Σε μια εποχή και μια περίοδο πολιτικά και κοινωνικά ασταθή αλλά και άκρως πολεμική, η Σιμόν Βέιλ αποφασίζει να στοχαστεί επάνω στην Ιλιάδα και να παραθέσει την αντίληψή της και την προσέγγισή της ως προς το ομηρικό έπος. Η Βέιλ δεν είναι μια τυχαία προσωπικότητα, κυνηγήθηκε πολύ στην σύντομη ζωή της και τάχθηκε σθεναρά υπέρ της ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ειρηνοποιού διάθεσης, η Βέιλ ξεδιπλώνει την στοχαστική της διάθεση και προβάλλει στον αναγνώστη του τότε και του τώρα όσα η ίδια συναισθάνεται μέσα σε έναν κυκεώνα συλλογισμών σε μία περίοδο που ο λόγος ήταν όπλο ενάντια στα πραγματικά πυρά που θέριζαν ζωές. Η Βέιλ, αυτή η εκκεντρική φυσιογνωμία με το ιδιαίτερο παρουσιαστικό που έμοιαζε πιο πολύ με έφηβη, είναι μια γυναίκα δυναμική, έχει την δύναμη της φιλοσοφίας στο αίμα της, είναι μία μάρτυρας της εποχής της.

Μια διαφορετική γυναίκα, μία σπουδαία διανοούμενη

“Ως γυναίκα φιλόσοφος σ’ ένα γνωστικό πεδίο κατειλημμένο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από άνδρες, ως οπαδός του μυστικισμού σ’ έναν εκκοσμικευμένο κόσμο, ως διανοούμενη μεταξύ εργατών – τους οποίους υπερασπίστηκε με σθένος -, ως αγία ανορεκτική που κατέχεται από την εμπνοή Θεού-Λόγου, η Σιμόν Βέιλ ανήκε σ’ ένα είδος τόσο σπάνιο που περιελάμβανε μόνο την ίδια”. Πράγματι, υπήρξε μορφή όμοια με τον Φραγκίσκο της Ασίζης ή την Ζαν ντ’ Αρκ μαχήτρια μέχρι τέλους μέσω της πειθούς και της ελπίδας για αρμονία και ειρηνική συνύπαρξη και από την άλλη μία πλατωνική φιλόσοφος στον καιρό των αναταράξεων. Η βία την απωθούσε και το δοκίμιο αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει τα όσα πιο πάνω αναφέρει η μεταφράστρια και επιμελήτρια του βιβλίου Ευαγγελία Κουλιζάκη.

Μέσα από την Ιλιάδα την οποία “ξεκοκαλίζει” λέξη λέξη επιθυμεί να καταδείξει πως η βία υπήρξε κατά κύριο λόγο ένα ποίημα που εξέπεμπε βία και μίσος, με σκηνές σκληρές ποτισμένες με αίμα και δάκρυα. Όλα αυτά με κάποιες ίσως παύσεις όταν ο Όμηρος αναγγέλλει “κατάπαυση του πυρός” για να δώσει την θέση στην γενναιοδωρία και την παρηγοριά, την κατανόηση και τον σεβασμό στον θάνατο που μόλις έχει επέλθει. Η Βέιλ είναι χείμαρρος στις αναφορές της, έχει γνώση των όσων περιγράφει και ζήλο στα όσα καταμαρτυρά μέσα από συγκεκριμένα αποσπάσματα στα οποία καταφεύγει για να αποδείξει του λόγου το αληθές. Ηρωίδα η ίδια της γαλλικής αντίστασης όπως μαθαίνουμε από το εισαγωγικό σημείωμα είχε στην βαλίτσα της ένα αντίτυπο της Ιλιάδας και λίγα ρούχα. Έπαιρνε θάρρος από το συγκεκριμένο έπος και ενθάρρυνση για να αντιμετωπίσει τον δικό της Τρωικό πόλεμο, την ναζιστική απειλή που σαν σύννεφο κάλυπτε τότε τον ευρωπαϊκό ουρανό και εκείνη μιλούσε για το κακό που ερχόταν.

Ο κόσμος του τότε απαιτούσε τέτοιες προσωπικότητες για να βγουν μπροστά και να αντιμετωπίσουν την ναζιστική λαίλαπα με σθένος και δυναμικότητα, απαιτούσε την διαφυγή μέσω του λόγου και την υπεράσπιση αξιών απέναντι σε έναν ύπουλο εχθρό που θα κυριαρχούσε με μανία εξόντωσης για χρόνια τις διάφορες χώρες της Ευρώπης. Εβραία η ίδια και ούσα στον πυρήνα των βασικών διώξεων των υπερασπιστών της σβάστικας διέφυγε στο έπος, που από ό,τι φαίνεται είχε μελετήσει με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο, για να αντλήσει πλείστα συμπεράσματα και ηθικά διδάγματα που ταίριαζαν στην εποχή της αλλά, τολμώ να πω, και σε κάθε εποχή. Αποδεικνύει με αυτό το δοκίμιο την διαχρονικότητα των σημαντικών κειμένων όπως ήταν η Ιλιάδα και η ίδια θα κρούσει με συμβολικό τρόπο τον κώδωνα του κινδύνου για τον ερχομό ενός ακόμα πολέμου με καθρέφτη την ομηρική μάχη μεταξύ Τρώων και Ελλήνων.

Το όνειδος του πολέμου και η επέλαση του κακού

Γράφει χαρακτηριστικά: “Ο πόλεμος λοιπόν παύει να είναι παιχνίδι ή όνειρο ͘ ο πολεμιστής συνειδητοποιεί επιτέλους την πραγματικότητα της ύπαρξής του. Και πρόκειται για μια πραγματικότητα σκληρή για να την αντέξει κανείς, γιατί εγκυμονεί θάνατο. Απ’ τη στιγμή που ο θάνατος αναγνωρίζεται ως ενδεχόμενο, η σκέψη του δεν είναι υποφερτή, παρά μόνο ίσως σε κάποιες αναλαμπές”. Η εναλλαγή μεταξύ ζωής και θανάτου δεν αφήνει κανέναν νικητή, ο πόλεμος είναι η νίκη της απώλειας και για τις δύο μεριές, ο άνθρωπος έχει στο αίμα του την σύρραξη και την σύγκρουση και καταφεύγει σε αυτήν από την πρώτη στιγμή. Στο δοκίμιο αυτό, η Βέιλ αναφέρεται και σε μια άλλη ιστορία από τον μεσαίωνα αυτήν την φορά όχι ίδιας εμβέλειας και σημασίας αλλά εξίσου δραματική, τραγική και συγκλονιστική ως προς τα αποτελέσματά της. Είναι το περίφημο Τραγούδι της Σταυροφορίας των Αλβηγινών, όπου αντί για την Τροία εδώ κεντρικό ρόλο έχει η πόλη της Τουλούζης.

Η Βέιλ οδηγείται όχι τυχαία στην αναφορά αυτών των παράλληλων βίων των δύο τραγωδιών που έχουν ως πρωτεργάτη τον άνθρωπο που αναζητά την δόξα μέσα από την ολοσχερή και καθολική αφαίμαξη της ανθρώπινης ζωής της αντίπαλης πλευράς. Θύμα τόσο της Ιλιάδας όσο και του τραγουδιού των Αλβηγινών είναι ο άνθρωπος και η ανικανότητά του να αποφύγει την σφαγή και την βαρβαρότητα διότι ο ύμνος στον Άδη είναι παρών και θερίζει θύελλες που βγάζουν αίμα. Οι μέρες χαράς και οι φαντασιώσεις για μία κάποια νηνεμία είναι απλά όνειρα θερινής νυκτός και μετά από το σύντομο διάλειμμα της ευδαιμονίας πως τα δεινά πέρασαν επελαύνει και πάλι το κακό για να αντικαταστήσει μια και καλή το αδύναμο καλό. Η Βέιλ, αφού έχει δώσει με πλήρη ανάλυση το στίγμα της, κλείνει με κάποιου είδος ευχή και αναφέρει: “Η ευλάβεια επιτάσσει να συνδεθούμε με τα ίχνη των κατεστραμμένων πολιτισμών, όσο σπάνια και αν είναι, σε μια προσπάθεια να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε το πνεύμα τους”.

Αποσπάσματα του βιβλίου

“Η ψυχή υποφέρει από τη βία καθημερινά. Κάθε πρωινό η ψυχή ακρωτηριάζει τις φιλοδοξίες της, γιατί η σκέψη αδυνατεί να ταξιδέψει στον χρόνο χωρίς στη διαδρομή να σκοντάψει στην ιδέα του θανάτου”

“Μόνο αυτός που έχει αναμετρηθεί με την κυριαρχία της βίας και γνωρίζει πώς να τη σέβεται είναι ικανός για δικαιοσύνη και αγάπη”


Διαβάστε επίσης:

Η Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας – Σιμόν Βέιλ