Η νέα ιστορία που μας παρουσιάζει ο Αύγουστος Κορτώ αφορά τρία παιδιά στην εφηβεία, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, που καταλήγουν στους δρόμους της Αθήνας τη δεκαετία του ‘90 στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από κακοποιητικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Το μόνο που μπορεί να τα σώσει από τους κινδύνους που παραμονεύουν παντού γύρω τους είναι η αδελφική φιλία που θα τα ενώσει. Δεκαετίες μετά, την ιστορία τους θα διηγηθεί το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε.

Ο Αύγουστος Κορτώ μάς μιλά, λοιπόν, για το νέο του βιβλίο, τους χάρτινους χαρακτήρες του, που σφύζουν κι αιμορραγούν σαν αληθινοί, κάνοντας πολλούς αναγνώστες να πιστεύουν πως πρόκειται για αληθινά πρόσωπα, την πανδημία του έιτζ, αλλά και για τις μακραίωνες ρίζες της πατριαρχίας.

– Το τελευταίο σας βιβλίο Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου αναφέρεται στην ιστορία τριών φίλων που έζησαν πολύ σκληρές καταστάσεις σε τρυφερές ηλικίες, ωστόσο βρήκαν ο ένας στον άλλον την τρυφερότητα που δεν έλαβαν στα μικρά τους χρόνια. Πιστεύετε ότι χάρη στην αγάπη μπορούν να κλείσουν τόσο βαθιές πληγές;

Η παιδική ηλικία, η ίδια η ζωή, είναι μια πληγή που διαρκώς ανοίγει και κλείνει ‒ άλλοτε βαθύτερη, χαίνουσα, κι άλλοτε σαν αμυχή που μας υπενθυμίζει τον παλιό πόνο, και το πώς επιβιώσαμε σε πείσμα του πόνου. Η αγάπη, σαφώς, είναι η μόνη συνθήκη που ‒σχεδόν‒ αναιρεί την πληγή, και το πλέον αποτελεσματικό βάλσαμο. Μα όσο βαθαίνει, η αγάπη μπορεί ν’ αλλάξει μορφή, έστω κι ασυναίσθητα ‒ κι αυτοί που σ’ αγαπούν να γίνουν γάντζοι που σου τρυπάνε το δέρμα, και δεν σ’ αφήνουν να φύγεις. Για τα πιτσιρίκια του βιβλίου, η αγάπη ήταν ταυτόσημη με την επιβίωση ‒ χωρίς αυτήν, δεν θα έφταναν ούτε τα είκοσι.

– Έχετε πει ότι μια αφορμή για να γράψετε το βιβλίο αυτό ήταν η πανδημία του κορωνοϊού, η οποία σας έφερε μνήμες από το ξέσπασμα και την εξάπλωση του έιτζ. Ποια ήταν τα συναισθήματα που ανακαλέσατε από εκείνη την εποχή;

Όταν η πανδημία του έιτζ έγινε αντιληπτή στην Ελλάδα ‒περίπου συγχρόνως με την εκδημία του Μπίλυ Μπο‒ με όλη την άγνοια, την παραπληροφόρηση και τον τρόμο της εποχής εκείνης, ήμουν ένα αγόρι γύρω στα δέκα, στο κατώφλι της εφηβείας, που ’χε ήδη, προ πολλού, συνειδητοποιήσει ότι του αρέσουν τα αγόρια. Οπότε το φάσμα του έιτζ, κι όλης της φρίκης του ‒της περιθωριοποίησης, της δαιμονοποίησης των ομοφυλόφιλων, της χαιρεκακίας των χολωμένων‒ στοίχειωνε την ψυχή μου για χρόνια, και καθιστούσε ακόμα και την ιδέα της όποιας επαφής τρομακτική. Ήμουν τυχερός, βέβαια, διότι η ενηλικίωσή μου συνέπεσε με την ανακάλυψη και ευρεία χρήση των νέων, σωτήριων αντιρετροϊκών ‒ όμως πάντα ένα κομμάτι μου γυρίζει στα άκλαυτα νεκρά παιδιά του ‘80 και του ‘90, και σκέφτομαι ότι, από μια χρονική σύμπτωση και μόνο, δεν βρίσκομαι κι εγώ ανάμεσά τους.

– Το Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου δεν βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα, ωστόσο έχετε γράψει αντίστοιχα βιβλία στο παρελθόν. Φοβηθήκατε ποτέ κι εσείς, όπως ο αφηγητής στο βιβλίο σας, ότι γράφοντας για αληθινά πρόσωπα μπορεί να “πουλάτε”, ή να “προδίδετε” τα πρόσωπα αυτά;

Από την Κατερίνα κι έπειτα ‒καθώς κι απ’ το Μικρό χρονικό‒ η αυτοβιογράφηση, που απαντά ακόμα και στα ευθυμογραφήματά μου, κάνει πολλούς αναγνώστες να αναρωτιούνται κατά πόσον όλα τα πρόσωπα των βιβλίων μου είναι βασισμένα σε υπαρκτούς χαρακτήρες. Μ’ έχουν ρωτήσει αν γνώρισα τη Ρένα, αν ο Λεονάρντο εγκλημάτησε όντως κατά τον τρόπο που περιγράφω στο βιβλίο μου, αν η Έστερ Κλάιν ήταν παραλλαγμένη επιζώσα του Ολοκαυτώματος ‒ και πάει λέγοντας. Το βρίσκω τρομερά συγκινητικό (και κολακευτικό), διότι σημαίνει, ελπίζω, πως οι χάρτινοι άνθρωποί μου σφύζουν κι αιμορραγούν σαν αληθινοί. Αλλά το παρεάκι του τελευταίου βιβλίου είναι εξ ολοκλήρου βγαλμένο απ’ το μυαλό μου, κι ας υπάρχουν κάποια λίγα στοιχεία αλήθειας στο παρελθόν τους. Το θέμα είναι ότι τα πόνεσα πολύ αυτά τα παιδιά, και το ίδιο συμβαίνει και στους αναγνώστες ‒ και είμαι απέραντα ευτυχής γι’ αυτό.

– Ο αναγνώστης του βιβλίου σας διακρίνει την πολύ μεγάλη ευαισθησία σας απέναντι στα νεαρά γκέι αγόρια που μεγαλώνουν μέσα σε απορριπτικά και κακοποιητικά περιβάλλοντα, αλλά και στις γυναίκες και τα δεσμά που αυτές συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να υφίστανται. Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό κάθε τόσο διαβάζουμε για άλλη μια ιστορία κακοποίησης, για άλλη μια ιστορία ξυλοδαρμού, για άλλη μια γυναικοκτονία. Πότε και πώς πιστεύετε ότι θα σπάσει ολοκληρωτικά το απόστημα των διακρίσεων λόγω φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού;

Η πατριαρχία έχει μακραίωνες ρίζες ‒ αφ’ ης στιγμής οι άντρες είναι κατά κανόνα πιο εύρωστοι απ’ τις γυναίκες, οι οποίες, επιπλέον, φέρουν το βάρος της εγκυμοσύνης, του τοκετού, και της ανατροφής των παιδιών, το παιχνίδι ήταν στημένο, τρόπον τινά, απ’ την εποχή των σπηλαίων. Ό,τι ακολούθησε, απλώς ενίσχυσε την υπεροχή των αντρών, τις ανισότητες, και την υποταγή των γυναικών ‒ οι θεολογίες, οι πόλεμοι, η ιστορία, γραμμένη από άντρες για άντρες. Στον σημερινό κόσμο έχουμε απαλλαγεί από ορισμένες κραυγαλέες αδικίες, αλλά οι κοινωνικές δομές, και η κοιτίδα της οικογένειας ‒τόσο συχνά νοσηρή και νοσογόνος‒ εξακολουθούν να υπηρετούν την ανδροκρατούμενη κοσμοθεωρία. Επομένως, παρότι ο αγώνας για ισότητα, αποδοχή και δικαιοσύνη οφείλει να είναι διαρκής κι ανελέητος, φοβάμαι πως δεν θα πάψουμε ποτέ να ερχόμαστε αντιμέτωποι με κρούσματα φρικώδους βίας εις βάρος αυτών που η πατριαρχία εκλαμβάνει ως αδύναμους, κατώτερους, αναλώσιμους. (Κι όσο για τους νεολογισμούς, που εν προκειμένω έχουν και νομική υπόσταση, η συντήρηση ήταν ανέκαθεν εχθρική απέναντι σε ό,τι ‘πειράζει’ τη γλώσσα. Και στον αγγλόφωνο κόσμο, η λέξη gay πέρασε από σαράντα κύματα, όμως στο τέλος επιβλήθηκε).

– Μεγάλο μέρος του βιβλίου σας εκτυλίσσεται στα Εξάρχεια, περιοχή στην οποία και εσείς ο ίδιος κατοικείτε τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια. Τι είναι αυτό που αγαπάτε στην περιοχή αυτή;

Τα Εξάρχεια ήταν το πρώτο μου εκδοτικό λημέρι ‒στον Εξάντα, στη Διδότου‒ και το κατοπινό ‒ στον Καστανιώτη στη Ζαλόγγου, και στον Πατάκη, που τότε ήταν στη Βαλτετσίου. Ήταν η γειτονιά που αλώνιζα όταν κατέβαινα απ’ τη Σαλονίκη, κι όταν μετακόμισα οριστικά, το πρώτο μου σπίτι ήταν μια γκαρσονιέρα στην Ασημάκη Φωτήλα. Σ’ ένα μπαράκι της πλατείας, το 2004, γνώρισα τον Τάσο μου. Κι έκτοτε, δεν έχω ξεκουνήσει. Μ’ όλα τους τα τραύματα ‒ιστορικά και αστικά‒ τα Εξάρχεια είναι ένας υπέροχος τόπος, μια νησίδα φθοράς κι επιείκειας.

– Είστε ένας συγγραφέας που μοιάζει να γράφει συνεχώς. Πώς βιώνετε τη διαδικασία της συγγραφής; Βασανιστική, λυτρωτική, αναγκαία;

Το γράψιμο για μένα είναι μια παρόρμηση, μια εμμονή, που δεν σηκώνει αντίρρηση ‒ άπαξ και μου ‘ρθει η ιστορία, και δω ότι τραβάει, είμαι δέσμιός της: πρέπει να τη γράψω, να δουλεύω κάθε μέρα, ακόμα και Σαββατοκύριακα και αργίες. Μα αυτή είναι η μεγάλη μου χαρά: το βιβλίο που γράφεται. Αυτό που ’χει ήδη γραφτεί, που πάει για έκδοση ή έχει εκδοθεί, το αγαπώ, αλλά όχι με το ίδιο πάθος.

– Η αγάπη του αναγνωστικού κοινού στο πρόσωπό σας είναι συγκινητική, εντός και εκτός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις αναγνώστριες που σας περίμεναν στο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Σαντορίνης για να σας προσφέρουν γλυκά. Κι εσείς όμως με τη σειρά σας πάντα ανταποδίδετε με μεγάλη τρυφερότητα. Πώς βιώνετε την αγάπη του αναγνωστικού κοινού;

Είναι μια απ’ τις πιο αναπάντεχες χαρές της ζωής μου, αυτή η αγάπη. Δεν ξέρω όχι απλώς αν την αξίζω, μα ούτε καν πώς προέκυψε. Ίσως να φταίει ο εξομολογητικός τόνος των βιβλίων μου και των αναρτήσεων στο Facebook, το ότι ο ψυχισμός μου (καθ’ ότι διαταραγμένος) δεν έχει φίλτρο, οπότε μιλώ και γράφω για ό,τι πιο μύχιο κι επώδυνο περιέχω σαν να απευθύνομαι σε χιλιάδες εαυτούς. Όλα αυτά τα πρωτοπρόσωπα μυθιστορήματα ‒ είναι εύκολο να τα πάρεις προσωπικά. Πάντως ποτέ δεν έπαψε να με εκπλήσσει, αυτή η γενναιοδωρία, και τη λαβαίνω πάντα με αίσθημα ταπεινότητας κι ευγνωμοσύνης.

– Παρά την εγκάρδια επαφή που διατηρείτε με τους αναγνώστες σας, η δουλειά του συγγραφέα έχει εκ των πραγμάτων έναν μοναχικό χαρακτήρα, ενώ και ο ίδιος έχετε πει ότι, σε αντίθεση με τους ήρωες του τελευταίου σας βιβλίου, περάσατε μια μοναχική εφηβεία. Εξακολουθεί να υφίσταται σε ένα βαθμό αυτή η μοναχικότητα και, αν ναι, πώς κερδίζει κάποιος την εμπιστοσύνη σας;

Είναι ένας υπέροχος φαύλος κύκλος: λατρεύω το γράψιμο επειδή είμαι μονήρης, και το γράψιμο με κάνει ακόμα πιο μονήρη, αφού ζω κατά το ήμισυ μες στην γκλάβα μου. Δεν είμαι τόσο φοβικός με τις συναναστροφές όπως παλιά, αλλά ούτε είμαι ο τύπος που θα σου κάνει καλή παρέα στο κλαμπ. Ακόμα και σε ταξίδια, μπορεί να νοσταλγώ φευγαλέα τη ρουτίνα μου. Ευτυχώς, έχω φίλους που ανέχονται το να βγαίνουμε για ποτό κι εγώ να σκαρώνω παραγράφους. Και βέβαια αυτός που κέρδισε την εμπιστοσύνη μου μεμιάς, και δείχνει πανευτυχής όταν γράφω κι αυτός αράζει κάτω απ’ το ερκοντίσιον, είναι ο Τζέρης ο Ντερμπεντέρης, ο λατρεμένος μας κοπρίτης.

Διαβάστε επίσης:

Αύγουστος Κορτώ – Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου