Μπαίνοντας στον δεύτερο μήνα του καλοκαιριού, η δράση αρχίζει να μεταφέρεται από τα αστικά κέντρα στην περιφέρεια, με νησιά, παραθαλάσσια θέρετρα και ορεινά χωριά να έχουν την τιμητική τους. Από την μακρά λίστα των δραστηριοτήτων που ακόμα λαμβάνουν χώρα στην πρωτεύουσα δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα φεστιβάλ, τα οποία στερηθήκαμε τα δύο προηγούμενα χρόνια λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Η ελπίδα για μία σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα έφερε έναν πακτωλό ανακοινώσεων για συναυλίες, μαζί με εκείνες που είχαν μετατεθεί τα προηγούμενα δύο καλοκαίρια. Η πρώτη μεγάλη συναυλία του Ιουλίου ήταν μέρος του Release Athens και περιελάμβανε τις πολλές εκφάνσεις της βρετανικής σκηνής, με τις μόνες rock n roll παραφωνίες στους The K’s, Sleaford Mods και Λίαμ Γκάλαχερ να αποτελούν ο εκ των ΗΠΑ παππούς του punk, Ίγκι Ποπ και οι δικοί μας Noise Figures. Δεν είναι άλλωστε οι παραφωνίες αυτό το στοιχείο δημιουργικού αυθορμητισμού που κάνουν το rock αυτό που είναι; Όσοι βρεθήκαμε στον όμορφο χώρο της Πλατείας Νερού ζήσαμε μία γεμάτη rock n roll βραδιά με απροσδόκητα οπαδικά στοιχεία, με τον ηλεκτρισμό να κατακτά τελικά τις διάσπαρτες εστίες αμηχανίας. Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή.

Οι πόρτες του Release Athens άνοιξαν λίγο πριν τις 6 για να υποδεχτούν τους λιγοστούς μουσικόφιλους που αψήφησαν τους 40 βαθμούς Κελσίου και το καυτό τσιμέντο για να πιάσουν κάγκελο, την ιδανική θέση που θα τους φέρει σε απόσταση αναπνοής από δύο σπουδαίους rock star, με τον καθένα να υπηρετεί το είδος από διαφορετικό πόστο. Οι υψηλές θερμοκρασίες και ο δυνατός ήλιος μας κράτησαν μακριά από το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισης του πρώτου act, οπότε δεν θα μπορούσε να κριθεί από τα τελευταία λεπτά. Ωστόσο, οι Noise Figures είναι ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα του garage ήχου στη χώρα μας, με τις έντονες ψυχεδελικές νότες τους να μην ταιριάζουν με το ηλιόλουστο σκηνικό. Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για κάποια λιγότερο καυτή και περισσότερο σκοτεινή στιγμή, όπου θα αναδειχτούν καλύτερα οι δυνατότητές τους για ατμοσφαιρικά live.

Την ίδια αποπνικτική ατμόσφαιρα κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και οι βρετανοί The K’s. Οι νεαροί από το Earlestown, ένα προάστιο μεταξύ Λίβερπουλ και Μάντσεστερ, φέρουν την κληρονομιά του τόπου τους που έχει γεννήσει μουσικούς θρύλους, χωρίς το ενδεχόμενο τέτοιων ανούσιων συγκρίσεων να φαίνεται πως τους επιβαρύνει. Το συγκρότημα δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα κάποια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά, αλλά τα μεμονωμένα singles τους γέμισαν την Πλατεία Νερού με ενέργεια και σπιρτόζικη διάθεση. Η indie rock τους ξεσήκωσε μερίδα του νωχελικού κοινού που είχε βρει καταφύγιο στα λιγοστά σκιερά σημεία, σπάζοντας τη γενικευμένη σιέστα. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους και το καθόλου αβανταδόρικο time slot, μοίρασαν χαμόγελα και ανεβαστική κιθαριστική indie, έβαλαν την πινελιά τους σε όλη την όγδοη μέρα του Release Athens και έθεσαν τις πρώτες ποδοσφαιρικές νότες, με την σημαία της Newcastle United να κοσμεί τη σκηνή. Η σύνδεση ποδοσφαίρου και rock μουσικής είναι γνωστή, με πολλά συγκροτήματα και μουσικούς, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία, να κάνουν τα σύμβολα των αγαπημένων ομάδων τους βασικά κομμάτια των ζωντανών τους εμφανίσεων. Από την αγάπη των Cure για την Reading και τη δεδηλωμένη πίστη του Λίαμ Γκάλαχερ στη Manchester City, η σκηνική παρουσία αποκτά ακόμα περισσότερο χρώμα και χαρακτήρα. Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, μαζί με τις έκδηλες μουσικές τους επιρροές, οι K’s έχουν χαρακτήρα και νεύρο, και σίγουρα θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.

Μιλώντας για χαρακτήρα, θα μπορούσαν να γραφούν χιλιάδες λέξεις για την περίπτωση των Sleaford Mods. Με τον Τζέισον Γουίλιαμσον στα φωνητικά και τον Άντριου Φερν πίσω από την κονσόλα, εκπροσωπούν την εργατική τάξη της Αγγλίας, με καυστικό στίχο και αιματώδεις εκρήξεις οργής προς το κατεστημένο και την κοινωνική απραξία. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησαν στη σκηνή, το electro-punk-rap ντουέτο εξήγγειλε τις πολιτικές του ανησυχίες, σε ένα κοινό που μάλλον ήταν απροετοίμαστο για τέτοιον καταιγισμό. Ο Άντριου Φερν, φορώντας ένα t-shirt απευθυνόμενο (με όχι και τόσο κόσμιο τρόπο) στον Άγγλο πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, γέμισε τον χώρο με μίνιμαλ ήχους μεγάλου μουσικού εύρους, πατώντας τόσο σε post-punk φόρμες όσο και σε trip hop και ηλεκτρονικά μονοπάτια. Η μουσική των Sleaford Mods σίγουρα δεν είναι προσβάσιμη και αρεστή σε όλους και δεν φάνηκε να συνδέεται με τα δύο μεγάλα ονόματα της βραδιάς. Η εμφάνισή τους ήταν, ομολογουμένως, εντυπωσιακή, με τον αεικίνητο Γουίλιαμσον να γυρίζει όλη τη σκηνή τραγουδώντας καταγγελτικά, και τον Φερν να προβαίνει σε νευρικές σπασμωδικές κινήσεις που πρόδιδαν δυναμισμό και πώρωση. Τα κομμάτια “I Don’t Rate you”, “Mork n Mindy” και “Thick Ear” έβαλαν το κοινό στο κλίμα του πρόσφατου και επιτυχημένου “Spare Ribs” του 2021, με τα πιο γνωστά “Kebab Spider”, “Jolly Fucker” και “Don’t Go” να δυναμιτίζουν τη σκηνή και το κοινό που ήταν πιο κοντά στον ήχο των Mods. Προς έκπληξή μου, υπήρχαν μερίδες οπαδών των Βρετανών στο πλήθος, οι οποίοι αγωνιούσαν μέχρι τελευταία στιγμή για το αν κατάφερε το συγκρότημα να βρεθεί στην Αθήνα, λόγω των μαζικών ακυρώσεων πτήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η εμφάνισή τους αντάμειψε αυτόν τον πληθυσμό, δεν φάνηκε όμως να ενθουσιάζει την πλειοψηφία του κοινού. Σε έναν μικρότερο χώρο και με ένα ακροατήριο φιλικότερο στους μουσικούς πειραματισμούς μεταξύ punk και rap, οι Sleaford Mods θα ήταν μεγαλειώδεις. Το φινάλε με το “Jobseeker” και το “Tweet Tweet Tweet” χειροκροτήθηκε, καθώς προμήνυε την άνοδο του επόμενου act στη σκηνή του Release Athens, αλλά δεν φάνηκε να αναγνώρισε την ειλικρινή και δυναμική εμφάνιση των δύο μουσικών.

Ο Λίαμ Γκάλαχερ αποτελούσε έναν διακαή πόθο του ελληνικού κοινού για αρκετά χρόνια, και η ανακοίνωση του ονόματός του ενθουσίασε τους θαυμαστές των Oasis, οι οποίοι έσπευσαν να κοινωνήσουν britpop νοσταλγία στον φαληρικό όρμο. Ο φλεγματικός Λίαμ ανέβηκε στη σκηνή με τη συνοδεία καπνογόνων, κραυγών και γηπεδικών “campeones, campeones” για την αγαπημένη του Manchester City. Είπαμε, η βραδιά είχε, παραδόξως, ποδοσφαιρικό χρώμα, με τον Γκάλαχερ να χαιρετίζει τον σύνδεσμο Ελλήνων φιλάθλων της City που είχε πιάσει κάγκελο και τραγουδούσε όλη τη βραδιά, κουνώντας σημαίες, κασκόλ και πανό των Μπλε του Μάντσεστερ. Ο πάλαι ποτέ frontman των Oasis είναι γνωστός για το εκρηκτικό του ταπεραμέντο, τον τσαμπουκά και την αθυροστομία του, κάτι που συχνά δίνει αφορμές για πολλά πειράγματα προς τον Γκάλαχερ, όπως ήταν η χτεσινή προβοκατόρικη εμφάνιση μίας σημαίας της Manchester United, της αιώνιας αντιπάλου της συμπολίτισσας City. Ο Γκάλαχερ ασφαλώς τσαμπουκαλεύτηκε, αλλά δεν ξέρουμε αν ήταν αυτός ο λόγος της αμήχανης εμφάνισής του.

Η έναρξη έγινε με Oasis, οι οποίοι αναπαράγονται όσο λίγες μπάντες από τους εγχώριους ραδιοφωνικούς σταθμούς. “Hello”, “Rock n Roll Star”, το επικό “Morning Glory”, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το σπίρτο για μία έκρηξη χορευτικών μεγατόνων, κάτι που όμως δεν έγινε. Τα κομμάτια που ακολούθησαν ήταν από το “C’mon You Know”, του πρόσφατου και αρτιότερου καλλιτεχνικά δίσκου του Λίαμ Γκάλαχερ, όμως δεν έκαναν γκελ σε ένα κοινό που αποδείχτηκε χλιαρό και κατώτερο των προσδοκιών. Παρά την στροφή προς τα πιο safe και δημοφιλή “Stand by Me”, “Roll It Over” και “Slide Away”, το vibe απουσίαζε, όπως και η επικοινωνία ανάμεσα στη σκηνή και το ακροατήριο. Ο Γκάλαχερ συνέχισε με τα επίσης φρέσκα “More Power”, “Diamond in the Dark” και το υπέροχο “Once”, και κάπου ανάμεσα σε ειρωνείες και ερωτήσεις σχετικά με το αν υπάρχουν οπαδοί των Oasis στο κοινό, έκλεισε την εμφάνισή του με τα “Cigarettes & Alcohol”, “Wonderwall” και “Champagne Supernova”.

Η εμφάνιση του Λίαμ Γκάλαχερ ήταν επαγγελματική και διαδικαστική, ο ίδιος εμφανίστηκε αποστασιοποιημένος, φορώντας (παρά τους 34 βαθμούς) το κλασικό μπουφάν που δεν αποχωρίζεται ποτέ, και το κοινό δεν έδειξε να ανταποκρίνεται σε μία πλήρη setlist, η οποία περιείχε κάποια από τα πιο πολυπαιγμένα κομμάτια των βρετανικών ‘90s. Η πολυαναμενόμενη επιστροφή του ενός εκ των δύο αδερφών Γκάλαχερ στην Αθήνα δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη και η αιτία θα μπορούσε να αποδοθεί σε αρκετούς παράγοντες. Δεν ξέρουμε ποιον πρέπει να «ενοχοποιήσουμε» για την ψυχρή ατμόσφαιρα· τον σνομπ και ιδιόρρυθμο Γκάλαχερ ή το κοινό, που όλο και συχνότερα βλέπει τις συναυλίες σαν κοινωνικά events, χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά. Η ανταπόκριση των θεατών στο “Wonderwall” συνοδεύτηκε από υψωμένα κινητά και φωτεινές οθόνες, που μπορεί να ερμηνευτεί αφενός ως ένδειξη διασκέδασης και αφετέρου ως ένα σημείο των καιρών, όπου η ανάγκη για κοινοποίηση της παρουσίας σε μία συναυλία ξεπερνά την επιθυμία να νιώσεις στο μεδούλι τις δονήσεις του τσιμέντου, τη φαντασμαγορία των φώτων της σκηνής και την ανατριχίλα από το συλλογικό τραγούδι των διπλανών, που, έστω και στιγμιαία, γίνονται ένα. Η αναζήτηση των αιτιών θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολλές πολλές ακόμα γραμμές, κρατάμε όμως σαν κατακλείδα την απουσία χημείας μεταξύ της σκηνής και (του μεγαλύτερου μέρους) του κοινού.

Αντίθετα με τη συνήθη τακτική που θέλει τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια να μένουν για το τέλος, ο Ίγκι Ποπ και η μπάντα του ανέβηκαν με φόρα στη σκηνή λίγο μετά τις 11:15, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με απαράμιλλης ισχύος ηλεκτρισμό και δυναμισμό. Όταν μία συναυλία ξεκινά με “TV Eye”, “I Wanna Be Your Dog”, “Lust for Life” και “The Passenger”, αναρωτιέσαι τι μπορεί να ακολουθήσει, όταν έχουν φύγει από τη φαρέτρα τα πιο δυνατά βέλη. Ο πανζουρλισμός ήταν δεδομένος, ο χορός αμείωτος, η ενέργεια αστείρευτη, σαν να είχαν μεσολαβήσει ώρες ολόκληρες από την προ ημιώρου ολοκλήρωση του προηγούμενου set. Ο Ίγκι, αειθαλής και νευρικός, παρ’ όλες τις αδυναμίες που αντιμετώπιζε φωνητικά, παρουσίασε ένα show με τις κορυφαίες στιγμές μίας σπουδαίας καριέρας, συνοδευόμενος από μία εξαιρετική ενορχήστρωση. Η μπάντα που τον συνόδευε έδωσε ένα υψηλής ποιότητας performance, με τους μουσικούς των πνευστών οργάνων να δίνουν νέα πνοή σε κομμάτια παγιωμένα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον συνολικό ήχο, που αποδείχτηκε αψεγάδιαστος, συνεπώς ήταν καθοριστικός παράγοντας για την ακουστική αρτιότητα της βραδιάς.

Κι αν αρχικά τρομάξαμε με το κρεσέντο επιτυχιών κατά την έναρξη, η συνέχεια μας καθησύχασε, βγάζοντας στην επιφάνεια την πιο αισθησιακή και groovy πλευρά της setlist. Τα “Five Foot One”, “Mass Production”, “Free” και “Run Like a Villain” ήταν προσεκτικά επιλεγμένα για να μεταφέρουν έντονα συναισθήματα και κορυφαίες μουσικές στιγμές σε ένα κοινό που παρουσίαζε μεγάλη ποικιλομορφία και ηλικιακές αποκλίσεις. Οικογένειες που μεταλαμπάδευαν την rock παιδεία στα βλαστάρια τους, παρέες σαραντάρηδων που τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι, μετέφηβοι στα πρώτα τους συναυλιακά βήματα, νεαρά και ηλικιωμένα ζευγάρια, ένας κόσμος διαφορετικός αλλά εξίσου μαγεμένος από τον αεικίνητο 75άρη που τραγουδούσε από ψυχής και κάθε τόσο μας ευχαριστούμε και μας υπενθύμιζε πόσο μας αγαπάει. Το μικρό tribute στους Stooges συνεχίστηκε με τα “I’m Sick of You” και “Death Trip”, συμπεριέλαβε το καθηλωτικό “Nightclubbing” και ολοκληρώθηκε με το μεγαλειώδες “Search and Destroy”, το οποίο, παραδόξως, απογειώθηκε από τα αδύνατα φωνητικά του Ίγκι, έναν συνδυασμό κραυγών και γρυλίσματος. Το φινάλε γράφτηκε με μία επικών διαστάσεων ερμηνεία των “Gimme Danger” και “Down on the Street” και έναν εγκάρδιο χαιρετισμό του Ίγκι Ποπ, που συνεχίζει να παραδίδει μαθήματα performance στο παγκόσμιο ροκ.

Ο πληθωρικός Ίγκι δεν είναι απλά ένας μουσικός που συνεχίζει να περιοδεύει στα 75 του. Είναι ένας θρυλικός καλλιτέχνης ο οποίος προσφέρει άπλετο θέαμα και ενέργεια, ένα ημίγυμνο αγέραστο ξωτικό που χοροπηδά κατά μήκος της σκηνής και ακτινοβολεί μαγικά επί 100 λεπτά. Μπροστά σε ένα ετερόκλητο κοινό έδωσε ένα ιστορικό live που ανέδειξε όλους αυτούς τους λόγους για τους οποίους η rock μουσική δεν βασίζεται απλά στις ενορχηστρώσεις, το στιχουργικό μέρος και τις φωνητικές δυνατότητες. Ο Ίγκι Ποπ έχει αυτό το μουσικό umami, την στόφα του μεγάλου rock n roll καλλιτέχνη, που καταπίνει τη σκηνή με το αστείρευτο πάθος του για ζωή. Αυτός είναι ο νονός του punk και ελπίζουμε πως έδωσε το βάπτισμα σε άλλη μία γενιά νεαρών ακροατών που βρέθηκε το ζεστό βράδυ της δευτέρας Ιουλίου στο Φάληρο.