Δύο παιδιά εγκαταλείπουν τα πατρογονικά τους χώματα, με τους διωγμούς του 1914 και του 1922. Εγκαθίστανται με τις οικογένειές τους σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, σμίγουν στην Αθήνα της Κατοχής και μένουν μαζί έως το γέρμα της ζωής τους. Τρωάδα, Αιολία, Θεσσαλονίκη και Αθήνα του Μεσοπολέμου, Εμφύλιος, Μεταπολίτευση. Ο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου ξεριζώνονται, βιώνουν τη χυδαία συμπεριφορά των παλαιοελλαδιτών προς τους πρόσφυγες, αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο, επουλώνουν τις πληγές τους και τελικά γίνονται κομμάτι μιας αστικής, μετριοπαθούς κοινωνίας την οποία σήμερα αποκαλούμε «μεσαία τάξη».

-Ποιο ήταν το έναυσμα για να ασχοληθείτε με το θέμα του βιβλίου σας; Υπάρχει κάποια οικογενειακή ιστορία που σας ενέπνευσε;

Έμαθα τυχαία ότι μία εξαδέλφη μου είχε φυλάξει την αλληλογραφία του παππού και της γιαγιάς της. Είναι οι επιστολές που φωτογραφήσαμε για το εξώφυλλο της «Πατρίδας». Από περιέργεια ζήτησα να διαβάσω μερικά από τα γράμματα και ομολογώ ότι με συγκίνησε το περιεχόμενο, παρ’ ότι αναφερόταν σε πράγματα καθημερινά, τετριμμένα. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να «κλέψω» την ιστορία των γονιών μου, Μικρασιάτες που μεγάλωσαν σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας και γνωρίστηκαν στην Αθήνα της Κατοχής, και πάνω σε αυτόν τον καμβά να απλώσω τους δικούς μου φανταστικούς χαρακτήρες, δημιουργώντας μια τοιχογραφία ανθρώπων που πιάστηκαν στη δίνη της Ιστορίας και έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή, έχοντας να αντιμετωπίσουν χλευασμό και εχθρότητα.

-Στην αφήγησή σας διακρίνεται ένα παράπονο αλλά κι ένας μεγάλος θυμός. Κάνω λάθος; Κι αν όχι, προς τι αυτά τα δυο συναισθήματα;

Πιστεύω ότι ο θυμός είναι δικαιολογημένος. «Τουρκόσποροι», «πρόσφυγγες» (επίτηδες το διπλό γάμμα), «παστρικιές», «γιαουρτοβαφτισμένοι», συλλαλητήρια μίσους, επιδρομές με τσεκούρια στους καταυλισμούς των προσφύγων κι όλα αυτά από Έλληνες προς Έλληνες! Το παράπονο, ναι, υπάρχει διάχυτο, έστω και σε λανθάνουσα μορφή. Οι Μικρασιάτες δεν άξιζαν τέτοιας υποδοχής και μεταχείρισης. Άντρες και γυναίκες διέθεταν υψηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ήταν εργατικοί, ανοιχτόμυαλοι, σαφώς με αστική νοοτροπία οι περισσότεροι, μα με ιδέες προοδευτικές. Γι’ αυτό και διέπρεψαν παντού. Γι’ αυτό και το βιβλίο δεν επιμένει τόσο στη Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα, αλλά περιγράφει το μετά.

– Εντυπωσιάζει το πόσο λεπτομερής είστε στις περιγραφές σας: ανθρώπων αλλά και αντικειμένων. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα τεκταινόμενα σαν σε κινηματογραφική ταινία. Αλήθεια είστε επηρεασμένος από τον κινηματογράφο;

Είμαι παιδί της εικόνας. Η πρώτη μου επαφή με λογοτεχνικά έργα έγινε μέσα από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Μικρός έδινα το χαρτζιλίκι μου στο Μίκυ Μάους. Πιο μεγάλος, παράλληλα με διάφορα βιβλία, διάβαζα Λούκι Λουκ, Τεν Τεν και Αστερίξ. Σινεμά πηγαίναμε οικογενειακώς και ανελλιπώς. Στο Γυμνάσιο τρυπώναμε στις σκοτεινές αίθουσες και κοκορευόμασταν ποιος έχει δει τα περισσότερα «Ακατάλληλα δι’ ανηλίκους». Γράφοντας σε περιοδικό για την τεχνολογία και τον οικιακό κινηματογράφο έβλεπα κάθε μήνα ένα σωρό ταινίες. Με όλα αυτά θέλω να πω ότι η εικόνα και η κινούμενη εικόνα ήταν πλάι μου μια ζωή.

-Εντάσσετε τους ήρωές σας σ’ ένα ακριβέστατο ιστορικό φόντο, πράγμα που δείχνει ότι κάνατε πολλή έρευνα για να μας δώσετε την ιστορία σας. Πόσο χρόνο σας πήρε να γράψετε το βιβλίο σας;

Περίπου ενάμισι χρόνο. Η αναζήτηση της πληροφορίας, ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο, με δυσκόλεψε πολύ. Έψαχνα μέρες σε πηγές, μαρτυρίες ή δημοσιεύσεις της εποχής, για να γράψω μισή σελίδα ή δύο φράσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις έπρεπε να διπλοτσεκάρω την πληροφορία, όπως στην περίπτωση μιας εφημερίδας της εποχής που ζητούσε να φοράνε οι πρόσφυγες κίτρινο περιβραχιόνιο, για να τους διακρίνουν οι ντόπιοι και να τους αποφεύγουν. Χαίρομαι ωστόσο που προέκυψε κάτι τόσο πειστικό. Κάτι που μεταφέρει τον αναγνώστη σε άλλες εποχές, νομίζοντας ότι διαβάζει το προσωπικό ημερολόγιο των δύο βασικών ηρώων.

-Ένα μεγάλο ατού στην εργασία σας είναι η γραφή. Διαβάζεις και δεν χορταίνεις τον πλούτο και την ευαισθησία της γλώσσας που χρησιμοποιείτε. Ποιοι συγγραφείς πιστεύετε ότι σας έχουν επηρεάσει;

Όσοι ασχολούνται με συγκεκριμένα είδη λογοτεχνίας, με το αστυνομικό μυθιστόρημα, φερ’ ειπείν, ή με τη λογοτεχνία του φανταστικού, μπορούν να μιλήσουν για επιρροές. Στους υπόλοιπους οι επιρροές λειτουργούν υπόγεια, θαρρώ. Έχω διαβάσει Γάλλους κλασικούς λόγω σπουδών. Έχω διαβάσει σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία της γενιάς των μπίτνικς. Μου αρέσουν η Ζατέλλη, η Δούκα, ο Ιωάννου, ο Κουμανταρέας. Από όλα αυτά τα αναγνώσματα, δεν μπορεί, όλο και κάτι θα έχει περάσει στις φλέβες μου.

-Τελικά ποια είναι η Πατρίδα χώρα ξένη κ.Σαλβαρλή. Αυτή στην οποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι Μικρασιάτες ή αυτή στην οποία αναγκάστηκαν να έρθουν και να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους;

Είναι προφανές, νομίζω: Αμφότερες. Η πατρίδα που άφησαν πίσω έγινε χώρα ξένη και η πατρίδα που τους υποδέχτηκε με ύβρεις και με πόρτες κλειστές αποδείχτηκε χώρα ξένη. Ξέρετε, ούτε οι γονείς μου ούτε οι υπόλοιποι συγγενείς μιλούσαν για το τι πέρασαν με τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Αναπολούσαν τις χαμένες πατρίδες και ένιωθαν περήφανοι για όσα κατάφεραν στη νέα τους ζωή εδώ.

Διαβάστε επίσης:

Πατρίδα χώρα ξένη: Ένα βιβλίο φόρος τιμής στους Μικρασιάτες της Τρωάδας, της Αιολίας και της Ιωνίας από τον Μιλτιάδη Σαλβαρλή