Η έκθεση “Περί-γραφής” της Βούλας Ασωνίτη ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο της τέχνης, με σκοπό να εναποθέσει μια εξπρεσιονιστική ματιά ως προς την ανακάλυψη και την εξερεύνηση των προσλαμβανουσών της. Τα έργα της αιχμαλωτίζουν στιγμές καθημερινής παρατήρησης την οποία καταγράφουν με έντονη χειρονομία. Μέλημά της, μέσα από αυτή τη διαδικασία, είναι να μεταδώσει τις έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Οι επιρροές της φαίνεται να βρίσκουν τις ρίζες τους στους Fauve ή τους Kαταστασιακούς ως προς την χρωματική παραμόρφωση και την αυτόματη γραφή, δημιουργώντας συχνά σενάρια παραλόγου. Ταυτόχρονα, αξίζει να σημειώσουμε την συναρπαστική συνύπαρξη του ύφους της με την πνευματική ταυτότητα του δασκάλου της, Νίκου Κασκούρα, όπου οι επιρροές της είναι εμφανείς και δημιουργούν έναν αέρα από παραδρομή.

Η εικαστικός μας καλεί να εισέλθουμε σε έναν κόσμο όπου το υποσυνείδητο συνυπάρχει με το συνειδητό και μαζί αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του έργου. Μας δίνουν μια αίσθηση απόκλισης ή ατυχίας, θέτοντας τον θεατή σε έναν κόσμο όπου οι συνήθειες της τέχνης ανατρέπονται και οι παράξενες, αλλόκοτες εικόνες κυριαρχούν. Κατ’ επέκταση, θέτουν νέα πεδία σκέψης αναγκάζοντας τον θεατή να σκεφτεί έξω από συνηθισμένα πλαίσια. Εδώ, ο αυθορμητισμός της καλλιτέχνιδος φαίνεται να μιλά για το ζωώδες, το πηγαίο και το ένστικτο, καθώς η γραφή της είναι γρήγορη, φρέσκια, ζωηρή αλλά συνάμα περιγραφική. Με αυτόν τον τρόπο τα έργα της αιχμαλωτίζουν τη στιγμή, πειραματίζονται με τις χειρωνομιακές κινήσεις, αναδεικνύουν την αυθεντικότητα της έκφρασης, εικάζουν το φευγαλέο και ανοίγουν μια ευρεία συζήτηση προς τον υπαρξιακό προβληματισμό.

Επιπρόσθετα, η γραφή της θυμίζει σκαρίφημα, σημειώσεις ή τα δομικά στοιχεία μιας σύνθεσης που μπλέκεται επ’ άπειρο, περιγράφοντας τον κόσμο της καλλιτέχνιδος. Οι χρωματικές αποχρώσεις κυμαίνονται από το άσπρο ως το μαύρο, ενώ επιφέρονται επαναστατικά χρώματα για να σπάσουν την ηρεμία. Τα έργα της εξερευνούν, σχεδόν χορευτικά, τα σενάρια μιας χρωματικής παλέτας που φαίνεται να καταγράφει συναισθηματικές διακυμάνσεις με ακρίβεια καλώντας τον θεατή σε ένα ταξίδι ατονίας και έντασης. Μέσα σε αυτήν την προσέγγιση, αναδύονται και οι ανθρωποκεντρικές απεικονίσεις της που δεν εστιάζουν σε άλλο, παρά σε ενδόμυχες παρατηρήσεις. Οι μορφές της διακρίνονται από δυναμισμό ενώ συχνά διαφαίνεται μια θεατρικότητα στην κίνηση τους που δημιουργεί έναν αφηγηματικό διάλογο με τον θεατή.

Τέλος, η συνεισφορά της εικαστικού με αυτή τη γρήγορη και απελευθερωτική γραφή αγκαλιάζει την αυθορμητικότητα της ίδιας, δημιουργώντας έτσι, μια αλχημεία μεταξύ εννοιών του πηγαίου και του αφηρημένου. Άλλωστε, οι γρήγορες μορφές και οι υπαινιγμοί των κινήσεών τους, αιχμαλωτίζουν το φευγαλέο και το εφήμερο, προσκαλώντας τον θεατή σε έναν παράλληλο κόσμο που συνδυάζει τη θέαση με τη σκέψη και την αίσθηση, προσφέροντας μια εμβαθυμένη καλλιτεχνική εμπειρία. Αποφθεγματικά λοιπόν, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η έκθεση “Περί-γραφής” είναι μια απόκοσμη εμπειρία, που προσκαλεί τον θεατή να εξερευνήσει την πολυσύνθετη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από την διαχρονική γλώσσα της τέχνης.

-Νιόβη Κρητικού