Ο Ανδρέας Αποστολίδης, ο οποίος ανέλαβε και έφερε εις πέρας και με επιτυχία τη μετάφραση του βιβλίου του Ναμπόκοφ, αναφέρει στο επίσης διαφωτιστικό επίμετρό του: “Ο Ναμπόκοφ σχηματίζει ψιθύρους στο δρόμο του αναγνώστη μεταφέροντας, συχνά και ανύποπτα, στοιχεία από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο”. Πρόκειται για έναν δεξιοτέχνη της γλώσσας και της αφήγησης, έναν γλωσσοπλάστη που καταφέρνει να μας καθηλώνει με τη μοναδικότητα της αφήγησής του δημιουργώντας ιμπρεσιονιστικούς πίνακες και προβάλλοντας τις σχέσεις των ανθρώπων ενώ ο ίδιος παραδέχεται πως ποτέ δεν μελέτησε τους ιμπρεσιονιστές. Και όμως στο σκληρό δίσκο της γραφής του μοιάζει να είναι εγγεγραμμένος ο κοινός παράλληλος βίος με την παρατήρηση των ιμπρεσιονιστών. Αυτό επιτυγχάνει και ο Ναμπόκοφ και για αυτό οι σελίδες των βιβλίων του περνούν από μπροστά μας δημιουργώντας εικόνες.

Αλμπίνους: ένας ήρωας μοιραίος, ένας χτυπημένος από τη μοίρα του έρωτα

Ο Ντοστογιέφσκι είχε πει κάποτε πως η ομορφιά θα μας σώσει και δράττομαι της ευκαιρίας για να διασκευάσω την ρήση του και να πω πως η ομορφιά των βιβλίων είναι πάντα ικανή να μας σώσει. Γιατί υπάρχουν βιβλία που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία και αυτή η ιστορία αξίζει να αναδειχθεί. Ο Ναμπόκοφ είναι ένας από αυτούς τους συγγραφείς που μας συνεπαίρνουν, που μας απογειώνουν την ανάγνωση και τα βιβλία του μας καθηλώνουν. Ο ήρωάς του είναι σάρκα και αίμα της τρωτής ανθρώπινης μοίρας που ορίζεται από τα τωρινά πάθη του έρωτα και του πόθου. Είναι όμως και ένα θύμα της ίδιας του της ύπαρξης, ένας σχοινοβάτης των ονείρων του, ένας ηνίοχος του οποίου το άρμα δεν δύναται να οδηγηθεί ορθόδοξα και για αυτό παρεκκλίνει και χάνει τα πατήματά του.

Είναι ένας ήρωας ο οποίος μοιάζει χαμένος στον δρόμο για τον έρωτα και χαμένος στη μετάφραση για τον πόθο που όμως που δεν του επιστρέφεται από τη Μάργκοτ και μάλιστα θα γίνει και θύμα της ο ίδιος. Επιμένει με επιμονή και υπομονή να τραβήξει την προσοχή της, να προσελκύσει το βλέμμα της, είναι ικανός να πάει στο φεγγάρι για χάρη της, τόσο πολύ έχει θαμπωθεί από την παρουσία της και την αύρα της που έχει χάσει τον προσανατολισμό του και μοιάζει με καράβι ακυβέρνητο που αναζητά επιμόνως τη στεριά της σωτηρίας. Ο Ναμπόκοφ τον ντύνει με το πέπλο ενός νέου Ρωμαίου που μένει χωρίς την Ιουλιέτα του. Είναι ένας ήρωας καθαρά Τσεχοφικός παρμένος από μια άλλη εποχή που επανασυστήνεται στον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν αλλά μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι θα κάνουν πάντα τα ίδια λάθη. Η αφηγηματική ευφυΐα του Ναμπόκοφ και η λογοτεχνική του δεξιότητα αποκαλύπτονται με υπέροχο και μοναδικό τρόπο άλλη μία φορά ενώπιόν μας και τον κατατάσσουν αναμφίβολα ως έναν από τους κορυφαίους του είδους.

Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ σχολιάζει με γλαφυρό τρόπο σχετικά με το λογοτεχνικό του έργο: “Ανέκαθεν αδιαφορούσα για τα κοινωνικά προβλήματα και απλώς χρησιμοποιούσα το υλικό που συνέβαινε να βρίσκεται κοντά μου, όπως ένας ευφράδης συνδαιτυμόνας σκιτσάρει με το μολύβι του μια γωνία του δρόμου στο τραπεζομάντιλο ή διευθετεί ένα ψίχουλο και δύο ελιές σε μια διαγραμματική θέση ανάμεσα στο μενού και στην αλατιέρα”. Το κυριότερο πρόβλημα του ήρωα είναι η ταυτότητά του, η θέση του στην κοινωνία και η έκφραση των θέλω του που εκτροχιάζονται σε καθημερινή βάση. Αυτή η απώλεια της προσωπικής του αξιοπρέπειας μέσα από την δραματικότητα των στιγμών που ζει τον οδηγεί σε πράξεις που δεν έχουν κανένα νόημα, το ερωτικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται είναι η ουσία της φύσης του, την οποία αδυνατεί να εξουσιάσει. Αναμφίβολα, αυτό το βιβλίο γραμμένο το 1938 ζει στο τώρα και μπορεί και συγκινεί εις το διηνεκές ενώ δεν είναι μυστικό πως ανακοινώνει την έλευση της περίφημης Λολίτας του που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1955.

Η Μάργκοτ είναι το πρόσωπο κλειδί στη ζωή του μα παράλληλα είναι και η ταφόπλακα της αξιοπρέπειάς του καθώς αδυνατεί να αντισταθεί στον πειρασμό να την υπηρετήσει, να την αφήσει να τον εξουσιάσει μέχρι τελικής πτώσης. Ο Ναμπόκοφ καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς της μοίρας του ήρωά του και να μοιραστεί μαζί μας το πεπρωμένο του που μοιάζει αναπόφευκτο, μοιάζει σαν ένα αυτοκίνητο που ήδη κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον γκρεμό, ονειροπαρμένος από μια πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή. Διακρίνεται μια ομοιότητα μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και του έργου του Ναμπόκοφ καθώς διαβάζοντας το βιβλίο αναμένουμε αναμφίβολα και την έλευση της κορύφωσης, σαν ο χορός να ακούγεται από πίσω υπόκωφα ενώ η πλοκή συνεχίζει να διαδραματίζεται.

Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ αφηγείται μέσω του Αλμπίνους: “Όλα ήταν υπερβολικά ήσυχα για να μοιάζουν φυσικά. Η σιγαλιά έπαιρνε απόκοσμες διαστάσεις επερχόμενης καταιγίδας – που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει σε βροντερά γέλια. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι του. Φορώντας πυτζάμες και παντόφλες προχωρούσε αθόρυβα στο διάδρομο. Παράξενο: Ο τρόμος του είχε εξαφανιστεί. Ο εφιάλτης έδινε τη θέση του στο οικείο, γλυκό συναίσθημα της απόλυτης ελευθερίας, ασυνήθιστο στ’ αμαρτωλά όνειρα”. Η ποιητικότητα της αφήγησης και η λυρικότητα είναι, δίχως άλλο, χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς στα μυθιστορήματα του Ναμπόκοφ αν και έχει και στοιχεία αποσύνθεσης του ήρωά του τον οποίο παρατηρούμε να αυτοδιαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Ο Ναμπόκοφ έχει ήδη παίξει το θεατρικό του τέλος και δεν μένει παρά να το ανακοινώσει και επίσημα. Σε κάθε περίπτωση, τα έργα του αποτελούν μια κληρονομιά ξεχωριστή έχοντας διαμορφώσει από μόνος του μια σχολή που θυμίζει εκείνη του μεσοπολέμου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Είχε τρομοκρατηθεί. Είχε ανάψει. Δεν ήταν συνηθισμένος να κοπανάει πόρτες. Ένιωθε την οδύνη του ανικανοποίητου πόθου”

“Η Μάργκοτ είχε αδειάσει το τρίτο ποτήρι της μονορούφι και καθόταν τώρα στητή να κοιτάζει ίσια μπροστά της με μάτια που γυάλιζαν”

Διαβάστε επίσης:

Γέλιο στο σκοτάδι: Το βιβλίο του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ από τις εκδόσεις Άγρα