Το φθινοπωρινό βράδυ της Δευτέρας 27 Σεπτεμβρίου, βρέθηκα στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού για να παρακολουθήσω την πολυαναμενόμενη sold-out εμφάνιση του Τζακ Σαβορέτι στη χώρα μας. Έπειτα από δύο αναβολές και όλη την αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία COVID-19 στον καλλιτεχνικό κόσμο, με τον αντίκτυπο που είχε στα πολιτιστικά δρώμενα όλου του πλανήτη και με περισσότερο από ενάμιση χρόνο αποχής από τις συναυλίες, δεν μπορώ να κρύψω τον μεγάλο μου ενθουσιασμό για τη διεξαγωγή της συναυλίας αυτής, σε έναν μάλιστα, τόσο αγαπημένο χώρο.

Η επιβλητικότητα του αρχαίου ωδείου, οι ιδανικές καιρικές συνθήκες και η μεγάλη ανυπομονησία για την εμφάνιση του Άγγλου μουσικού, τραγουδιστή και τραγουδοποιού, είχαν ήδη διαμορφώσει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα πολύ νωρίτερα από την έναρξη της συναυλίας. Οι πόρτες άνοιξαν γύρω στις 7.30, σύμφωνα με τον προγραμματισμό και το αθηναϊκό κοινό για την επόμενη μιάμιση ώρα προσερχόταν με χαλαρότητα στις θέσεις του δεδομένου ότι, σ’ αντίθεση με ό,τι ίσχυε στο παρελθόν, λόγω των μέτρων προστασίας που βρίσκονται σε ισχύ, η αρίθμηση των θέσεων εφαρμόστηκε για όλα τα διαζώματα.

Με τους δείκτες του ρολογιού να δείχνουν 9 ακριβώς και ενόσω οι τελευταίοι θεατές εισέρχονταν στο χώρο, τα φώτα χαμήλωσαν και η σκηνή ανήκε στον Τζακ Σαβορέτι και την πενταμελή μπάντα του, αποτελούμενη από τον Pedro Vito (ηλεκτρική κιθάρα), τον Sam Davies (μπάσο), τον Jesper Lind (ντραμς), τον Phillip Granell (βιολί) και τον Shannon Harris (πιάνο/πλήκτρα). Ο 38χρονος τραγουδιστής καλωσόρισε το ελληνικό κοινό, εξέφρασε τη χαρά του που βρίσκεται στο χώρο του Ηρωδείου λέγοντας μάλιστα, ότι είναι μια πολύ συναισθηματική βραδιά για τον ίδιο και τα μέλη του συγκροτήματός του, καθότι αφενός, είναι η πρώτη φορά που παίζουν στο χώρο αυτό και αφετέρου, είναι η πρώτη ζωντανή τους εμφάνιση σε κοινό μετά από δύο χρόνια.

Τα πρώτα τραγούδια της βραδιάς δεν θα μπορούσαν παρά να προέρχονται από το άλμπουμ που έφερε την ποθητή καλλιτεχνική αναγνώριση, Singing to Strangers (2019), τον έκτο κατά σειρά δίσκο του, που βρέθηκε στην κορυφή του chart του Ηνωμένου Βασιλείου και επανατοποθέτησε τον Σαβορέτι στο μουσικό τοπίο. Απολαύσαμε, λοιπόν, τα εξαιρετικά «Candlelight» και «Love is on the line», δυο ιδιαίτερα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του ελληνικού κοινού τα οποία ο κόσμος σιγοτραγουδούσε παρά τη δυσκολία που συνοδεύει τη χρήση της μάσκας.

Ακολούθησε το disco κομμάτι «Secret life» από τον τελευταίο δίσκο Europiana (2021) που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες και ηχογραφήθηκε στα διάσημα Abbey Road Studios στο Λονδίνο. Υπό το επιβλητικό κόκκινο φως που ήταν διάχυτο στα μάρμαρα πίσω από την σκηνή, άρχισε να διαφαίνεται και η πιο χορευτική πλευρά του τραγουδιστή. Με τον Σαβορέτι στην ακουστική κιθάρα και τον κόσμο να δίνει τον ρυθμό, το tempo άρχισε να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο με το θαυμάσιο «When we were lovers». Για τη συνέχεια, με τον Σαβορέτι να διατηρεί το ρόλο του στη ρυθμική κιθάρα, υπό τη συνοδεία των ήχων της ηλεκτρικής κιθάρας του Vito και τα υπέροχα solo του, απολαύσαμε το νοσταλγικό «Sweet hurt».

Έπειτα από μια μικρή εισαγωγή κατά την οποία ο 38χρονος τραγουδοποιός μας εξιστόρησε τις συγκυρίες και τις σκέψεις που τον οδήγησαν να γράψει το κομμάτι αυτό, απολαύσαμε μια εξαιρετική εκτέλεση του «What more can I do?». Τα εξαιρετικά φωνητικά και η εκφραστικότητα του Σαβορέτι ήταν αρκετά για να παρασύρουν το κοινό που τραγουδούσε μαζί του σχεδόν όλους τους στίχους του κομματιού.

Ακολούθησε το up-tempo «Who’s hurting who», ένα κομμάτι που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον Nile Rodgers, κατά το οποίο ο Σαβορέτι χόρευε παράλληλα, κινούμενος σε όλο το μήκος της σκηνής. Οι ρυθμοί χαμήλωσαν ξανά με το υπέροχο ακουστικό κομμάτι «Soldier’s eyes» από την πρώτη δισκογραφική δουλειά του Σαβορέτι, Between the Minds (2007), για το οποίο στη σκηνή παρέμεινε μόνο ο ίδιος και ο Granell (βιολί).

Εκφράζοντας για μια ακόμη φορά την αγάπη του για την Ελλάδα και τη σύνδεση που νιώθει λόγω της ιταλικής του καταγωγής, μοιράστηκε με το κοινό βαθύτερες σκέψεις του για το πώς η πανδημία που βιώνει η ανθρωπότητα τα τελευταία δύο σχεδόν χρόνια τον οδήγησε να δει υπό διαφορετικό πρίσμα τη ζωή και το παρελθόν του, δίνοντας την αρμόζουσα βαρύτητα σε όσα πραγματικά αξίζουν στη ζωή, κάτι που προσπάθησε να αποτυπώσει στην εξαιρετική συναισθηματική μπαλάντα «More than ever» που τραγούδησε με το χαρακτηριστικό του πάθος, συνοδευόμενος από τον Harris στα πλήκτρα.

Ακολούθησε μια από τις κορυφαίες, κατά τη γνώμη μου, στιγμές της βραδιάς με τη συγκλονιστική ερμηνεία του εκπληκτικού «Catapult», ενός ρομαντικού κομματιού αγάπης το οποίο περικλείει τη δημιουργική ταυτότητα του Σαβορέτι και είναι κοντά σε μια άλλη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, την ποίηση, που τον επηρέασε ως έφηβο, προτού ξεκινήσει να παίζει κιθάρα και να γράφει τραγούδια.

Το δυναμικό «Home» από το άλμπουμ Written in Scars (2015) ξεσήκωσε το κοινό, ενώ το ίδιο upbeat tempo διατηρήθηκε για αρκετά λεπτά με τα πολύ όμορφα «Too Much History» και «Youth and Love». Ακολούθησαν δύο ακόμα εξαιρετικά κομμάτια που αδιαμφισβήτητα συγκαταλέγονται στα highlights της βραδιάς, το «The other side of love» και το «Greatest mistake», με το κοινό να τραγουδάει με πάθος τους στίχους του δεύτερου κομματιού και με τη νύχτα να μετατρέπεται σε μέρα από τους φακούς των κινητών τηλεφώνων που δημιούργησαν μια μοναδική ατμόσφαιρα, στην οποία ο Σαβορέτι υποκλίθηκε στο τέλος του τραγουδιού.

Έπειτα από 80 περίπου μουσικά λεπτά, η σκηνή άδειασε για λίγο και μετά από παρότρυνση του κοινού, ακολούθησε ένα 15λεπτο σχεδόν encore. Ο Σαβορέτι, προλόγισε το κομμάτι «Singing to strangers» και διηγήθηκε μια ιστορία με την κόρη του που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι το επάγγελμά του είναι πράγματι -όπως αποτυπώνεται και στον τίτλο- να τραγουδάει σε ξένους. Η βραδιά έκλεισε σε ρυθμούς indie rock και disco-funk με τα κομμάτια «Written in scars», «Knock Knock» και «Back where I belong».

Ο Τζακ Σαβορέτι ο οποίος εμφανίστηκε στο μουσικό τοπίο του Ηνωμένου Βασιλείου στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 2000, μόνο τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να λαμβάνει την αναγνώριση που του αξίζει ως καλλιτέχνης, ενώ λόγω της μεγάλης απογοήτευσης που είχε βιώσει, παραλίγο να εγκαταλείψει το χώρο της μουσικής λίγο πριν βγάλει το τέταρτο άλμπουμ του το 2015. Το ταλέντο, η εκφραστικότητα, η χαρακτηριστική βραχνάδα, η δυνατή φωνή και η γεμάτη πάθος και συναίσθημα ερμηνεία του, τον έκαναν να ξεχωρίσει και δικαίως να έχει καταφέρει σήμερα να συγκεντρώσει την προσοχή της μουσικής κοινότητας.

Με μια όμορφη ανάμνηση από την εξαιρετική του εμφάνιση στο Ηρώδειο, κρατάμε την υπόσχεση που μας έδωσε ότι θα έρθει σύντομα ξανά στη χώρα μας και ανυπομονούμε για τον επόμενο σταθμό στο μουσικό του ταξίδι αναζήτησης και προσδιορισμού της καλλιτεχνικής του ταυτότητας.