Οι μεγαλοφυείς συγγραφείς υπερβαίνουν το θέμα τους και η μαγεία της λογοτεχνίας έγκειται ακριβώς σε αυτή την υπέρβαση. Επιλέγουμε μια ιστορία για να τη διηγηθούμε και να γονιμοποιήσουμε τις ιδέες μας. Η σπερματική ικμάδα του κειμένου εξαρτάται από την ποιότητα του αφηγηματικού νου.
Ο Χέρμαν Μπροχ, αναμφίβολα σπουδαίος, επιφανές μέλος του big five της γερμανόφωνης λογοτεχνίας στις αρχές του εικοστού αιώνα, αποφάσισε κάποτε να συνθέσει μια μεγάλη αφήγηση για το φαινόμενο της μαζικής ψυχολογίας και για τη συλλογική αλλοφροσύνη που προκάλεσε η επέλαση του ναζισμού. Το εγχείρημά του αυτό πέρασε από χίλια κύματα, άλλαξε δομή, τίτλο, τύχη εκδοτική, ήρθε και πήγε όχι μια και δυο φορές, ακολουθώντας τις μετακινήσεις του συγγραφέα σ’ ένα κόσμο παρανοϊκής βίας που θα μπορούσε να τον είχε καταπιεί. Στο τέλος αποκρυσταλλώθηκε σε αυτό το σώμα που έχουμε σήμερα ανά χείρας μεταφρασμένο περίφημα από την Σοφία Αυγερινού. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της φιλόδοξης του αφήγησης ο Μπροχ ακροβατεί ανάμεσα στην αχαλίνωτη ποίηση και στη χιμαιρική πρόβα, δημιουργώντας τοπιογραφίες υψηλού κύρους. Ωστόσο, «Τα Μάγια» του απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν αριστούργημα. Είναι ένα αχανές και άναρχο αφήγημα, μια ατυχής προσπάθεια ή, αν προτιμάτε, μια προσπάθεια με ατυχή έκβαση προκειμένου να σταθεί ισάξια απέναντι στους αριστουργηματικούς «Υπνοβάτες».
Πολλές οι σελίδες στις οποίες διασπαθίζεται η χάρη του μεγάλου συγγραφέα. Η μεταφραστική δεινότητα και η φιλοτιμία της Σοφίας Αυγερινού προσπάθησε να τις κρατήσει σε κάποιο ύψος. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν εφικτό, καθώς το κείμενο είναι γεμάτο ρωγμές και ανισότητες. Υπάρχουν βέβαια απαράμιλλα εδάφια που αποδίδονται με περισσή χάρη στη γλώσσα μας. Αξίζει κανείς να το διαβάσει μόνο για αυτά τα εδάφια; Αξίζει! Ο Χέρμαν Μπροχ έστω και αν δεν βρίσκεται στη μεγάλη του ώρα, έρχεται να μας θυμίσει πώς έγραφαν οι παλιοί μυθιστοριογράφοι. Τα χρόνια περνούν, οι αφηγηματικοί μέθοδοι αλλάζουν, οι ιστορίες μας τρέχουν με υπερηχητική ταχύτητα, οι πειραματισμοί αφθονούν, λείπουν όμως εκείνες οι στοχαστικές στιγμές της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας που σημάδεψαν το παγκόσμιο μυθιστόρημα. Όπως για παράδειγμα μια εξαντλητική μελέτη για το μίσος:
«Είχαν περάσει καμιά εξηνταριά χρόνια, αλλά το μίσος είναι άχρονο» (σελ. 163)
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«…Επειδή το μίσος δεν έχει πια διέξοδο, οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να τρέξουν πίσω από εκείνον που μισεί και τους υπόσχεται τη γνώση που δεν έχει». (σελ. 178)
«Όποιος μισεί είναι άνθρωπος της λεπτομέρειας κι όταν μισεί κάποιον, γνωρίζει ακριβώς την επιφάνειά του, αρχίζοντας από τα πέλματα μες στα παπούτσια ως τα μαλλιά που σαλεύουν στον αέρα πάνω από μισητό κεφάλι. Αν θέλει κανείς κάποια πληροφορία ας στραφεί προς αυτόν που μισεί, αν θέλει όμως να μάθει πώς έχουν τα πράγματα στ’ αλήθεια, ας ρωτήσει αυτόν που αγαπάει» (σελ. 179)
Ο αφηγητής του Μπροχ, ο επαρχιακός γιατρός είναι ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας από κάθε άποψη, ακόμα και αν σύμφωνα με όσα λέει ο δημιουργός του, έχει ενδώσει στο νοσηρό προσηλυτισμό του δαιμονικού Μάριους, προσωπίδας πίσω από την οποία θα μπορούσε να κρύβεται η αυτού εξοχότης ο Αδόλφος Χίτλερ. Η μάνα Γκίσον είναι χαρακτήρας-μήτρα, μακρινός απόηχος της χαμένης μητριαρχίας. Ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες χωρούν τόσοι άλλοι, που παρουσιάζονται άλλοτε συμμετρικά και άλλοτε ασύμμετρα, σε ένα κείμενο που τη μια στιγμή σε «μαγεύει» και την άλλη σε αποκαρδιώνει. Δεν αρκούν οι προθέσεις, το ταλέντο, η φιλοτιμία. Χρειάζεται κι ένας στοιχειώδης ορθολογισμός που φαίνεται πως στα χρόνια του μοντερνισμού και της παγκόσμιας υστερίας είχε χαθεί.
Διαβάστε επίσης:
Χέρμαν Μπροχ – Τα Μάγια: Συναρπαστικό βιβλίο του Αυστριακού συγγραφέα