Αισθάνονται συχνά την ανάγκη δραματουργοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και περφόρμερς να εξέλθουν από τα στεγανά μιας γραμμικής σκηνικής ανάγνωσης ή, ακόμα, να πληθύνουν διηγήσεις και αναπαραστάσεις, δημιουργώντας πιο σύνθετα πεδία λόγου και θέασης. Και είναι αλήθεια ότι η συσχέτιση του σκηνικού κώδικα με την πραγματική ζωή δεν είναι καινοφανής υπόθεση, αλλά δομικό συστατικό του θεάτρου. Ο χορός της αρχαίας τραγωδίας, η παράβαση της αττικής κωμωδίας, ο αφηγητής, η φιλοσοφία που διαπνέει τα έργα του ισπανικού μπαρόκ, το θέατρο εν θεάτρω στον Σαίξπηρ και αργότερα στον Πιραντέλλο ή στον Ζενέ είναι μερικές μόνο εκφάνσεις μιας ενδιάθετης τάσης των δραματουργών να επιμηκύνουν τις διαστάσεις του ζωτικού χωροχρόνου της σκηνής, προκαλώντας μια ταλάντευση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την επίγνωση ότι αυτό που διαδραματίζεται ενώπιόν μας δεν είναι παρά μια κατασκευή.

Η έννοια του «μεταθεάτρου», όπως τη διατύπωσε ο Λάιονελ Άμπελ, συσφαιρώνεται γύρω από ένα διάλογο που αναπτύσσει το θέατρο με τον εαυτό του, τη δυνατότητά του να εναρμονίζει πολλαπλά υποκείμενα (τον συγγραφέα, τον χαρακτήρα του έργου, τον ηθοποιό) και να καθιστά το ίδιο το σκηνικό τυπικό κινητήρια δύναμη μιας δραματουργικής σύλληψης. Προσομοιάζει, θα λέγαμε, με την mise en abyme στην λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, τις εγκιβωτισμένες μικροαφηγήσεις και εικόνες μέσα σε μεγαλύτερα μεγέθη που συνομιλούν μαζί τους και στόχο έχουν να τους κομίσουν περαιτέρω βάθος και προοπτική.

Το έργο του Μάικλ Φρέιν «Το Σώσε» (τίτλος πρωτότυπου «Noises off») απαντά στις μεταθεατρικές πρακτικές που θέλει το θέατρο σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση με ένα «έξω» ή «πέρα» από τη στενά καθορισμένη σύμβαση. Αντλεί συστατικά από τη γαλλική καλοκουρδισμένη φάρσα του Φεντώ και του Λαμπίς αναμεμειγμένα με γκαγκς του βωβού κινηματογράφου και με ασθμαίνοντες ρυθμούς που θυμίζουν φουτουριστικά spectacles. Ο Φρέιν, ιεροφάντης του θεάτρου και γνωστός για τις μεταφράσεις του στα αγγλικά των έργων του Τσέχωφ, εκκινεί από μια διεισδυτική παρατήρηση του κόσμου των παρασκηνίων, τον οποίο μετατρέπει σε πρωταγωνιστή, αντιστρέφοντας τους όρους, φωτίζοντας τις οπίσθιες  όψεις πραγμάτων και προσώπων και αποδομώντας την όποια, μέχρι τώρα, αδιατάρακτη σκηνική μυθολογία. Το σχόλιό του, αν και φαντάζει σπαρταριστό και σκοπεύει σε ένα αβίαστο, ανακλαστικό γέλιο, εμπερικλείει την αίσθηση μιας παντοδύναμης πραγματικότητας, ικανής να ναρκοθετήσει ακόμα και τα θεμέλια της τέχνης.

Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ενσωματώνοντας ποικίλες αναφορές από τη θεατρική εμπειρία, χειρίστηκε το έργο σαν σκηνικό παιχνίδι, τονίζοντας την, κατά κάποιο τρόπο, υβριδική υφολογία του. Με δεδομένο ότι ένα πόνημα σαν αυτό αξιώνει γερό και εκ των ένδον έλεγχο και βαθιά αίσθηση της ρυθμολογίας του σκηνικού χρόνου, η διαρκής ροή, το στοιχείο της έκπληξης, οι τεμαχισμένες αναπαραστάσεις, η «φυσιογνωμία» του κωμικού, η δυναμική της ατάκας που επιτεύχθηκαν διέγραψαν το φρενήρες και χαοτικό χωρίς να προδίδουν εσωτερική αποδιοργάνωση ή χαλαρή σκηνοθετική δομή. Αυτό ακριβώς συνιστά και τη συνθήκη που επιτρέπει στο γέλιο να αναπνέει, διεγείροντας το ένστικτο και τις αχαρτογράφητες περιοχές της διάθεσης παρά τους μηχανισμούς της λογικής.

Οι ερμηνείες, όλες ανεξαιρέτως, υπηρετούν το επί ξυρού ακμής σκηνικό tempo με λεπτουργικές τεχνικές, εκπέμποντας ενίοτε την αίσθηση μιας μετάστασης των καταστάσεων σε ένα σχεδόν μεταφυσικό φάσμα. Κεκτημένο τους αποδεικνύεται το γεγονός ότι οι ρόλοι, αν και εν πολλοίς καταγράφονται στην περιοχή της καρικατούρας, ανυψώνονται σε χαρακτήρες και παγιώνονται ως ολοκληρωμένες οντότητες. Με μια αντισταθμιστική παρουσία, ως προς τη συνολική ιλιγγιώδη κινητικότητα, η παρουσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου κρίνεται κομβική, ενώ γλαφυρές και με βαθιά ματιά στη σκιαγράφηση των προσώπων αποκρυσταλλώνονται οι ερμηνείες της Λένας Παπαληγούρας και του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.

Διαβάστε επίσης:

Το Σώσε, του Μάικλ Φρέιν σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο Θέατρο Παλλάς