Στο κέντρο της αφήγησης του τελευταίου, πολυαναμενόμενου βιβλίου του Γιάννη Μακριδάκη βρίσκεται μια οικογένεια στη Χίο που εκτρέφει από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι και σήμερα ταχυδρομικά περιστέρια. Η ιστορία της οικογένειας αυτής διαπλέκεται αναπόσπαστα με τα ιστορικά γεγονότα που συγκλόνισαν το νησί στο διάβα όλων αυτών των χρόνων. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας, με μια γραφή πυκνή και με μια ανάσα, παρουσιάζει την παράδοση σε αντίστιξη με τη σύγχρονη τεχνολογία και προβληματίζεται ως προς τον βαθμό στον οποίο καθορίζεται κανείς από τις ρίζες του και από το οικογενειακό του πεπρωμένο.


-Οι βάρδιες των πουλιών ακολουθούν την ιστορία μιας οικογένειας στη Χίο η οποία είχε παράδοση στην εκτροφή ταχυδρομικών περιστεριών. Ποιο ήταν το ερέθισμα;

Τα ερεθίσματα ήταν πολλά. Από μια μαρτυρία γραπτή ενός ανθρώπου που εκτελούσε επιχειρήσεις κατασκοπείας με το καΐκι του την εποχή της Κατοχής και σε μια αποστροφή του λόγου του μίλησε για δυο ταχυδρομικά περιστέρια που πήρε μαζί του μια φορά, μέχρι την ιστορία του παππού μου του Γιάννη Μακριδάκη που μπάρκαρε στα βαπόρια το 1939 και δεν ξανάδωσε ποτέ σημεία ζωής, αφού το 1942 τορπιλίστηκε το Νέλλυ του Μαργαρώνη από γερμανικό υποβρύχιο στον Β. Ατλαντικό και χάθηκε, η δε οικογένειά του έμαθε για την απώλεια αυτή το 1945 πια, μέχρι τις άλλες ιστορίες ανθρώπων που έχω εμπλέξει μέσα στο βιβλίο και είναι όλες αληθινές, τις οποίες όμως ενσαρκώνουν μυθοπλαστικοί ήρωες με επινοημένες οικογενειακές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά το πιο μεγάλο ερέθισμα, που με έκανε και να αρχίσω να γράφω ήταν ένα ναυάγιο βάρκας που έγινε το 2018 στη Χίο και με συγκλόνισε τόσο η υπόθεση, όπως και η περιπέτεια του κ. Γ.Π., που έμεινε 15 ώρες μέσα στη θάλασσα μέχρι να τον βρουν τα σκάφη της διάσωσης, ώστε δυο μήνες μετά από αυτή την τραγική εμπειρία του, τον παρακάλεσα να μου δώσει μια συνέντευξη και να μου την περιγράψει.
Όλα αυτά και άλλα πολλά, ιστορικά, αληθινά και μυθοπλαστικά συνθέτουν το βιβλίο.

-Για τον ήρωα του βιβλίου σας είναι ζήτημα τεράστιας σημασίας να βρει την πραγματική του φύτρα. Πόσο συμμερίζεστε εσείς προσωπικά αυτή την ανάγκη;

Ο ερχομός μας στη ζωή καθώς και το φευγιό μας από αυτήν, η φύτρα μας δηλαδή και ο θάνατος είναι για μένα πρόκληση και έμπνευση λογοτεχνική, είναι ζητήματα που τα πραγματεύομαι σε πολλά βιβλία μου. Σε προσωπικό επίπεδο δεν έχω δώσει τόση σημασία στο θέμα της προέλευσής μου, όσο έχω δώσει σε λογοτεχνικό επίπεδο πάντως. Ίσως η γενικότερη ανάγκη των ανθρώπων να οριστούν με εμπνέει και όχι η δική μου. Σε αυτό το βιβλίο είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με έναν ήρωα ο οποίος φέρει την ιστορία του παππού μου, είναι δηλαδή η πρώτη φορά που ψαχουλεύω κάπως και την δική μου φύτρα και ίσως αυτό να έχει σχέση με το γεγονός ότι είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψα μετά τον θάνατο του πατέρα μου.

-Το θέμα της «μοίρας» είναι κεντρικό στην αφήγηση του ήρωά σας. Εσείς τι πιστεύετε για τη μοίρα και τις οικογενειακές «κατάρες»;

Το θέμα της μοίρας, της τύχης, των συμπτώσεων με εμπνέει λογοτεχνικά και με καθορίζει ως άνθρωπο. Όχι μοιρολατρικά αλλά ενεργητικά και επαναστατικά. Παρατηρώ και προσπαθώ να ερμηνεύω, κατά τις στιγμιαίες επιθυμίες μου και το συναίσθημά μου βεβαίως ως άνθρωπος, τα καθημερινά σημάδια και τα νεύματα του Χάους (μαθηματικός αυτός ο ορισμός της έννοιας), που δημιούργησε και κρατάει σε ισορροπία κάθε στιγμή το οικοσύστημα με τους ασύλληπτους από τον ανθρώπινο νου χαοτικούς συνδυασμούς των δυνάμεων και των δυναμικών του.

Επίσης προσπαθώ να μελετώ, αντικειμενικά όσο μπορώ, την πορεία των μοιραίων γεγονότων, κινήσεων και συναντήσεων-συμπτώσεων στην ιστορική διαδρομή άλλων ανθρώπων καθώς και των ηρώων μου, να βάζω δηλαδή μια τάξη και να δίνω μια δική μου ερμηνεία στο Χάος, αν και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό είναι μάταιο αλλά τόσο γοητευτικό, αφού μια κίνηση απλή καθημερινή να είχαν κάνει αλλιώς κάποια στιγμή στη ζωή τους, θα ήταν άλλη όλη η μετέπειτα μοίρα και η πορεία τους, και όλο αυτό φυσικά περνάει από γενιά σε γενιά μέσα από τραύματα ανεπούλωτα και μέσα από κινήσεις καθοριστικές για την ύπαρξη και την ταυτότητα των επόμενων γενιών.

Είναι τελικά ένα χάος απροσμέτρητο όλο αυτό και τόσο εμπνευστικό δημιουργικά, σε προσωπικό όμως επίπεδο μία νομίζω είναι η σοφή και επαναστατική αντιμετώπιση, ότι όλα για καλό τα κάναμε και όλα για καλό μας βρίσκουν, εκεί έχω καταλήξει και το έχω δηλώσει λογοτεχνικά στο προτελευταίο βιβλίο που έγραψα.

-Το βιβλίο σας διαβάζεται απνευστί, και μοιάζει και να γράφτηκε απνευστί. Πόσο κοντά είναι αυτή η αίσθηση με την πραγματικότητα;

Από την στιγμή που θα κάτσω να γράψω, πάντοτε απνευστί βγαίνουν ως τώρα οι ιστορίες. Είναι σχεδόν έτοιμα όλα μέσα μου από καιρό και περιμένουν το έναυσμα για να ξεχυθούν, έτσι νιώθω. Αν και δεν ξέρω ποτέ το τέλος της κάθε ιστορίας που γράφω, ξεκινάω μόλις νιώσω ότι κάτι έχω να πω και έχω βρει τον τρόπο να το πω, μετά με πάνε οι ήρωες, που ζουν κι αυτοί τις ζωές τους απνευστί και τις ακολουθώ.

-Τα ταχυδρομικά περιστέρια για κάποιους στο βιβλίο θεωρούνται αχρείαστα την εποχή των δορυφόρων και των κινητών τηλεφώνων. Εσείς ο ίδιος, παρότι χαρακτηρίζεστε συχνά ως αναχωρητής λόγω του τρόπου ζωής που επιλέγετε, ταυτόχρονα χρησιμοποιείτε τους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας και έχετε παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ποια είναι η θέση σας αναφορικά με την τεχνολογία;

Η τεχνολογία και η επιστήμη έχουν κατακτηθεί με θυσίες και αίμα της ανθρωπότητας και δεν θα μπορούσα ποτέ να τις απαρνηθώ. Δεν είμαι μηδενιστής, ούτε αναχωρητής. Χρησιμοποιώ την τεχνολογία σε συνδυασμό όμως με την μη καταναλωτική ζωή, με την επαφή με τη φύση, τους σπόρους, τους φυσικούς πόρους, πρεσβεύω την μη ανάπτυξη, αφού κατανοώ ως λάθος τον τρόπο που ορίζει την έννοια της ανάπτυξης ο καπιταλισμός, πρεσβεύω δηλαδή την μη μεγέθυνση, τον μη γιγαντισμό, επιθυμώ την σμίκρυνση, το φρένο της ανθρωπότητας όσον αφορά στην κατανάλωση των φυσικών πόρων άρα προσπαθώ να ζω όχι ως αρνητής της σύγχρονης ζωής αλλά ως εξισορροπιστής αυτής με τον φυσικό τρόπο και επιδιώκω την εναρμόνισή της με το υπόλοιπο οικοσύστημα.

-Τόπος στον οποίο εκτυλίσσεται η νουβέλα είναι η Χίος, η οποία ενίοτε σας πληγώνει αλλά μέχρι στιγμής συνεχίζετε να επιστρέφετε σ’ αυτήν. Μπορεί ποτέ να εξαντληθεί ένας τόπος, ως πηγή έμπνευσης ή και συναισθήματος;

Η πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια νομίζω. Η Χίος είναι για μένα ο τόπος που με έκανε να ασχοληθώ με ό,τι ασχολήθηκα ως τώρα στη ζωή μου. Είναι η έμπνευσή μου η Χίος και ένας τόπος που λατρεύω, που με γοητεύει και πάντα θα επιστρέφω σ’ αυτήν όσο κι αν απομακρύνομαι επειδή με πληγώνει, αφού παρόλο το υψηλότατο ποσοστό καλλιεργημένων ανθρώπων στην κοινωνία της, επικρατούν πολιτικά και δημοσιολογικά η αμορφωσιά, η εμπάθεια, ο κομπλεξικός επαρχιωτισμός, η ζηλοφθονία, η πατριδοκαπηλεία και η συντήρηση.

Το θαλάσσιο στενό μεταξύ Χίου και Τουρκίας, που τόσο με έχει εμπνεύσει αφού μεγάλωσα με την θέα του κάθε μέρα της ζωής μου, το έχω βάλει ήδη ως συστατικό μυθοπλασίας στην Δεξιά τσέπη του ράσου, στον Ανάμιση ντενεκέ, στην Άλωση της Κωσταντίας, στο Όλα για καλό και τώρα πια το κάνω κεντρικό μου θέμα στις Βάρδιες των πουλιών.

Η έμπνευση νομίζω είναι μέσα μας, δεν είναι στον κάθε τόπο. Κάθε τόπος όμως και κάθε κοινωνία έχουν στοιχεία που πάντοτε μπορούν να σου ενεργοποιήσουν την έμπνευση, όσο είσαι ζωντανός δημιουργικά.


Διαβάστε επίσης:

Οι βάρδιες των πουλιών – Γιάννης Μακριδάκης