Στη γκαλερί Roma, ο Γιώργος Τσακίρης εκθέτει μια σειρά σχεδίων που είχε δημιουργήσει την περίοδο 1973 – 1979 μαζί με μεταγενέστερα έργα του, στα οποία ενσωματώνει φυσικά και οργανικά υλικά. Η κύρια εγκατάσταση με τίτλο Ο ήχος του σαρακίου (1990-2004) είναι ένα έργο διαδραστικό καθώς ο επισκέπτης καλείται να αφουγκραστεί προσεκτικά τον ήχο που παράγει το σαράκι στα ξύλα.


– Με ποιον τρόπο στο κεντρικό έργο με το σαράκι (1999-2004), πέραν της όρασης, ο θεατής χρησιμοποιεί την ακοή και την αφή;

Tο κεντρικό έργο που εκθέτω στην Roma Gallery από τις 30 Σεπτεμβρίου έως 8 Νοεμβρίου του 2021 έχει τον τίτλο ο ήχος του σαρακίου, είναι του 1990 και για πρώτη φορά παρουσιάστηκε το 2004. Είναι ένα έργο διαδραστικό διότι αυτή τη φορά σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες όπου ο ήχος του σαρακίου ακούγονταν από μικροφωνική εγκατάσταση η οποία είχε τοποθετηθεί στο εσωτερικό του μεγάλου αυτού κλωβού όπου υπήρχαν κρεμασμένοι 18 κορμοί δέντρων, εδώ θα πρέπει να πω ότι οι κορμοί αυτοί είναι από ξύλα που χρησιμοποιούνται προς καύση. Η πρώτη παρουσίαση έγινε το 2004 στην έκθεση Κοσμόπολις του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης σε επιμέλεια του ομότιμου καθηγητή Μίλτου Παπανικολάου. Η δεύτερη φορά ήταν το 2012 στην αναδρομική μου έκθεση στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε επιμέλεια του Ντένη Ζαχαρόπουλου και της Θούλης Μισιρλόγλου. Τώρα σε αυτήν την έκθεση όπως προανέφερα το έργο γίνεται διαδραστικό, ο επισκέπτης πρέπει να μπει στην διαδικασία να αφουγκραστεί τον ήχο που παράγει το σαράκι. Η Alice Marriott στο The Ten Grandmothers το 1945 έγραφε, “Kοίταξε κάτω” έλεγε η φωνή. “Κοίταξε με προσοχή το γρασίδι στα πόδια σου. Eκεί πρέπει να ψάξει ο άνθρωπος για δύναμη. Πρέπει ταπεινά να του μοιάσει προτού αυτή τον συνάντηση.”

– Το έργο αυτό όπως και τα άλλα με τα φυσικά υλικά που τα φέρνετε στον χώρο της γκαλερί θυμίζουν τις βιτρίνες με τα εκθέματα σε ένα μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Σας ενδιαφέρει αυτή η προσέγγιση;

Τα πρώτα έργα με ζωντανούς οργανισμούς γίνονται κατευθείαν στη φύση και ειδικά στους πρόποδες του όρους Πάικου, εκεί στήνονται οι σφηκοφωλιές το 1982, οι λίμνες το 1982, οι τσατάλες μέσα σε οπωρώνες επίσης το 1982, οι μπαχτσέδες το 1984 και πολλές άλλες τέτοιες εγκαταστάσεις. Όταν αυτές οι ιδέες έπρεπε να εκτεθούν σε γκαλερί ή σε μουσεία τότε τα έργα προέκυπταν μέσα από τις συνθήκες οι οποίες επέβαλαν την ανάπτυξη της ζωής. Τα έργα γίνονται με τη βοήθεια και την συνεργασία επιστημόνων όπως κτηνιάτρων, βιολόγων, γιατρών, γεωπόνων κι άλλων. Έτσι προέκυψαν το θερμοκήπιο το 1992, το ενυδρείο το 1994, το εκτροφείο σαλιγκαριών το 1995, οι βάτραχοι σε χειμερία νάρκη το 1996, οι κλωσσομηχανές το 1997, και πολλά άλλα έργα μέχρι τις μέρες μας. Εδώ θα έπρεπε να πω ότι πολλές φορές το εγχείρημα αυτό έζησε και τις αντιδράσεις του κοινού, των επισκεπτών γιατί έβλεπαν πώς γεννιούνται τα ψάρια, πώς τα μικρά πουλιά έβγαιναν από τα αυγά και όπως ξέρουμε όλοι η γέννηση όπως και ο θάνατος έχουν πόνο.

– Πόσο διαφορετική είναι η προσέγγισή σας όταν δουλεύετε μέσα στη φύση και όταν «φέρνετε» τη φύση στο χώρο της γκαλερί ή ενός μουσείου;

Η ενσωμάτωση και η χρήση των υλικών από τη φύση έχει να κάνει με την άμεση σχέση μου με την γη. Γεννήθηκα σε αγροτική περιοχή της Ελλάδας η καλλιέργεια κερασιών, ροδάκινων, λωτών, δαμάσκηνων ήταν και είναι η καθημερινότητά μου μέσα από αυτή την παράλληλη ενασχόληση η τέχνη μου διαμορφώθηκε σε αγροτέχνη. Παράλληλα με την αγροτιά, την τέχνη συμπορεύεται και η ιδιότητα του ακαδημαϊκού καθότι εδώ και 25 χρόνια είμαι καθηγητής ζωγραφικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

– Το γεγονός ότι σπουδάσατε στην Ιταλία, στη χώρα των καλλιτεχνών της Arte Povera, οι οποίοι εισάγουν ευτελή, φυσικά και οργανικά υλικά στα έργα τους, έχει επηρεάσει και διαμορφώσει τον εικαστικό σας λόγο;

Οι πρώτες μου σπουδές ήταν στα ηλεκτρονικά, και βρέθηκα στην Φλωρεντία της Ιταλίας σπουδάζοντας ζωγραφική. Η Arte Povera ήταν το κίνημα που κυριαρχούσε τότε όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε όλη την Ευρώπη, καλλιτέχνες όπως ο Alberto Burri, ο Γιάννης Κουνέλλης με επηρέασαν όπως πριν από αυτούς ο Francis Bacon και πριν από αυτόν ο Γιάννης Σπυρόπουλος και ο Γιάννης Τσαρούχης.

– Το επιτοίχιο έργο σας με το αυγό και το μέταλλο, μου θυμίζει το Άτιτλο (1969) του Γιάννη Κουνέλλη. Συγκεκριμένα για το καλλιτέχνη, το αυγό, το οποίο εκτίθεται πάνω σε ένα μεταλλικό ράφι που εξέχει από μια επίπεδη επιφάνεια χάλυβα, συμβολίζει τη δομή και συνδέεται με τη συμβατική ζωγραφική ενώ το αυγό, το οργανικό υλικό, συμβολίζει την ευαισθησία που επικρίνει και αμφισβητεί την συμβατική ζωγραφική. Έχετε και εσείς την ίδια προσέγγιση;

Τα αυγά που εκθέτω είναι έργα του 1997, και έχουν να κάνουν με ό, τι προέκυπτε μέσα από την έρευνά μου με τις κλωσσομηχανές. Δεν έχει να κάνει με τη συμβατική ζωγραφική αλλά με την συνύπαρξη του στοιχείου της φύσης πού είναι το αυγό και το στοιχείο του μετάλλου, ενός υλικού για πολλούς εχθρικό αλλά για μένα άκρως γοητευτικό και συμβατό με το περιβάλλον καθότι ο χρόνος επεμβαίνει απάνω του. Γιατί πιστεύω ότι η φύση θέλει κάνακεμα, θέλει φροντίδα, θέλει υποστήριξη γιατί έχει υποστεί βλάβες αγιάτρευτες, αλλά εδώ χρειάζεται η επικουρική παρουσία του ανθρώπου.

– Σε έργα σας, βλέπουμε να ενσωματώνετε σφιγκτήρες, υλικό που συναντάμε στη δουλειά του Γιάννη Μπουτέα και άλλων νεότερων Ελλήνων καλλιτεχνών. Για εσάς, τί συμβολίζει;

Οι σφικτήρες τώρα είναι ένα εργαλείο που δούλεψε πρώτος ο Mario Merz όταν έδενε πάνω στα ιγκλού μεγάλες πέτρινες πλάκες. Είναι η εποχή της Arte Povera, σημαντικότατος καλλιτέχνης παγκοσμίως. Τουλάχιστον τρεις καλλιτέχνες από τη γενιά μου και κατά σύμπτωση και οι τρεις σπουδάσαμε στην Ιταλία χρησιμοποιούμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο τους σφιγκτήρες στο έργο μας. Σημασία έχει ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης το έτοιμο αντικείμενο που βάζει στη δουλειά του. Για εμένα ο σφικτήρας λειτουργεί στην υπερβολή του ως προκρούστης, ως καταστροφέας του στοιχείου της φύσης αλλά και ως δεκανίκι υποστήριξης.

– Σε πολλά έργα σας βάζετε τίτλους ενώ άλλα τα αφήνετε άτιτλα. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Στα έργα μου πάντα υπάρχουν τίτλοι και σας έχω προαναφέρει αρκετούς. Ο τίτλος έχει να κάνει με το έργο που κυριαρχεί στην έρευνά μου πάνω δηλαδή στην αγροτέχνη ή στην βιοτέχνη, τα επίτοιχα τα οποία συνοδεύουν συνήθως τις μεγάλες εγκαταστάσεις είναι άτιτλα όπως και τα σχέδια.

– Μαζί με τα γλυπτά σας, στην έκθεση παρουσιάζεται μια σειρά σχεδίων με ανθρώπινες φιγούρες. Ποια είναι η σχέση τους με τα γλυπτά;

Τα σχέδια που συνυπάρχουν με την μεγάλη κατασκευή Ο ήχος του σαρακίου που κυριαρχεί στον εκθεσιακό χώρο της Roma Gallery και είναι διαστάσεων 300 x 255 x 130 εκατοστά είναι του 1973 μέχρι το 1979, όταν δηλαδή ήμουν 18 έως 24 χρόνων. Εποχή που η γνώση μου σε σχέση με τη ζωγραφική ήταν ανύπαρκτη καθότι η καταγωγή μου και το περιβάλλον όπου ζούσα δεν μου έδινε τα περιθώρια να έρθω σε επαφή με το τι είναι ζωγραφική. Κατ’ επέκταση η έκθεση στη Roma Gallery έχει και τον χαρακτήρα μιας μικρής αναδρομικής.

Διαβάστε επίσης:

Γιώργος Τσακίρης – Ο ήχος του Σαρακίου: Ατομική έκθεση στην Roma Gallery