Διαβάζοντας τον τίτλο περί φόνων ανατρέχει ο αναγνώστης με το μυαλό του σε φόνους ιστορικούς και περίφημους, όπως για παράδειγμα τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη από την Ιουδήθ, που ενέπνευσε και τον γνωστό ζωγραφικό πίνακα του Καραβάτζιο ή ακόμα σε φόνους μυθικούς όπως τον φόνο του Προμηθέα από τα όρνεα που αποφάσισε ο Δίας να του φάνε το συκώτι για να τον τιμωρήσει για τη φωτιά που χάρισε στους ανθρώπους. Αυτοί και άλλοι φόνοι που απασχόλησαν τον κόσμο θα μπορούσαν να είναι το θέμα του βιβλίου εκ πρώτης όψεως. Ο σπουδαίος και εκκεντρικός Μαξ Άουμπ, ο οποίος και συμμετείχε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής και έκανε παρέα με τον Πικάσο, τον Μαλρό, τον Νταλί και τόσους άλλους, είχε όμως άλλη ιδέα περί φόνων, πολύ πιο προχωρημένη και ρηξικέλευθη. Ασχολείται με φόνους που αγγίζουν τα όρια του παράλογου, πρέπει να είχε κάπως επηρεαστεί άλλωστε από τις συζητήσεις και την επιρροή των σουρεαλιστών καθώς ο αναγνώστης ανακαλύπτει την ευφυΐα και την ευστροφία του στην επινόηση ιστοριών.

Φόνοι που μας περιπλέκουν και μας οδηγούν σε ποικίλα συμπεράσματα

Πρόκειται για πολύ ιδιαίτερες σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες που έχουν σκωπτικό και φλεγματικό χαρακτήρα, ιστορίες που μας εντάσσουν σε ένα διαφορετικό πλαίσιο καθώς ο Άουμπ δείχνει τη διάθεση να περιπαίξει, με την καλή έννοια, τον αναγνώστη αλλά και να τον προκαλέσει. Οι φόνοι του δεν έχουν καμία σχέση με τους φόνους της οδού Μοργκ του Πόε ή με φονικά αστυνομικής φύσεως τύπου Σιμενόν ή Αγκάθα Κρίστι. Τουναντίον, έχουν το μοναδικό προνόμιο να παρουσιάζουν μια πολυδιάστατη λειτουργία και σκοπό έχουν να κινήσουν το ενδιαφέρον και να διασκεδάσουν τον αναγνώστη μέσα από ένα σχεδόν παράλογο χαρακτήρα, με τα υπονοούμενα και τις μεταφορές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να κάνει ευχάριστες τις αφηγήσεις του.

Ο Άουμπ δίνει την εντύπωση πως έχει αναζητήσει πηγές στα τέσσερα μέρη του ορίζοντα για να μπορέσει να μας παραδώσει αυτές τις αναφορές. Και όμως είναι εκείνος που με την επινοητικότητά του, τη φαντασία του και την ιδιαίτερη προσωπικότητά του μεταφέρει στον αναγνώστη το πνεύμα του, τον καυστικό του λόγο, και ο αναγνώστης γεύεται τους καρπούς της ξεχωριστής του έμπνευσης. Το αποδεικνύει σε κάθε ιστορία σύντομη ή πιο εκτενή πως είναι ο ανθρώπινος παράγοντας και ο παραλογισμός που τον ερεθίζουν να δώσει το στίγμα της ανθρώπινης φύσης που είναι ικανή για το χειρότερο και για το καλύτερο. Οι αφηγήσεις του είναι χωρισμένες στους φόνους, τις αυτοκτονίες, τα γαστροφονικά και κάποια άλλα κείμενα που έτυχε να κοπούν από την έκδοση του 1968 και τα οποία συμπεριλαμβάνονται εδώ.

Ο Γάλλος εκδότης επισημαίνει σε ένα από τα επίμετρα της έκδοσης σχετικά με τον Άουμπ τα παρακάτω ενδιαφέροντα: “…θα ζήσει τον Ισπανικό Εμφύλιο σαν μια μεγάλη περιπέτεια: στενά συνδεδεμένος με τον Lorca, τον Malraux (είναι συν-σεναριογράφος της Ελπίδας), τον Picasso (τον οποίο παρακινεί να ζωγραφίσει την Γκερνίκα), τον Dali, τον Bunuel, τοποθετείται, το 1937, μορφωτικός ακόλουθος της Ισπανικής πρεσβείας στο Παρίσι”. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως αυτή του η συναναστροφή με τους καλλιτεχνικούς κύκλους είναι βούτυρο στο ψωμί του, ακούει και συζητά με τους υπόλοιπους και παίρνει ιδέες όπως έκαναν και οι ιμπρεσιονιστές και οι κάθε λογής καλλιτέχνες των ρευμάτων, οι ρομαντικοί, οι νατουραλιστές, οι ρεαλιστές συγγραφείς.

Είναι, όπως καταλαβαίνουμε από την σύντομη αναφορά στο βιογραφικό του από τον Γάλλο εκδότη, πάνω από όλα ένα ανήσυχο πνεύμα που δεν σταματά ποτέ την παραγωγή σκέψης, είναι ένας πραγματικός και αυθεντικός δημιουργικός, ένας γνήσιος καλλιτέχνης με την ουσιώδη έννοια του όρου. Μπορεί να μην είναι από τους συγγραφείς που βλέπουμε στα πρώτα ράφια των βιβλιοπωλείων και όμως η ζωή του ήταν μαχητική και πλήρης με την έννοια του πλήθους των εμπειριών που έζησε, τον πόλεμο, τις αλλαγές χώρας και αυτό είναι κάτι που τον καθιστά πάνω από όλα κοσμοπολίτη. Το έργο του αυτό έχει τόσες εκφάνσεις καθώς θα μπορούσε να το ορίσει κάποιος και ως μια προσπάθεια να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του, έτσι όπως ο ίδιος τον αντιλαμβανόταν και τον παρατηρούσε. Προκαλεί γέλιο, προκαλεί απορία, προκαλεί ερωτήματα, γενικώς προκαλεί και δεν χορταίνουμε να τον διαβάζουμε όχι μόνο για το τι γράφει αλλά και για το πώς τα γράφει.

Σε μία από τις ιστορίες του, με πρωταγωνίστρια μια κυρία, αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής κωμικοτραγικά που θα μπορούσαν σήμερα να αναπαραχθούν μέσω κοινωνικών δικτύων από τη μία άκρη του κόσμου ως την άλλη και να γίνουν viral όπως συνηθίζεται να λέγεται: “Δεν μπορώ την επαφή με το βελούδο. Είμαι αλλεργική στο βελούδο. Ακόμα και τώρα, με το που τη λέω τη λέξη, σηκώνεται η τρίχα μου. Δεν ξέρω πώς μπήκε στην κουβέντα αυτό το θέμα. Κι εκείνος ο λιμοκοντόρος δεν πίστευε σε τίποτα παρά μόνο στο πώς να ικανοποιήσει τις φαντασιώσεις του. Δεν ξέρω πού πήγε και βρήκε ένα κομμάτι κωλοβελούδο κι έπιασε μ’ αυτό να μου χαϊδεύει τον λαιμό, τα μάγουλά μου, τα ρουθούνια μου. Δεν θα το ξανακάνει”. Αυτή η ιστορία ανήκει στην κατηγορία Φόνοι ενώ η επόμενη στην κατηγορία Αυτόχειρες: “Όσοι λένε: – έτσι μου ‘ρχεται να σκοτωθώ, – έτσι μου ‘ρχεται να εξαφανιστώ, – έτσι μου ‘ρχεται να πεθάνω, δεν αυτοκτονούν ποτέ”.

Είναι πραγματικά μοναδικός στον τρόπο που μεθοδεύει τις ιστορίες του και ο αναγνώστης μπλέκεται στα δίχτυα του, προσπαθώντας να καταλάβει αν είναι κάτι που μπορεί να του συνέβη, έχει δηλαδή την αμφιβολία αν ποτέ ο ίδιος σκότωσε κάποιον άνθρωπο ή έστω αν θα είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει μία από αυτές τις επινοημένες ιστορίες του για να το πραγματοποιήσει. Ο ίδιος γράφει από το μακρινό 1956 για τα γραπτά του: “Το άλας της σοφίας δε φέρνει γέλια, παρά μόνο στους σοφούς, οι οποίοι, αφού κατασπάραξαν τα παιδιά τους, τώρα κάθονται και δαγκώνουν την ουρά τους. Τι σπείραμε; Τι θερίσαμε; Το μόνο που μας μένει, είναι το παιχνίδι, πού έχει να κάνει με το τυχαίο. Κάποιοι – μακάριοι – δεν κουράζονται να το παίζουν. Όχι, όμως, εγώ, – εγώ κουράστηκα”.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Τον σκότωσα γιατί μου το είπε η μαμά μου”.

“Τον σκότωσα γιατί δεν σκεφτόταν σαν εμένα”.

“Τι να την κάνω τη ζωή χωρίς σπαράγγια;”

Διαβάστε επίσης:

Παραδειγματικοί φόνοι: Το ευφάνταστα μακάβριο βιβλίο του Μαξ Άουμπ