Χραατς! Έσκιζε το λευκό φάκελο με το αυτοκόλλητο παζλ και τη σφραγίδα με το λογότυπο με μια μεγάλη, σίγουρη κίνηση. Έβγαζε το cd από μέσα, το κοίταγε, με κοίταγε στα μάτια και μου έλεγε:

– Πάλι αγγλόφωνο μου έφερες;
– Μα, σε εμένα το λες αυτό βρε Βαγγέλη που …
– Να τους πεις να γράφουν ελληνικά.

Ειπωμένο με ένταση και ένα πλατύ χαμόγελο ταυτόχρονα.

Όχι μόνο δεν καταλάβαινε πως είναι δυνατόν κανείς να προτιμά να εκφράζεται σε μία  γλώσσα άλλη από τη γλώσσα του, αλλά ώρες-ώρες ένιωθα ότι τον στεναχωρούσε κιόλας. Από την άλλη πάλι ήταν μάλλον σαφές ότι δεν χρειάζονταν να του εξηγήσεις. Ήξερε.

Πίστευε όμως πάρα πολύ στον συγκερασμό της μουσικής ρίζας της ελληνικής παράδοσης με τον ήχο και ορισμένα ιδιώματα του ροκ. Με ελληνικό στίχο εννοείται. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα αυτό. Και δεν τον απασχολούσε μόνο θεωρητικά αλλά και στην πράξη. Με τους Ελελεύ παρουσίασε τα πρώτα ευρήματα αυτής της αναζήτησης του.

Αγώνας δρόμου με αρχή και δίχως τέλος*

Αλλά δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με την τέχνη του και την προσωπική του μουσική έρευνα όσο θα ήθελε, όσο θα έπρεπε και όσο όφειλε στον ίδιο του τον εαυτό. Πάντα έτρεχε, πάντα προσπαθούσε να βοηθήσει τους άλλους. Όχι τους φίλους του και τους γνωστούς του, όχι τον καθένα ξεχωριστά και ατομικά. Τους «άλλους» με την ευρεία έννοια. Προσπαθούσε – και συχνά, αν κι όχι πάντα, κατάφερνε – να στήσει δομές. Δομές που εντός αυτών θα άνθιζαν χαμομήλια, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα, παπαρούνες, γιασεμιά και όλων των ειδών τα λουλούδια. Δομές μέσα σε λιβάδια γόνιμα, αλλά με κατά τόπους δηλητηριασμένο υδροφόρο ορίζοντα.

Χαμένες ώρες μέσα στην κυκλοφορία
Σε ποια στενάκια μυστικά χάθηκε η πορεία*

Κι έτσι η δική του αναζήτηση τα τελευταία αρκετά χρόνια προχωρούσε αργά. Πολύ αργά. Μου μιλούσε για τα σχέδια του, για τα καινούργια πράγματα που έγραφε ή θα έγραφε. Για τις επόμενες ηχογραφήσεις, το επόμενο άλμπουμ. Μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει για αυτά με ορμή και πάθος. Αλλά δεν μπορούσα και να μην επισημάνω το εξής:

– Και πότε θα τα κάνεις βρε Βαγγέλη, έτσι που τρέχεις; Χρειάζεται να βρεις λίγο χρόνο.
– Θα τα κάνω βρε μ*****, θα τα κάνω!

Κι έπεφτε πάλι μέσα στη φωτιά. Και αντί πιάσει τον τζουρά να γράψει το τραγούδι που τριγύρναγε στο κεφάλι του ή να οργανώσει τις πρόβες του ή κάποιο live του, έβαζε ένα ακόμη τούβλο στο οικοδόμημα της εκάστοτε δομής που πάλευε να φτιάξει. Ενδιαμέσως δεν παρέλειπε να σημειώσει ένα στίχο ή μια ιδέα στο τετράδιο που είχε μαζί του για αυτό το σκοπό.

– Πρέπει να τα σημειώνω γιατί τα ξεχνάω.

Στο τραγούδι «Τέλος» που έκλεινε το ντεμπούτο (και μοναδικό τελικά full album των Ελελεύ) ο συνδυασμός ελληνικού παραδοσιακού τραγουδιού της τάβλας με το blues είναι τόσο επιτυχημένος που… σχεδόν δεν προσέχεις την ευρηματικότητα του. Είναι σαν να ήταν πάντα εκεί. Δεν θέλω να κλείσω όμως με αυτό το τραγούδι. Όσο ζει η μνήμη ενός ανθρώπου και για όσο ο άνθρωπος αυτός αποτελεί έμπνευση για αυτούς που μένουν, δεν υπάρχει «τέλος».

Ο άνθρωπος φεύγει, τα έργα του (και αυτά που φαίνονται και αυτά που δεν φαίνονται) μένουν και για τώρα και αύριο. Και να μην ξεχνάμε και τη δύναμη που έχουν οι ιδέες.

Διαλέγω λοιπόν καλύτερα αυτό:
Είμαι παρών κι όμως απών, όλη η ζωή μου μέλλον*

*Οι φράσεις με πλάγια γράμματα είναι στίχοι από το τραγούδι «Πλίνθοι… Κέραμοι» μέσα από το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ των Ελελεύ (Hitch-Hyke, 2007). Μουσική και στίχοι: Βαγγέλης Βέκιος (1957-2015)