Μπορεί ένα άκρως τραυματικό γεγονός, όπως είναι ο πόλεμος, να κάνει έναν άνθρωπο να χάσει την ταυτοτική του υπόσταση; Ή μήπως, τελικά, ο άνθρωπος μπορεί να ισορροπήσει και να παραμείνει ο ίδιος αντιπαλεύοντας στην ουσία τα βιώματα αυτά και την αλλοτριωτική τους ισχύ; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που αναφύονται μέσα από τις σελίδες αυτού του αριστουργηματικού βιβλίου του Γερμανού μοντερνιστή συγγραφέα Peter Flamm (Πέτερ Φλαμ), που εκδόθηκε για πρώτη φορά σχεδόν εκατό χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 1926. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά για πρώτη φορά από τη Μαρία Μαντή, που υπογράφει και ένα άκρως κατατοπιστικό και επίμετρο.

Με καταιγιστικό ρυθμό εξελίσσεται η αφήγηση αυτού του έργου, η οποία διαβάζεται σήμερα ίσως με μεγαλύτερη επίγνωση της τραγικότητας που κουβαλά, καθώς μεταφέρει κυρίως το ψυχολογικό ανεπούλωτο τραύμα των ανθρώπων που συναντήθηκαν στα χαρακώματα του πολέμου και οδηγήθηκαν στην απώλεια του ίδιου τους του εαυτού, στον κατακερματισμό της ψυχοσύνθεσής τους.

Έτσι, λοιπόν, σε μόλις λίγες σελίδες, αυτό το τόσο οδυνηρά επίκαιρο μυθιστόρημα μεταμορφώνεται σε ένα ψυχολογικό ντοκουμέντο της μεταπολεμικής αναταραχής, ένα σχεδόν ελεγειακό πορτρέτο του ψυχισμού που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο. Ο πρωταγωνιστής Χανς, ένας χειρουργός που επιστρέφει από τα πεδία των μαχών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κουβαλά μέσα του ένα ρήγμα, μια αλλοίωση που δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά, αλλά λειτουργεί υπόγεια, σαν σκιά και διαβρώνει την ψυχή του.

Ο εσωτερικός μονόλογος του Χανς δεν είναι απλώς αφήγηση, αλλά μια κραυγή που υψώνεται απέναντι στην αδιαφορία του κόσμου, ένα παραλήρημα, η αναζήτηση ταυτότητας σε έναν κόσμο που έχει χάσει κάθε νόημα. Το ερώτημα που διατρέχει το μυθιστόρημα είναι σαφέστατα ένα: είμαι άραγε αυτός που ήμουν ή μήπως κάποιος άλλος έχει πάρει, τελικά τη δική μου θέση, δεν αφορά μόνο τον ήρωα αλλά και τον αναγνώστη, ο οποίος καλείται να αναμετρηθεί με τη ρευστότητα της ταυτότητας και την εύθραυστη φύση του εαυτού διαβάζοντας ένα φιλοσοφικό έργο που τον οδηγεί σε σουρεαλιστικούς συλλογισμούς.

Η αποξένωση του Χανς από το περιβάλλον του, από την οικογένεια, τους φίλους και, τελικά, από τον ίδιο του τον εαυτό, περιγράφεται με συγκλονιστική ένταση. Η μοναδική οντότητα που φαίνεται να αντιλαμβάνεται την εσωτερική του αλλοίωση είναι ο σκύλος του κι αυτό το στοιχείο είναι μια λεπτομέρεια βαθιά ανθρώπινη, σχεδόν μεταφυσική, που λειτουργεί ως καθρέφτης της αλήθειας που οι υπόλοιποι αρνούνται ή αδυνατούν να δουν και ταυτόχρονα αγγίζει τον αναγνώστη κατάβαθα.

Ο Flamm γράφει με έναν νευρικό ρυθμό, με μια γραφή γεμάτη κοφτές, λαχανιασμένες προτάσεις, που δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση μιας ματωμένης φωνής ενός ανθρώπου που παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς να αντέχει το βάρος της μνήμης. Χωρίς να καταφεύγει σε γενικεύσεις καταθέτει ένα σπαρακτικό κείμενο βαθιά υπαρξιακό και πολιτικό που επιχειρεί να αποτυπώσει το συλλογικό τραύμα μιας γενιάς που χάθηκε στα σκοτάδια του πολέμου, επιτρέποντας στον αναγνώστη να βυθιστεί στον ψυχισμό του κεντρικού χαρακτήρα, να βιώσει την εσωτερική του ταλάντωση, να αφουγκραστεί την απόγνωση, την αβεβαιότητα, τον αποπροσανατολισμό

Και παραμένει τραγικά επίκαιρο σε έναν κόσμο που πάλλεται διαρκώς από τις πολεμικές ιαχές καταδεικνύοντας τους μηχανισμούς ψυχολογικής αποσάρθρωσης μετά από ένα τέτοιο τραύμα.

Ένα βιβλίο που δικαίως χαρακτηρίστηκε λογοτεχνικό «ηφαίστειο».

Διαβάστε επίσης:

Πέτερ Φλαμ – «Εγώ;»: Ένα μικρό μοντερνιστικό αριστούργημα του 1926