«Bizim şehrimiz; Η πόλη μας;» Ο πελάτης γέλασε και ο πατέρας μού έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Ένταση επικρατεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η κουβέντα αυτή, κουβέντα από ένα αγόρι που μαθαίνει τα τουρκικά, κουβέντα ειπωμένη εν τη ρύμη του λόγου, θεωρήθηκε προσβολή. «Είναι δική σας η πόλη, λοιπόν…» επανέλαβε, κοιτώντας περιπαικτικά τον πατέρα. Έπειτα, σαν να ήταν εκείνος το αφεντικό, έκανε νόημα στους παραγιούς να βιαστούν να κόψουν τα υφάσματα που είχε διαλέξει. Τα σπίτια των Ελλήνων αδειάζουν. Οι γειτόνισσες που λένε τον καφέ δεν έρχονται πια σε μας. Μας χαιρετάνε από μακριά με ένα νεύμα, αλλά να πουν τον καφέ στις αδελφές μου δεν έρχονται. Το σκυλί των διπλανών σύρθηκε ένα πρωί μέχρι την εξώθυρα με ένα βαθύ τραύμα στο πλάι του λαιμού. Λίγο μετά ξεψύχησε.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος το μυθιστόρημα «Πατρίδα χώρα ξένη». Θέμα του η ιστορία δύο παιδιών που εγκατέλειψαν τα πατρογονικά τους χώματα, με τους διωγμούς του 1914 και του 1922, εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, έσμιξαν στην Αθήνα της Κατοχής, παντρεύτηκαν και έμειναν μαζί έως το γέρμα της ζωής τους. Ο συγγραφέας πιάνει το νήμα από ένα χωριό της Τρωάδας, υφαίνει γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και, περνώντας από τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, καταλήγει στο 1985. Πιασμένοι στη δίνη της Ιστορίας, οι κεντρικοί ήρωες ξεριζώνονται, βιώνουν τη χυδαία συμπεριφορά των παλαιοελλαδιτών προς τους πρόσφυγες, αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο, επουλώνουν τις πληγές τους και τελικά γίνονται κομμάτι μιας αστικής, μετριοπαθούς κοινωνίας, που σήμερα αποκαλούμε «μεσαία τάξη».

Εξαιρετικό αφηγηματικό έργο που διαβάζεται απνευστί.