συναισθήματα και διαθέσεις, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που τον έχουν κάνει να ξεχωρίσει στη μακρόχρονη μουσική του πορεία.

Κλείνοντας, δυστυχώς, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε κάτι που, για άλλη μια φορά, παρατηρώ ότι συμβαίνει συχνά στην χώρα μας και είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της συναυλιακής πραγματικότητας και κουλτούρας -ίσως βέβαια και στο εξωτερικό, χωρίς ωστόσο να έχω η ίδια προσωπική γνώση επ’ αυτού- και που όποιος παρακολουθεί συχνά συναυλίες και λατρεύει τη μουσική, επίσης, γνωρίζει πολύ καλά. Αυτό δεν είναι άλλο από τη διαπίστωση ότι για να περάσει κάποιος καλά σε μια συναυλία πρέπει να είναι «οπλισμένος» με πολλή υπομονή ώστε να μην αφήσει να του χαλάσουν την βραδιά η αγένεια και η έλλειψη σεβασμού και παιδείας που θα συναντήσει, είτε από πλευράς των διοργανωτών που γεμίζουν ασφυκτικά τους συναυλιακούς χώρους αποσκοπώντας σε μεγαλύτερο κέρδος, είτε από πλευράς των (πολλών ή λίγων) «έξυπνων» που αναγκαστικά θα συναντήσει κανείς, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ανώτερους από τους άλλους και παρότι καταφθάνουν πολύ αργά, τελικά λαμβάνουν τις μπροστινές και πιο καλές θέσεις στον χώρο των ορθίων αδιαφορώντας, φυσικά, για το εάν εμποδίζουν τους γύρω τους που είχαν πάει νωρίτερα από εκείνους ακριβώς για να έχουν καλή οπτική της σκηνής.

Συνολικά, το κουιντέτο του Wallace Roney, μέσα από την φανταστική του εμφάνιση, προσέφερε στο αθηναϊκό κοινό διαφόρων ηλικιών μια έντονη 2ωρη μουσική εμπειρία με modal jazz, post bop και hard bop μελωδίες, αποδεικνύοντας πως κάποιες αξίες, όπως η γνήσια μουσική έκφραση που καταφέρνει να συγκινεί, παραμένουν σταθερές στο πέρασμα του χρόνου, παρά τα πολύπλοκα αρμονικά, ρυθμικά ή μελωδικά συμβάντα που την χαρακτηρίζουν. Όπως, άλλωστε, δήλωσε ο Wallace Roney, στην συνέντευξή του στο Culturenow, «όταν παίζεις μουσική και είναι αυτό που πραγματικά αγαπάς, τότε δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο».


Διαβάστε επίσης: 

Ο Wallace Roney live στο Half Note Jazz Club