Από αλλού την περιμέναμε την καλή παράσταση και από αλλού μας ήρθε… Η πολυαναμενόμενη ξένη παραγωγή (μία από τις λίγες μετακλήσεις του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου) «Ψευδοεξομολογήσεις» σε σκηνοθεσία Λυκ Μποντύ έκανε την Ιζαμπέλ Ιπέρ να φαίνεται αδιάφορη και την παράσταση βαρετή…

Από τη Μαριάννα Παπάκη

Η διάσημη και σπουδαία Ιζαμπέλ Ιπέρ από την οποία είχαμε μαγευτεί στο «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ σε σκηνοθεσία Μπομπ Ουίλσον (2007) και την οποία είχαμε θαυμάσει στην παράσταση «Ένα λεωφορείο» του Κριστόφ Βαρλικόφσκι (2010) πηγαινοερχόταν στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών επιδεικνύοντάς μας τα πολυτελή φορέματά της. Και ναι, φυσικά αυτό ως ένα βαθμό ήταν στο πλαίσιο της σκηνοθετικής απόδοσης της ηρωίδας του έργου του Μαριβώ, της πλούσιας χήρας Αραμίντ. Πώς όμως τονίζονται τα υπονοούμενα του Μαριβώ για τις κοινωνικές ανισότητες και την υψηλή κοινωνία των ψευδοφιλοδοξιών και των ψευδοαξιών μέσα από μια (τόσο) ακαδημαϊκή παράσταση;

Αρκούν οι δεκάδες ακριβές ψηλοτάκουνες γόβες για να δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον; Αλλά και η σύγχρονη εκφορά του λόγου, στοιχείο αναμφίβολα θετικό, εδώ  έμοιαζε να αποδυναμώνει την ξεχωριστή γλωσσική ιδιομορφία του κειμένου. Με άλλα λόγια η σκηνική αρτιότητα λειτούργησε μάλλον εις βάρος της θαρραλέας ανάδειξης στα «κλεισίματα ματιών» του συγγραφέα και η γλωσσική αντιμετώπιση του σκηνοθέτη Λυκ Μποντύ προσέδωσε μια αίσθηση επίπεδων διαλόγων στην προσπάθειά της να μεταφέρει το κείμενο στο σήμερα. Ίσως αυτή η πρόσληψη πάλι να συνδέεται και με την ιδιοσυγκρασία του ελληνικού κοινού που διατηρεί μία απόσταση τόσο από το κομψό χιούμορ του Μαριβώ όσο και από την ακαδημαϊκή προσέγγιση του σκηνοθέτη.

Ο ήχος πάντως ήταν εξαιρετικός! Για να αναφερθούμε και στο φετινό πρόβλημα πολλών παραστάσεων της Πειραιώς 260 που λίγο έλειψε να γίνει το αποκλειστικό αντικείμενο σχολιασμού. Αλλά αυτό αποτελεί από μόνο του ένα άλλο θέμα προς συζήτηση!

Τις ίδιες μέρες στην Πειραιώς 260 ανέβαινε η παράσταση του έργου της Ανχέλικα Λίντελ «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους». Ομολογώ πως σε αυτή την παράσταση πήγα με δισταγμό καθώς δεν είχα παρακολουθήσει ξανά σκηνοθετική δουλειά του Θέμελη Γλυνάτση και η επιλογή έργου της Ανχέλικα Λίντελ για το Φεστιβάλ Αθηνών δεν με ενθάρρυνε… Κι όμως! Η ευχάριστη έκπληξη του φετινού προγράμματος ήταν αυτή η παράσταση του έργου με τον παράξενο τίτλο. Ο Θέμελης Γλυνάτσης το προσέγγισε με τις εικαστικές – σκηνικές επιρροές του Θεόδωρου Τερζόπουλου, του Μπομπ Ουίλσον ή πιο μακριά του Χάινερ Μύλερ. Η παράστασή του είχε όμως κάτι δικό της!

Την ανανεωτική ματιά ενός νέου ανθρώπου που αξιοποιεί τις τόσο καλές του επιρροές για να δηλώσει πως η νέα γενιά καλλιτεχνών δεν είναι αμέτοχη των όσων συμβαίνουν σε πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο. Ακούει, βλέπει, διαβάζει, ενημερώνεται και θέλει να μιλήσει για όσα την προβληματίζουν και όσα την κάνουν να ξερνάει. Μπορεί το σύστημα να έχει κάνει «καλή δουλειά» στην αποχαύνωση των λαών αλλά αρκεί ένα δυναμικό ανέβασμα ενός έργου από ένα νέο σκηνοθέτη για να μας θυμίσει πως υπάρχει και η άλλη πλευρά. Αυτή η «υπενθύμιση» από μόνη της έχει τη δική της αξία και καλό θα ήταν να μην την υποτιμάμε. Το ζήτημα των μεταναστών που πνίγονται στην προσπάθειά τους να ζήσουν είναι η απόδειξη του ξεπεσμού όχι μόνο των ηγεσιών αλλά και των κοινωνιών που το ανέχονται («Η εξουσία με τρομάζει, αλλά η κοινωνία είναι αυτό που με αηδιάζει», αναφέρει η συγγραφέας).

Ο Θέμελης Γλυνάτσης, οι ηθοποιοί Σοφία Μαραθάκη, Νέστορας Κοψιδάς και Αλεξάνδρα Ντεληθέου αλλά και όλοι οι συντελεστές της παράστασης απέδωσαν το έργο σε μία χωρίς κενά παράσταση, εμπνευσμένη, αιχμηρή και κατάφεραν να συντηρήσουν επί σκηνής τη βαθιά και θυμωμένη απογοήτευση των λέξεων του έργου χωρίς να το «χρησιμοποιήσουν» απλώς σαν ένα πολιτικό μανιφέστο με επικαιροποιημένο χαρακτήρα.

photo: © Εύη Φυλακτού