Η ομάδα χρώμα παρουσιάζει στο χώρο «Προσωρινός» μια Θεατρική – Μουσική τριλογία. Η τριλογία αρχίζει με την παράσταση «Θυμάσαι τη φωνή μου; E. Piaf – Σ. Μπέλλου». Πρόκειται για μια Θεατρική – Μουσική παράσταση για τις δύο διαφορετικές αλλά μεγάλες αυτές φωνές και προσωπικότητες με τη Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου την οποία θα απολαύσουμε μετά από αρκετά χρόνια στη σκηνή. Η ηθοποιός απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για την ενδιαφέρουσα παράσταση σε κείμενα και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή, για το θέατρο γενικά αλλά και τους λόγους που της κέντρισαν το ενδιαφέρον στην παρούσα δουλειά.

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

Culturenow.gr: Στις 22 Φεβρουαρίου θα παρουσιάσετε την παράσταση «Θυμάσαι τη φωνή μου; E. Piaf – Σ. Μπέλλου». Πείτε μας δυο λόγια για την παράσταση, για τον δικό σας ρόλο σε αυτή αλλά και το ρόλο της μουσικής.
Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου:
Πρόκειται για μια παράσταση, που η βάση της και η φόρμα της είναι αυτή του καμπαρέ. Θραύσματα  λόγου (για το πώς έζησαν, για το τί είπαν), τραγούδια που αγάπησαν και αγαπήθηκαν (τραγουδούν η Ελπίδα Μεταξά και ο Bertrand Moreau), με τη συνοδεία του ακκορντεονίστα Ηρακλή Βαβάτσικα και τον Μανούσο Κλαπάκη στα κρουστά. H μουσική δεν περιορίζεται μόνο στα τραγούδια αλλά μέσα από αυτοσχεδιασμούς λειτουργεί σαν παρτιτούρα της παράστασης. Μου ανατέθηκε ο «λόγος» που  προσπαθώ να τον επικοινωνήσω μέσα από το σχήμα του «κομπέρ».

Cul.N.: E. Piaf – Σ. Μπέλλου. Δύο χαρακτηριστικές φωνές, «ανεξίτηλες» στη μνήμη απόλυτα διαφορετικές όμως. Ποιό είναι αυτό το στοιχείο ή τα στοιχεία που τις φέρνουν τόσο κοντά ώστε να μοιράζονται την ίδια σκηνή;
Ρ.Β.:
Είχαν την ίδια δυναμική στον τρόπο που τραγουδούσαν. Σα να ήταν στο δρόμο, στην πλατεία. Με δωρικότητα. Μέσα από το προσωπικό τους πόνο, περνούσε στον κόσμο το καθολικό αίσθημα του τραγουδιού που ερμήνευαν.

Cul.N.: Ποιά στοιχεία της Piaf και της Μπέλλου ξεχωρίζετε και ποια δικά σας στοιχεία, ενδεχομένως, θα θέλατε να «συνυπάρξουν» στην ερμηνεία σας;
Ρ.Β.:
Η ζωή τους τέχνη και η τέχνη τους ζωή. Ένα νόμισμα με δύο όψεις. Όταν σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό ταυτίζονται τότε μιλάμε για αληθινούς αρτίστες. (Κατά τη γνώμη μου). Αυτό θαυμάζω κι εκεί εστίασα την ερμηνεία μου: «Δαίμων εναντίον εαυτού».

Cul.N.: Επιστρέφετε μετά από αρκετά χρόνια στη σκηνή, από το Χυτήριο αν δεν κάνω λάθος. Στους λόγους της απουσίας σας συμπεριλαμβάνεται και η έλλειψη ενός σημαντικού θεατρικού ερεθίσματος; Τι ήταν αυτό που σας «κέντρισε» το ενδιαφέρον στην παρούσα δουλειά;
Ρ.Β.:
Δεν έχω φύγει ποτέ από το θέατρο. Άρα, δεν τίθεται θέμα επιστροφής. Ένας καλλιτέχνης δεν είναι δημόσιος υπάλληλος. Άλλωστε όταν δεν παίζω στο θέατρο διδάσκω, στα πλαίσια της σχολής ανεβάζω παραστάσεις με τους μαθητές μου, προχωράω την τεχνική του λόγου μου, σκέφτομαι, διαβάζω, συντηρώ τη φυσική μου κατάσταση. Καμία απουσία λοιπόν, πιο σημαντική η μεταλαμπάδευση των γνώσεων μου στους μαθητές και κυρίως πιο υπεύθυνη. Όσον αφορά για τις ενδεχομένως προτάσεις που μπορεί να είχα; Πάντα λειτουργώ με το ένστικτο. Το καλλιτεχνικό μου ένστικτο. Τι εννοώ: έτσι κι αλλιώς θεωρώ ότι πρέπει να συμπορευόμαστε, εμείς οι παλιότεροι γενιά με την νεότερη. Αυτό το πάντρεμα κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον σαν ανταλλαγή ιδεών, σαν σύμπλευση. Όταν λοιπόν γνώρισα τον Κωνσταντίνο Χατζή αντελήφθη ότι έχω να κάνω μ’ έναν άνθρωπο ταλαντούχο και κυρίως εγγράμματο. Ένιωσα ότι βρήκα έναν καινούργιο συνοδοιπόρο. Επίσης το στοίχημα ήταν: «άλλη μια Πιάφ» και «άλλη μια Μπέλλου»; Ε λοιπόν ναι! Δεν είναι μόνο η ιδέα αλλά βασικά η υλοποίηση της. Άλλωστε όσο πιο γνωστό ή κοινό το θέμα τόσο πιο μεγάλο το στοίχημα.

Cul.N.: Διανύουμε μια περίοδο αρκετά δύσκολη, απρόβλεπτη και δυσοίωνη. Ως καλλιτέχνις πώς βιώνετε αυτή την κατάσταση και πώς βλέπετε να διαγράφεται το μέλλον; Θεωρείτε πως για την τέχνη του θεάτρου και γενικότερα για τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του είναι μια ευκαιρία κατάθεσης άποψης και δημιουργίας πιο ουσιαστικών ίσως πραγμάτων;
Ρ.Β.:
Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι ένας απλός πολίτης που υποφέρει σ’ αυτόν τον πόλεμο, όπως κι εσείς, όπως και όλοι μας. Αυτό που μπορώ να προσφέρω με τις μικρές μου δυνάμεις είναι η γενναιοδωρία του να είμαι σε δουλειές που δεν είναι «mainstream», που γίνονται εκ του μηδενός και που στόχο τους έχουν την προσφορά ενός υψηλού καλλιτεχνικού αποτελέσματός και με χαμηλό εισιτήριο για το κοινό.

Cul.N.: Εσείς προσωπικά, για να επιστρέψουμε στην παράσταση, τι θα θέλατε να αποκομίσει ο θεατής φεύγοντας; Με ποιες σκέψεις ή ποια συναισθήματα να αφήσει το χώρο του θεάτρου;
Ρ.Β.:
Ο Ζαν Ζενέ έλεγε στον «Σχοινοβάτη» του: «εσύ ήρθες εδώ για να μαγέψεις το κοινό».

Cul.N.: Επόμενα θεατρικά σχέδια; Έχετε προγραμματίσει κάτι για μετά το τέλος των παραστάσεων ή το καλοκαίρι ενδεχομένως;
Ρ.Β.:
Πολλές σκέψεις, πολλοί σχεδιασμοί. Θα υλοποιηθεί ό,τι οι τρέχουσες συνθήκες επιτρέψουν.