Η ποιήτρια, η οποία ξεχώρισε για την μοναχική αλλά απέραντη καρδιά της, η οποία δεν γνώρισε τον χρόνο,παρά μόνο την ζωή, φεύγει από την ζωή,μια θλιμμένη ημέρα σαν και αυτή.“Δεν γράφω πλέον ερωτική ποίηση, διότι ο έρωτας είναι δεμένος με τα νιάτα.Τελειώνει μαζί του, ή εαν έχει σωστές βάσεις μετατρέπεται σε αγάπη”, είδαμε να λέει σε κάποια συνέντευξη της και νιώσαμε ένα σκίρτιμα στην καρδιά μας. Ο Μαγιακόφσκι, Ο Σαίξπηρ και ο Πούσκιν, έμοιαζαν τόσο λαμπεροί, μέσα από την μεταφραστική της γλώσσα, η οποία δεν βουτούσε στο μυαλό, αλλά στην ψυχή.

Τα επιτεύγματα,τα βραβεία, οι τιμές φαντάζουν στα μάτια μας λίγα, κατάματα στην ερωτική ιστορία της ποιήτριας, με τις ωραίες στέκες. Ερωτεύτηκε τον Ρόντνεϊ Ρουκ,έναν φιλόλογο από την Αγγλία ,παντρεύτηκαν μέσα σε τρείς εβδομάδες και έμειναν μαζί μέχρι ο θάνατος, μονάχα υπαρκτά, διόλου σαν οντότητες να τους χωρίσει. Και κάπως ξαφνικά, και εμείς, αρχίσαμε να ξανά πιστεύουμε στον έρωτα…

Όταν ακόμα ήταν γυμνάσιο και η ποιητική της πένα κραύγαζε, ο Καζαντζάκης ο οποίος ήταν πνευματικός της πατέρας, θαμπώθηκε από την ομορφιά ή την αλήθεια που έκρυβε η αποτυπωμένη νιότη. Έστειλε μάλιστα, στην εφημερίδα “Καινούρια εποχή” μια επιστολή, η οποία έλεγε επακριβώς:«Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!»

Ποίηση

Υπενθυμίσεις του έρωτα

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.

Μοναξιά

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης
και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους
θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω
γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς
και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου.

Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή
γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες
τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα
όλους τους λασπωμένους δρόμους.
Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη
λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ
τα λόγια της μοναξιάς σου.

Θεέ μου, τι θα γίνουμε;
Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;

Ποιητικό υστερόγραφο

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

Και κλείνουμε με την φράση “Κάτι χειρότερα από τα γερατειά, η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα”