Το έργο του Rainer Maria Rilke, το οποίο ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, παρουσιάζεται από την ομάδα Ubuntu σε μία παράσταση που θέλει να θέσει το ζήτημα του ηρωισμού, μέσα από την πορεία του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε, μπλέκοντας παράλληλα ιστορίες και γεγονότα που αναδεικνύουν και άλλους ήρωες που “αξίζει να τους θυμηθούμε για να μας παρηγορήσουν και να μας παρακινήσουν“.

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Άρης Λάσκος μας μιλάει για το έργο του Ρίλκε και την παράσταση, την επανένωση του με την ομάδα Ubuntu, και τα επόμενα σχέδια του μετά τον Σημαιοφόρο, τα οποία έπονται της ξεκούρασης, καθώς μόλις βγήκε από μία γεμάτη χρονιά – με δύο παραστάσεις στο Εθνικό και μία παράσταση στο Onassis Youth Festival της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.


Από τις 21 Απριλίου παρουσιάζετε με την ομάδα Ubuntu την παράσταση ο Σημαιοφόρος, η οποία βασίζεται στο ποίημα “Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε”, του Rainer Maria Rilke. Πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση του στην Ελλάδα. Πώς έγινε η επιλογή του έργου και γιατί;

Πρώτα πρώτα γιατί πρόκειται για μια βαθιά συγκινητική ιστορία, κατά την οποία παρακολουθούμε ένα νέο παιδί να ανδρώνεται και να μπαίνει σχεδόν οικειοθελώς μέσα στη φωτιά. Είναι αναπόφευκτη η συγκίνηση με αυτήν του την τόσο σύντομη, αλλά τόσο μεγάλη διαδρομή. Βλέπεις έναν άνθρωπο που μόλις κατάλαβε τι είναι ζωή, μόλις κάλυψε τα κενά του, μπαίνει θαρραλέα στη μάχη που τόσο καιρό απέφευγε και πια «τον αναγνωρίζουν όλοι, αναγνωρίζουν τον φωτεινό, ακάλυπτο άνδρα», όπως λέει ένας στίχος του ποιήματος.

Έπειτα είναι αυτή η γλώσσα του Ρίλκε, άχρονη, γραμμένη πριν από έναν αιώνα κι είναι λες και γράφτηκε σήμερα, πλούσια σε απίθανες μεταφορές και μια τρομερά λεπτομερή επισήμανση λεπτομερειών: ο Ρίλκε διαρκώς επιλέγει να επικεντρώνεται σε μια κίνηση, ένα σχήμα, ένα αντικείμενο. Είναι τρομερή πρόκληση και για τον σκηνοθέτη και για τον ηθοποιό αυτά ακριβώς τα στοιχεία να παρουσιαστούν σκηνικά, να «μιληθούν», τι θα επιλέξουμε να αναπαρασταθεί, τι θα αντικατασταθεί, τι θα μείνει μόνο αφήγηση και όλα αυτά να μην προδώσουν την ποιητική καταγωγή, αλλά ταυτόχρονα να είναι μια αμιγής θεατρική εμπειρία.

Το έργο μέσα από την ιστορία του Χριστόφορου Ρίλκε, ο οποίος ψάχνει την ομορφιά μέσα σε ένα σκηνικό πολέμου, θέτει το ζήτημα του ηρωισμού. Στον πόλεμο όλοι λίγο πολύ δεν είμαστε ήρωες έτσι κι αλλιώς ή έχει σημασία σε ποιο στρατόπεδο βρισκόμαστε και πώς αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις;

Νομίζω πως έχετε απαντήσει ήδη στο ερώτημά σας. Δυστυχώς όχι, δεν είμαστε όλοι ήρωες στον πόλεμο. Είναι άλλο ζήτημα το αν θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι και άλλο το ζήτημα όταν βρεθούμε στη συγκυρία αν θα δράσουμε ως τέτοιοι. Δε θα μιλήσω ιστορικά, για δωσίλογους, μαυραγορίτες, κτλ. Σε αυτούς τους πολέμους είναι εύκολα τα πράγματα. Τα στρατόπεδα εύκολα διακριτά και εύκολη επίσης η κατάταξή μας. Εγώ μιλάω για τον διαρκή πόλεμο που βιώνουμε σε όλα τα επίπεδα στις μέρες μας: οικονομικά, συναισθηματικά, κοινωνικά, εθνικά, προσωπικά.

Έχουμε μάθει άραγε να αναζητάμε την ομορφιά, να παρακινούμε τους γύρω μας να κάνουν το ίδιο, να τείνουμε το χέρι, να είμαστε εκεί όταν πρέπει να προασπιστούμε πρώτα από όλα τους εαυτούς μας και μετά τους γύρω μας; Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να απαντήσω πως το κάνω πάντα. Είναι ένα συνεχές στοίχημα, που απαιτεί να γίνεις μη αρεστός πολλές φορές, να νιώσεις μοναξιά, να γίνεις ο κακός, για να μπορέσεις να είσαι συνεπής στα πιστεύω σου, στη συνείδησή σου, στο αίσθημά σου.

Η έρευνα σας για την παράσταση, εκτός από το έργο του Ρίλκε, επεκτάθηκε και σε άλλες παρόμοιες ιστορίες και γεγονότα; Θα θέλατε να μας αναφέρετε κάποια και πώς δένουν με το υπόλοιπο έργο;

Η έρευνά μας θέλησε να θέσει το ποίημα αυτό σε διάλογο με άλλες ηρωικές μορφές και άλλες πολεμικές περιόδους ώστε να αναδείξει αυτό που διαβάζουμε εμείς πίσω από το έργο: με το ποίημά του αυτό ο Ρίλκε είναι σαν να σκάβει και να ξαναφέρνει στο φως μια χαμένη ιστορία. Εκκινεί από ένα «σήμα», ένα λήμμα για έναν πρόγονό του και βάζει το λήμμα σαν πρόλογο του ποιήματός του αφήνοντας αποσιωπητικά. Κι εκεί είναι που ουσιαστικά με τη φαντασία του αναπλάθει και προτείνει μια νέα βιογραφία αυτού του προγόνου του, του «σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε».

Έτσι κι εμείς θελήσαμε να πούμε πως πίσω από εμβληματικές φωτογραφίες, γεγονότα ή μνήμες ανθρώπων που επιχείρησαν μια τομή στην Ιστορία, υπήρχε μεν ο άνθρωπος που τις έκανε, ο «ήρωας», αλλά υπήρχε με τα πάθη του, τα λάθη του, τις ανασφάλειες και τους φόβους του.

Επιδεικνύοντας λοιπόν σεβασμό στο πρωτογενές υλικό, χωρίς να θέλουμε να το καπελώσουμε δηλαδή, ή να του φορέσουμε ρούχα «ξένα», προσθέσαμε βουβές σκηνές που απηχούν την έρευνά σε μαρτυρίες από τους δύο Παγκόσμιους πολέμους, γεμίσαμε το σκηνικό και τα ρούχα μας με «αποσπάσματα» αυτής της αναζήτησης, ενώ υπάρχει μια ολόκληρη σκηνή που πια φανερώνουμε τις «ραφές» αυτές. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο Χριστόφορος Ρίλκε, είναι πολλοί άλλοι. Είναι η Ρόζα Παρκς, ο Πήτερ Νόρμαν, ο Γιαν Πάλλατς, ο μοναχός που κάηκε στη Σαϊγκόν, ο Κώστας Γεωργάκης, ένας άστεγος και πολλοί πολλοί άλλοι. Και αξίζει να τους θυμηθούμε για να μας παρηγορήσουν και να μας παρακινήσουν. Να δούμε τη ζωή μας, τους εαυτούς μας πιο θαρραλέα.

Είναι εύκολο να αναγνωριστούν οι σημερινοί σύγχρονοι ήρωες; Πρέπει να υποφέρουν πρώτα και να ολοκληρώσουν την ιστορία τους όπως ο Χριστόφορος Ρίλκε, μέχρι να τους αποδεχτούμε;

Σε ένα στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου διάβαζα «ότι σταυρώνεις, το προσκυνάς». Και τον κουβαλώ πάντα μαζί μου. Νιώθω πως αναπόφευκτα μέσα από τον κόπο, τον πόνο και τον μόχθο δικαιώνεται κανείς και ανυψώνεται. Οποιαδήποτε άλλη διαδρομή είναι κούφια και εύκολα αναστρέψιμη. Και δε μιλώ μόνο για το επίπεδο μιας μεγάλης πράξης, αλλά για τη δουλειά μας, για τις ζωές μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς τίποτα δεν κατακτιέται χωρίς κόπο. Κι έχοντας μπει πια στα τριάντα νιώθω και πως αν κάτι φανεί εύκολα προσβάσιμο και χειροπιαστό, είναι γιατί έχει προηγηθεί μια άλλη, επίπονη διαδικασία νωρίτερα ή σε άλλο χρόνο. Χρόνος, επιμονή, υπομονή και κόπος χρειάζεται λοιπόν. Δεν νομίζω πως αυτό λοιπόν συνάδει με την εποχή μας.

Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η διασημότερη γυναίκα του πλανήτη είναι μια ανεπάγγελτη expert των social media, ή όπου τα βραβεία και οι τιμές δίνονται με αφορμή την αναγνωρισιμότητα και την εμπορευσιμότητα. Πως λοιπόν να αναγνωριστεί ένας «ήρωας»; Και δεν μιλώ για έναν ακτιβιστή, για έναν πρωτοπόρο επιστήμονα, για ένα γιατρό. Στις μέρες μας όπου όλα τείνουν να από – ιδεολογικοποιούνται τέτοιες διαπραγματεύσεις θεωρούνται – και μάλλον είναι – επικίνδυνες. Οι άνθρωποι γίνονται γραφικοί, όποιος τολμήσει να αντιταχθεί γίνεται βορά στα social media, η απομυθοποίηση είναι αγαπημένο σπορ.

Οπότε, μιλώ απλά για έναν άνθρωπο που κόντρα σε όλα θέλει να κάνει το όνειρό του ή να ζήσει χωρίς να έχει όλα όσα χρειάζεται η εποχή μας για να σε κάνει αποδεκτό. Σκεφτόμουν για παράδειγμα μόνο και μόνο τον αγώνα που δίνει καθημερινά ένας άνθρωπος σε αμαξίδιο για να μετακινηθεί στην πόλη μας. Ποιος θα αναγνωρίσει τον αγώνα αυτόν και ποια ακριβώς στιγμή; Εμείς που τρέχουμε όλη την ημέρα από δουλειά σε δουλειά, που σπάνια βλέπουμε ποιος περπατάει δίπλα μας ή η πολιτεία που κάνει ακριβώς τα αντίθετα από το να βοηθήσει αυτόν τον άνθρωπο;

Με την ομάδα Ubuntu επιστρέφετε στα θεατρικά δρώμενα 5 χρόνια μετά τη Διαβολιάδα που παρουσιάσατε στο Bios το 2013 – 2014. Τι μεσολάβησε σε αυτό το διάστημα; Ήταν μια περίοδος προσωπικής δημιουργίας; Γενικά η σύσταση μιας θεατρικής ομάδας δίνει μία μεγαλύτερη ασφάλεια στους δημιουργούς;

Σε αυτό το διάστημα μεσολάβησε μια αναγκαία διακοπή για να ξαναγεμίσουν οι μπαταρίες μας, να αναθεωρήσουμε κάποια πράγματα και να εκτιμήσουμε από απόσταση πια όσα είχαμε κάνει. Άνθισαν οι προσωπικές μας διαδρομές, και η δική μου μέσα από τη συνεργασία μου με άλλες ομάδες, παραστάσεις στο Εθνικό, το Φεστιβάλ Αθηνών, συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και της Ελεάνας Τσίχλη (οι δυο μας είμαστε τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας), η οποία με τη σειρά της μετρά ήδη συνεργασίες με το Εθνικό Θέατρο, το Κ.Θ.Β.Ε., το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και άλλους πολιτιστικούς φορείς.

Συνέπεσαν και κάποιες σημαντικές προσωπικές στιγμές, ενώ το 2016 συνεργαστήκαμε με τη Διεύθυνση Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση για το πρόγραμμα «Πες το μ’ ένα παραμύθι», που μας έφερε σε επαφή με τους μικρότερους ηλικιακά θεατές μας: πιτσιρίκια από 3-5 ετών. Μοναδική εμπειρία! Μετά από όλα αυτά λοιπόν, ανανεωμένοι και πιο έμπειροι πια, αποφασίσαμε να ξαναενώσουμε τις δυνάμεις μας και να κάνουμε αυτήν την παραγωγή, επιδιώκοντας πάλι αυτή τη ζεστασιά και την επικοινωνία που η επαφή και η συνεργασία με ανθρώπους κοντινούς θα μπορεί να φέρει. Ανθρώπους της ομάδας.

Μετά τον Σημαιοφόρο έχετε κάποια άλλα σχέδια που μπορείτε να ανακοινώσετε εν όψει και του καλοκαιριού ή ακόμα και της επόμενης θεατρικής περιόδου;

Έρχομαι από μια πολύ έντονη και κοπιαστική χρονιά φέτος: ήμουν ο κυρ- Υμπύ στην παράσταση «Υμπύ Τύραννος» της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία του Μάνου Βαβαδάκη, ενώ στον ίδιο χώρο και σε σκηνοθεσία του ίδιου έπαιζα και στην επιθεώρηση «Το μεγάλο Κρεβάτι». Παράλληλα εδώ και 6 μήνες στα πλαίσια του Onassis Youth Festival, δούλεψα με την Αναστασία Γιαννάκη και μια ομάδα 18 εφήβων μαθητών πάνω στο αρχαίο δράμα και αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς ήταν η παρουσίαση μιας διασκευής του «Ίωνα» του Ευριπίδη στη Μικρή Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία δική μου και της Αναστασίας, μόλις μια βδομάδα πριν την πρεμιέρα του «Σημαιοφόρου». Όπως καταλαβαίνετε, αυτό που χρειάζομαι μετά τον Σημαιοφόρο μας είναι επειγόντως ξεκούραση. Είμαι εδώ και 5 μήνες με συνεχή δωδεκάωρα εκτός σπιτιού και πια βρίσκομαι στα όρια της υπερκόπωσης!

Προβλέπεται λοιπόν αρχικά ξεκούραση και μετά ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική που το σχεδιάζω καιρό. Όταν με το καλό επιστρέψω θα ασχοληθώ με την επόμενη σκηνοθεσία μου, για την οποία όμως θα κάνουμε μια νέα συνέντευξή τότε!


Φωτογραφίες: ©Παναγιώτης Μάλλιαρης


Διαβάστε επίσης:

«Ο Σημαιοφόρος» από την ομάδα Ubuntu στο Θέατρο 104