Μπορεί ο τρόπος που σκεπτόταν και δρούσε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος, ότι όλα σχεδόν έπρεπε να γίνουν από την αρχή ακολουθώντας μια αυστηρά ιεραρχημένη πορεία που άμεσα θα ελεγχόταν από αυτόν, να φαίνεται σήμερα σε μας, που έχουμε τη μεταγενέστερη γνώση, ρεαλιστικός, σε μερικούς ακόμη και ορθός, ιδιαίτερα αν δούμε πώς χειρίστηκαν τα μικρά ή τα μείζονα ζητήματα όσοι διοίκησαν τη χώρα στη συνέχεια. Αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε ότι, στα καποδιστριακά χρόνια, ναι μεν σταδιακά είχε λήξει ο ένοπλος αγώνας, όμως το επαναστατικό πνεύμα και οι προσδοκίες που αυτό δημιούργησε ήταν ακόμη έντονες, όσο ανεδαφικές κι αν ήσαν κάποιες από αυτές. Όσοι αντιπολιτεύτηκαν τον Κυβερνήτη δεν ήταν μόνον εκμεταλλευτές του απλού λαού και όργανα του ξένου παράγοντα, όπως αυτός και οι οπαδοί του τόνιζαν, αλλά πολλοί από αυτούς είχαν οραματιστεί μια άλλη μετεπαναστατική κοινωνία, φιλελεύθερη, στο σχεδιασμό της οποίας ήλπιζαν ότι θα συμμετείχαν ενεργά. Δεν μπορούσαν επομένως να ανεχθούν το αυταρχικό και αυστηρά ιεραρχημένο καποδιστριακό πρότυπο οργάνωσης του νέου κράτους.

Αν όμως επικεντρωθούμε μόνο στις πράγματι συντηρητικές πολιτικές επιλογές του Καποδίστρια και δεν δούμε το σημαντικό έργο που επιτέλεσε ή προσπάθησε να επιτελέσει για την οργάνωση της Ελληνικής Πολιτείας, θα δίναμε μια μερική εικόνα μιας σύνθετης πραγματικότητας. Η εικόνα αυτή θα ήταν ακόμη περισσότερο ελλιπής αν δεν βλέπαμε τα κίνητρα και τις πρακτικές αυτών που δεν συμφώνησαν μαζί του, τον αντιπολιτεύτηκαν και κάποιοι τον δολοφόνησαν. Όσοι, για διάφορους λόγους, τον αντιπολιτεύτηκαν δεν δίστασαν, για να εξασφαλίσουν την απομάκρυνσή του από την εξουσία, να δεχθούν αδιαμαρτύρητα τις όποιες αποφάσεις των Δυνάμεων, να βοηθήσουν τη συνεχή αγγλική προσπάθεια για την υπονόμευση του Κυβερνήτη, να καταφύγουν σε αστήρικτες κατηγορίες και σε συκοφαντίες. Η δολοφονία ανακούφισε μεν όσους φοβούνταν μια οιπασδήποτε μορφής παράταση της εξουσίας του Καποδίστρια, αλλά βύθισε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο και την ανυποληψία, την οποία ενδεχομένως μόνον αυτός είχε ακόμη τη δυνατότητα, προβαίνοντας σε κάποιες υποχωρήσεις, να αποτρέψει.

(Από τον επίλογο του συγγραφέα)

Χρήστος Λούκος

Ο Χρήστος Λούκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναγορεύτηκε διδάκτορας του ίδιου Πανεπιστημίου (1984), εργάστηκε ως ερευνητής στο Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών (1974–1992) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι (1982–1985). Από το 1992 υπηρέτησε ως Αναπληρωτής και αργότερα ως Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου δίδαξε την Επανάσταση του 1821, την καποδιστριακή περίοδο, κοινωνικά προβλήματα των νεοελληνικών πόλεων, διάφορα θέματα ιστορίας του ελληνικού κράτους, ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, καθώς και εισαγωγή στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Ανάλογα είναι και τα σχετικά του δημοσιεύματα. Από το 1994 διευθύνει το πρόγραμμα «Η πόλη στους Νεότερους Χρόνους» στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Είναι ιδρυτικό και ενεργό μέλος της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού, η οποία, μεταξύ άλλων, εκδίδει το ιστορικό περιοδικό Μνήμων. Είχε τη γενική εποπτεία της ταξινόμησης του Δημοτικού Αρχείου της Ερμούπολης, καθώς και άλλων δημοτικών και κοινοτικών αρχείων. Από το 2012 είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΣΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Πάνω σειρά, από αριστερά προς τα δεξιά:
-Νεανικό πορτρέτο του Ιω. Καποδίστρια, π. 1795-1805. Ελαιογραφία αγνώστου, χ.χ.
-Προσωπογραφία του Ιω. Καποδίστρια. Σκίτσο με μολύβι, O, Kiprenski, 1819 (Ε. Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη. Ιστορική βιογραφία, Αθήνα, Εστία, 1996).
Κάτω σειρά, από αριστερά προς τα δεξιά:
-Προσωπογραφία του Ιω. Καποδίστρια. Λιθογραφία, A. Brullof, Graf Capodistrias. Praesident von Griechenland, 1 «Nach dem Leben gezeichnet»· με βάση πίνακα του Ρώσου ζωγράφου Α.Ρ. (Ε. Κούκκου).
-Ο Ιω. Καποδίστριας όταν υπηρετούσε στο ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ελαιογραφία αγνώστου, χ.χ.