Η Ελένη Πριοβόλου είναι από τις συγγραφείς που έχουν έναν δικό τους τρόπο να συνδιαλέγονται με την Ιστορία και να αφομοιώνουν τις κοινωνικές, πολιτικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις της στο λογοτεχνικό τους έργο. Αυτό κάνει και σε αυτό το μυθιστόρημά της, θέτοντας την Ιστορία ως το πρωταρχικό υλικό της μυθοπλασίας. Ωστόσο, αυτό που ιδιαιτέρως απασχολεί την Ελένη Πριοβόλου σε όλο της το έργο είναι ο άνθρωπος στο πέρασμά του μέσα από τα ιστορικά γεγονότα. Η πάλη του για την επιβίωση, τόσο σε φυσικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο πολιτισμού αλλά και εθνικής μοίρας.

Η Πριοβόλου αγαπάει τον άνθρωπο και στέκεται δίπλα του. Αφουγκράζεται τις ωδίνες της υπαρκτικής του διάψευσης και συμπάσχει μαζί του. Βλέπει τα όνειρά του και διαισθάνεται τις ελπίδες του αλλά, κυρίως, βιώνει μαζί του τον πόνο μπροστά «στην απάνθρωπη εξουσία των αγορών» που επιμένουν ότι «η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμιά αξία».

Από την Αθήνα και τον Καναδά του αντιδικτατορικού αγώνα στη δεκαετία του ‘60 ως τον Λίβανο του σπαρακτικού εμφύλιου πολέμου και στη σύγχρονη εποχή εκτείνεται χωροχρονικά το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου με τίτλο Στη ζωή νωρίς νυχτώνει, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Οι κεντρικές ηρωίδες του Στη  ζωή νωρίς νυχτώνει είναι δυο γυναίκες η Άρια και η Οριάνθη, δυο γυναίκες που θα αναγκαστούν, λόγω των πολιτικών καταστάσεων που επικρατούν στην Αθήνα της εποχής,  να διακόψουν, με έναν εντελώς βίαιο τρόπο μια εξελισσόμενη και πολλά υποσχόμενη φιλία τους, για να βιώσουν, η κάθε μια με τη σειρά της, τα δραματικά γεγονότα που συντάραξαν, τόσο την Αθήνα της επταετίας όσο και τον Λίβανο του εμφύλιου σπαραγμού. Πολλά χρόνια αργότερα η δύναμη της ζωής θα τις ξαναφέρει κοντά για να αναλογιστούν όλα όσα βίωσαν αλλά και για να θυμίσουν στον αναγνώστη ότι υπάρχουν αξίες που δεν χάνονται στον χρόνο, δεν κάνοντας την αφήγηση της μνήμης τον πραγματικό πρωταγωνιστή αυτού του βιβλίου.

Αυτό είναι το συγγραφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η Πριοβόλου στήνει το αφηγηματικό σύμπαν της ιστορίας δύο ανθρώπων που η μεγάλη Ιστορία, καθόρισε, αδιάφορη στο πέρασμά της. Επί της ουσίας, όμως, η Πριοβόλου, με μια εξαιρετική τεχνική εγκιβωτισμένων αναμνήσεων και αναδρομών, μάς παρουσιάζει την κοινή μοίρα αλλά και τον κοινό πολιτισμό των μικρών λαών της Μεσογείου, στρεφόμενη στο Παλαιιστινιακό και αφήνοντας να διαφανεί πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι όταν παλεύουν για την απόκτηση της ταυτότητάς τους, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο έθνους.

Οι ήρωές του βιβλίου είναι άνθρωποι που διεκδικούν την αυτονόητη ελπίδα του αύριο σε έναν κόσμο που, ενώ αλλάζει ραγδαία, αδυνατεί διαχρονικά να προασπίσει την ατομική και κοινωνική ελευθερία, την ταξική ισορροπία και την ευγένεια της ηθικής και πολιτισμικής τάξης. Τόσο οι κεντρικές ηρωίδες όσο και οι δευτεραγωνιστές αυτού του βιβλίου κινούνται μέσα στις σελίδες της Ιστορίας με μια αξιοσημείωτη αξιοπρέπεια, άλλοτε παίρνουν μέρος ενεργά στα γεγονότα κι άλλοτε αφήνονται να παρατηρούν την καταστροφική τους μανία.

Ποτέ όμως δεν εφησυχάζουν. Και αυτό είναι που θέλει η Πριοβόλου να επισημάνει. Ο κοινωνικός μη εφησυχασμός είναι απαραίτητος όσο και το οξυγόνο για τη ζωή. Οι ηρωίδες αντιμετωπίζουν αναπάντεχες και, συχνά, ακραίες καταστάσεις, δοκιμάζονται στις κακουχίες του πολέμου, στην ξενιτιά, στη μοναξιά, παλεύουν να μην αποκοπούν από τις ρίζες τους, έρχονται αντιμέτωπες με τον θάνατο. Ποτέ όμως δεν σταματούν να ονειρεύονται ότι μια καλύτερη ημέρα μπορεί να υπάρξει μόνο αν κινήσουμε όλοι τους μηχανισμούς εκείνους που θα τη φέρουν, έστω κι αν στην εξελικτική πορεία της ζωής τους γεμίσουν τραύματα και πληγές. Έτσι όταν συναντιούνται ξανά αναπολούν τις στιγμές μιας ζωής που δεν όριζαν αλλά που η ανθρωπιά, η φιλία και η αγάπη μπόρεσαν να καθορίσουν.

Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τη μεστή γλώσσα της κλασικής λογοτεχνίας δημιουργεί μια πολυεπίπεδη πυκνή ιστόρηση υπογράφοντας ένα μυθιστόρημα το οποίο μπορεί να γίνει τροφή για σκέψη και να εγείρει ερωτηματικά σε κοινωνικό, πολιτικό, ανθρωπολογικό και ιδεολογικό επίπεδο. Ένα πολυδιάστατο έργο για τη φιλία, την ειρήνη και την ομορφιά των ανθρώπων που μάχονται να διεκδικήσουν την ύπαρξή τους σε έναν κόσμο που συχνά τους στερεί το δικαίωμα να ανήκουν κάπου και που πολύ γρήγορα μαθαίνουν ότι «ο άνθρωπος έχει δύο όψεις. Τη μια για να επιβιώνει και την άλλη για να ζει».