Το να θέλεις να γράψεις για τον Ίκαρο, είναι το ίδιο δύσκολο με το να θες να γράψεις για τον Σεφέρη, για τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο ή την Δημουλά, που τόσα χρόνια ανήκουν στην ίδια ιστορική οικογένεια του εκδοτικού οίκου.

Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεσαι είτε θράσος, είτε εξειδικευμένες γνώσεις, είτε μεράκι και αγάπη για το αντικείμενο. Και επειδή οι μεγάλοι «τίτλοι» δεν ήταν ποτέ κάτι αγαπημένο στη ζωή μου, θα ήθελα να γράψω  ως απλός θαυμαστής  μιας ομάδας ανθρώπων που αφοσιώθηκαν στο να δημιουργήσουν πολιτισμό και ιστορία.

Περπατώντας στον πολυσύχναστο δρόμο της οδού Βουλής πολλές φορές, τις περισσότερες για να αγοράσω κάποιο αξεσουάρ τεχνολογίας από το απέναντι κατάστημα, πάντα το βλέμμα μου έπεφτε πάνω στην βιτρίνα του Ίκαρου, που τόσο διακριτικά, σεμνά και περήφανα ήταν εκεί για να μου θυμίζει μια παλιά Αθήνα, μια σπουδαία παρέα, μια σπουδαία Ελλάδα.

Και ήταν τόσο μεγάλο το δέος που ένιωθα κάθε φορά που «κρυφοκοιτούσα» με θαυμασμό την βιτρίνα, που τελικά ποτέ δεν κατάφερνα να μπω στο εσωτερικό του βιβλιοπωλείου και ας διψούσε η καρδιά μου να βρεθεί για λίγο ανάμεσα σε στίχους του Κάλβου, του Εγγονόπουλου ή του Σικελιανού.

Σήμερα όμως έπρεπε να γίνει η υπέρβαση. Το ραντεβού μου με τον Αντώνη Παπαθεοδούλου μου έδινε το εισιτήριο να μπω στα ενδότερα, και το ευγενικό καλωσόρισμα της  Χριστίνας Λέντζιου στην είσοδο, έβαλε στην άκρη κάθε άγχος.

Οι ξύλινες επιφάνειες στο χώρο ήταν αρκετές για να με «αγκαλιάσουν» ακόμα πιο εύκολα και να νιώσω οικεία με έναν χώρο που παρά την σημαντικότητα του, είναι προσιτός και σε τίποτα δεν θυμίζει ανάλογες περιπτώσεις όπου το παρελθόν έχει στην κυριολεξία καταπιεί το παρόν.

Εδώ, στο βιβλιοπωλείο του Ίκαρου, με ένα μαγικό τρόπο, το παρελθόν είναι σε πλήρη αρμονία με το παρόν, τόσο ιδεολογικά όσο και εκδοτικά.

Γιατί ο Ίκαρος δεν έμεινε στις δάφνες του  παρελθόντος και στα μεγάλα ονόματα που μέχρι και σήμερα φιλοξενούνται στα ράφια του κάνοντας εμάς τους νεότερους συγγραφείς  μόνο να ονειρευόμαστε μια τέτοια πορεία. Ο  Ίκαρος συνεχίζει, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, να έρχεται σε επαφή με το κοινό του και να «διδάσκει» στους νεότερους,  μικρούς και μεγάλους φίλους του, τι σημαίνει σεβασμός στον αναγνώστη και ποιότητα στις εκδόσεις.

Έχοντας φτάσει λίγο πιο νωρίς στο χώρο, είχε πραγματικά ενδιαφέρον να κοιτάζω τους περαστικούς και τα απέναντι καταστήματα μέσα από την βιτρίνα του Ίκαρου. Θαρρείς και ολόκληρος ο έξω κόσμος ήταν ένα σκηνικό θεάτρου σε ένα έργο εμπνευσμένο από ένα παράξενο μέλλον.

Προστατευμένος ανάμεσα σε φωτογραφίες από τους δύο  Έλληνες Νομπελίστες μας (που αποκλειστικά εκδίδει ο Ίκαρος) , τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ανάμεσα σε παλιές και καινούριες εκδόσεις, ανάμεσα στην ηρεμία που διακατέχει το χώρο και την παιχνιδιάρικη διάθεση της καινούριας παιδικής σειράς, ανέβηκα από τη μικρή ξύλινη σκάλα στο «πατάρι» του Ίκαρου, εκεί όπου κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών έδιναν τα ραντεβού τους και έβρισκαν καταφύγιο από τις «ανήσυχες» ημέρες της εποχής.  Αυτός ήταν και ένας από τους πολλούς λόγους που το βιβλιοπωλείο του Ίκαρου στην οδό Βουλής χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Γιατί εδώ ήταν, και συνεχίζει να είναι,  τόπος συνάντησης των πνευματικών δημιουργών, αποτελώντας έτσι σημαντικό σημείο αναφοράς της πολιτιστικής  ζωής της Αθήνας.

Στο παρόν όμως, και με αφορμή την πολύ επιτυχημένη παιδική σειρά του Ίκαρου, η ώρα να συνομιλήσουμε με τον Αντώνη Παπαθεοδούλου και το βιβλίο του «Όταν μεγαλώσω μπορώ να γίνω και…» είχε φτάσει.

Παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που έπιανα στα χέρια μου ένα βιβλίο του συγγραφέα, κάθε του δημιουργία είναι πραγματικά ένα όμορφο ταξίδι σε μία τόσο αγαπημένη ηλικία και τόσες αλησμόνητες αναμνήσεις.

Κάποια στιγμή, φέρνοντας το συγκεκριμένο βιβλίο στη δουλειά και αφήνοντας το εκεί για δύο ημέρες, μια συνεργάτιδα με πλησίασε και μου είπε «διάβασα για πλάκα το βιβλίο που είχες αφήσει πάνω στο γραφείο και πραγματικά γέλασα πολύ. Το έδειξα μετά και στα κορίτσια και ενθουσιάστηκαν…»

Αυτό σκέφτηκα είναι μία πραγματικά μεγάλη επιτυχία. Όχι μόνο να κερδίσεις τους μικρούς αναγνώστες και να τους κάνεις να διασκεδάσουν αλλά να καταφέρεις να μαγνητίσεις και το ενδιαφέρον των  ενήλικων αναγνωστών, με ένα βιβλίο που σου επιτρέπει να γίνεις οτιδήποτε θα μπορούσες να ονειρευτείς, χωρίς όρια και σκηνοθετημένη σοβαροφάνεια.

Και ο Αντώνης Παπαθεοδούλου συμπληρώνει την σκέψη μου «στο βιβλίο με τα επαγγέλματα, μαζί με την εικονογράφο Μυρτώ Δεληβοριά, σκεφτήκαμε ότι από το να δώσουμε πληροφορίες για τα επαγγέλματα, πιο σημαντικό είναι να δώσουμε το μήνυμα ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά! Ότι μπορείς να φτιάξεις ο ίδιος το μέλλον σου αντί να διαλέξεις ένα έτοιμο…».

«Αντί να διαλέγεις ένα έτοιμο…», πόσο μεγάλη αλήθεια πραγματικά,  σκέφτομαι και ανοίγω τυχαία μια σελίδα του βιβλίου. Τι πιο όμορφο να διαλέγεις εσύ ο ίδιος το μέλλον σου και να αφήνεις την ψυχή και το μυαλό σου να ανακαλύψει καινούριους δρόμους και προοπτικές. «Δάσκαλος αλφαβήτας στην έρημο» βγαίνει στη μία σελίδα, «φωτογράφος παραθύρων σε μουσείο» μια άλλη, «εφευρέτης πυραύλων στο Παρίσι» σε μία τρίτη.

Όμως τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελε να κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας Αντώνης Παπαθεοδούλου στη δική του ζωή; Τι ονειρευόταν ως παιδί, τι τον μάγευε και ποιο όνειρο θα ήθελε να κάνει πραγματικότητα ως ενήλικας πλέον;

«Ως παιδί με μάγευαν τα θαλασσινά ταξίδια  και οι εξερευνήσεις. Απογοητεύτηκα όμως  όταν συνειδητοποίησα ότι η γη είχε σχεδόν εξερευνηθεί ολόκληρη και δεν έμεινε ούτε ένα τόσο δα μικρό νησί για να ανακαλύψω όταν μεγαλώσω. Φόρτωνα έτσι με εφόδια το playmobil καράβι μου και ανακάλυπτα τον καναπέ, το τραπέζι μας, τις βιβλιοθήκες του σπιτιού, στήνοντας αποικίες και εξερευνητικούς σταθμούς…  Στο παρόν ονειρεύομαι να μπορούσα να γίνω καραβομαραγκός, να κατασκευάζω μικρά, ξύλινα ιστιοφόρα, θα ήθελα επίσης να γίνω διευθυντής μουσείου παλιών παιχνιδιών, σκηνοθέτης ταινιών κινουμένων σχεδίων, καραγκιοζοπαίχτης και καπετάνιος πλωτής βιβλιοθήκης».

Τον ακούω να μου μιλάει και χαίρομαι που ακόμα και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ονειρεύονται και τολμούν να βγάλουν στην επιφάνεια τα εφηβικά όνειρα της ενήλικης ζωής τους…

Καθώς ο χρόνος περνάει και ταυτόχρονα ξεφυλλίζω το απίστευτα διασκεδαστικό βιβλίο με τα 15.625 επαγγέλματα, έχοντας βρει πολλά από τα οποία  είχα ονειρευτεί ως  παιδί και αμέτρητα για  τα οποία θα έδινα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου για να αφοσιωθώ σε αυτά, ξετυλίγω τις τελευταίες μου σκέψεις και ερωτήσεις στον συγγραφέα.

Αγαπάει την Αθήνα,  τι μπορεί να τον αγχώνει, τι τον χαλαρώνει, και τελικά, τι σκέφτεται όταν βλέπει ένα παιδί να χαμογελάει;

«Νομίζω δεν μπορώ να αγαπήσω έναν τόπο έτσι σκέτο. Αγαπώ τις ιστορίες που τον κατοικούν και που είναι δεμένες μαζί του. Και η Αθήνα είναι μία πόλη γεμάτη από τέτοιες ιστορίες τις οποίες είτε τις έζησα είτε μου τις διηγήθηκε κάποιος άλλος. Όταν την περπατώ, προσπαθώ να διαλέγω ασυνήθιστες διαδρομές για να την μαθαίνω καλύτερα και στη διάρκεια του χρόνου, όσο εγώ μεγαλώνω μοιάζει στα μάτια μου αυτή να μικραίνει…

Αυτό που με αγχώνει και παράλληλα με φοβίζει, είναι η ευκολία. Η ευκολία με την οποία αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε ανθρώπους και απόψεις. Η ευκολία με την οποία επιβραβεύουμε  ή καταδικάζουμε συμπεριφορές, η ευκολία με την οποία βγάζουμε συμπεράσματα και με ευκολία στη συνέχεια καταφεύγουμε στη βία και την υπερβολή για να τα υπερασπιστούμε…

Από την άλλη με χαλαρώνει και μου αρέσει να μαγειρεύω για φίλους, να κρατάω το τιμόνι σε κάποιο πλεούμενο, να χαζεύω με τις ώρες στα βιβλιοπωλεία, να κάνω διάφορες κατασκευές συντροφιά με το γιό μου.

Όταν βλέπω ένα παιδί να χαμογελάει, γεμίζω και ο ίδιος αισιοδοξία, καμαρώνω και «ζηλεύω» αυτόν που το έκανε να χαμογελάσει. Άλλες φορές, όταν βλέπω ένα παιδί να χαμογελάει, σκέπτομαι όλα εκείνα τα παιδιά, που λόγω συνθηκών,  δεν χαμογελούν και προσπαθώ να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω για αυτά…»

Καθισμένος στο  ζεστό και οικείο χώρο του βιβλιοπωλείου Ίκαρος και κρατώντας στα χέρια μου το «Όταν μεγαλώσω μπορώ να γίνω και…»,  είμαι σίγουρος ότι αφού αυτό εδώ το βιβλίο κατάφερε να κάνει εμένα και τους φίλους μου να χαμογελάσουμε, τότε  σίγουρα μπορεί να κάνει το ίδιο και με όλα  τα παιδιά που θα γίνουν οι μελλοντικοί του αναγνώστες.

Λίγο πριν το τέλος της συνάντησης, ζητάω από τον συγγραφέα και την οικοδέσποινα  να διαλέξουν το δικό τους αγαπημένο βιβλίο από το χώρο.

O Αντώνης Παπαθεοδούλου διάλεξε τον «Αστερισμό Ζωτικών Φαινομένων» του Anthony Marra, ένα διπλά βραβευμένο βιβλίο με μια συγκινητική ιστορία για τον πόλεμο, την απώλεια, την ανθρωπιά, τον πόνο και την αγάπη, η Χριστίνα Λέντζιου διάλεξε το Οκτάνα του σπουδαίου Ανδρέα Εμπειρίκου, ενώ με τη σειρά μου επέλεξα «Τα Ποιήματα» του Καβάφη (1919 – 1933) στην νέα έκδοση του Σαββίδη, όλα από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Ο χρόνος στους χώρους που έχουν τόσα πολλά να σου διδάξουν, πραγματικά δεν είναι ποτέ αρκετός. Η Αθήνα, έξω από τη βιτρίνα του Ίκαρου,  ζει το δικό της περίεργο καλοκαίρι και εγώ πρέπει σε λίγο να εκτεθώ στην επίσης περίεργη πραγματικότητα. Κρατώ σφικτά στα χέρια μου το βιβλίο του Αντώνη Παπαθεοδούλου και βγαίνοντας από την  φιλόξενη πόρτα του Ίκαρου εύχομαι να μπορούσα πραγματικά να γίνω «ψαράς παγωτών σε ένα νησάκι» και έτσι ξαφνικά να βρισκόμουν συντροφιά με βαρκούλες, γλάρους και μικρά βουναλάκια από σοκολάτα…

Ποιος ξέρει λοιπόν,  ίσως όταν μεγαλώσω να τα καταφέρω…

Καλό καλοκαίρι.

ΥΣ. Ευχαριστώ πολύ τις εκδόσεις Ίκαρος (Βουλής 4, Σύνταγμα) για την συνεργασία, την Χριστίνα Λέντζιου για την άψογη φιλοξενία και τον Αντώνη Παπαθεοδούλου για τα όμορφα ταξίδια που μου έχουν προσφέρει τα βιβλία του.