Η Βέιλ έγραψε το δοκίμιό της «Η Ιλιάδα ή το Ποίημα της Βίας» αμέσως μόλις ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σε ηλικία τριάντα ετών, τέσσερα μόλις χρόνια πριν απ’ το θάνατό της. Αν και το θέμα του έπους -ο πόλεμος στην Τροία- συνδέεται με την ιστορική συγκυρία στην οποία βρέθηκε η Βέιλ τη δεδομένη στιγμή, το δοκίμιο δεν συνιστά απλώς αντίδραση στα γεγονότα, αλλά συμπυκνώνει καίρια σημεία του στοχασμού της, που διένυε πλέον την ωριμότερη φάση του. Δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις έννοιες της συμπόνιας και της γενναιοδωρίας, παρά στις έννοιες του ηρωισμού, της τιμής και της υστεροφημίας, πάνω στις οποίες οικοδομείται το αξιακό σύστημα κάθε επικής αφήγησης, η συγγραφέας μάς καλεί και μ’ αυτό της το έργο ν’ αναδειχθούμε σε πλάσματα ευγενέστερα απ’ αυτό που συχνά προστάζει η κατώτερη φύση μας.

“Ο πραγματικός ήρωας, το πραγματικό θέμα, το επίκεντρο της Ιλιάδας είναι η βία. Η βία που επιβάλλεται από τους ανθρώπους, η βία που υποδουλώνει τους ανθρώπους, η βία μπροστά στην οποία η ανθρώπινη σάρκα συρρικνώνεται στα όρια της εξαφάνισης. Στο συγκεκριμένο έργο, το ανθρώπινο πνεύμα εμφανίζεται διαρκώς μεταβαλλόμενο από τους συσχετισμούς του με τη βία, σαν να έχει παρασυρθεί και τυφλωθεί απ’ αυτήν ακριβώς τη βία που αντιλαμβανόταν ως διαχειρίσιμη, κυρτωμένο απ’ το βάρος της βίας στην οποία υποτάσσεται. Για εκείνους τους ονειροπόλους που είχαν θεωρήσει κάποτε ότι η βία, ως έννοια, εξαιτίας της προόδου, θα ανήκε σύντομα στο παρελθόν, το ποίημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ιστορικό ντοκουμέντο· άλλοι, που είναι σε θέση να αναγνωρίσουν, τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν, την έννοια της βίας ως πυρηνικό στοιχείο ολόκληρης της ιστορίας του ανθρώπινου είδους, αντιλαμβάνονται την Ιλιάδα ως το ωραιότερο και ευκρινέστερο από τα κάτοπτρα που καθρεφτίζουν αυτήν την έννοια.” Σ.Β.

Σιμόν Βέιλ

Η Σιμόν Βέιλ γεννήθηκε το 1909 σ’ ένα προάστιο του Παρισιού από γονείς Ισραηλίτες και το 1931 αποφοίτησε από την Ecole Normale Superieure με δίπλωμα καθηγήτριας της φιλοσοφίας. Κάτοχος μιας ευρύτατης μάθησης και με κύριο μέλημα της την ανθρώπινη κατάσταση, ανέπτυξε, παράλληλα με τη συγγραφική της δραστηριότητα, ενεργό κοινωνική δράση. Έτσι εντάσσεται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Πουάρ που άρχισε το 1932. Προικισμένη με σπάνια ευφυΐα κι οξυδέρκεια ανησυχούσε για την όλο και αυξανόμενη κυριαρχία της γραφειοκρατικής μηχανής του κράτους στην οποία διέβλεπε τον κίνδυνο μιας νέας μορφής καταπίεσης κοινωνικής πάνω στο άτομο.

Αν και μεγάλωσε σε αγνωστικιστικό περιβάλλον και διέτρεξε, φιλοσοφικά και πολιτικά, μια συνειδητή επαναστατική περίοδο, δέχτηκε ταπεινόφρονα τις εσωτερικές αποκαλύψεις που διεύρυναν την σκέψη της. Πρόσφυγας πολέμου, πρώτα στη Μασσαλία, μετά στη Νέα Υόρκη, τελευταία στις τάξεις των ελεύθερων Γάλλων στο Λονδίνο, κατέγραψε με ακρίβεια και απόλυτη ειλικρίνεια την ανθρώπινη κατάσταση, όπως της την έδινε πλέον η νέα, χριστοκεντρική προοπτική της.

Από την εποχή εκείνη χρονολογούνται η ιδιαίτερη εμβάθυνση της επάνω στην ελληνική σκέψη και οι δυνατές διαισθήσεις της για την αποστολή του ελληνικού στοχασμού.