Ματαρόα, Δεκέμβριος 1945, από την Αθήνα ως τον Τάραντα. Κι ύστερα με τραίνο μέχρι το Παρίσι. Ένα ταξίδι διάσωσης του ελληνικού πνεύματος, την περίοδο του εμφυλίου. Το θρυλικό ταξίδι Ελλήνων υποτρόφων του Γαλλικού Ινστιτούτου. Πέντε και ένας επιβάτες του πλοίου Ματαρόα. Πέντε και μία διαφορετικές ιστορίες. Επιλέξαμε εκείνες που είναι ξεχωριστές για εμάς, ιστορίες που μας συγκινούν. Μικρά στιγμιότυπα που δεν πρόκειται να ξεχάσουμε και κάνουν αυτό το ταξίδι βαθιά ανθρώπινο.

Πάνος Τζελέπης

Δύο μήνες έκανε να μπαρκάρει το Ματαρόα. Κι οι υπότροφοι μαζεύονται κάθε μέρα στο ταξιδιωτικό πρακτορείο του κυρίου Αθανασούλα, στη στοά Σπυρομήλιου, και τον ταράζουν στις ερωτήσεις. Οι μέρες περνάνε, οι αποσκευές περιμένουν και η ένταση μεταξύ τους ανεβαίνει. Ένας άντρας γύρω στα πενήντα, ψιλός, λιγνός, γοητευτικός, καταφέρνει πάντα να τους ηρεμεί, με όπλα του, την ψυχραιμία και το χιούμορ. Αρχιτέκτων, απόφοιτος της Ecole des Beaux Arts, και φίλος του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβ Μερλιέ, χρίζεται αυτομάτως αρχηγός της ομάδας. Σε εκείνον και σε μια εκτενή επιστολή του προς τον Μερλιέ, χρωστάμε τις λεπτομέρειες αυτού του ταξιδιού, από τις 22.12.45 που μπάρκαρε το Ματαρόα μέχρι τις 28.12.45 που έφτασε η Υποτροφιάδα στο Παρίσι. Ο ίδιος έμεινε στη Γαλλία για 10 χρόνια κι έπειτα αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα, και να ασχοληθεί με τη συγγραφή. «Ω να μπορούσα να έκανα έργα σεμνά και ωραία / ως είναι όλα στην πλάση σου απέριττα, πηγαία». Αυτή η εστέτ φιγούρα ήταν ο αρχιτέκτονας, ζωγράφος και λογοτέχνης Πάνος Τζελέπης.

Σοφία Ζαφειροπούλου

Μια εύθραυστη γυναικεία σιλουέτα περιφέρεται στο Ματαρόα, κουβαλώντας πάντα μαζί της το σιλανσιέ πιανάκι της. Ένα όργανο που της επιτρέπει να ασκείται στους δακτυλισμούς, στα αρπέτζιο και στις κλίμακες, χωρίς να ενοχλεί κανένα. Όλοι τη θυμούνται, αλλά κανείς δεν μπορεί να ανακαλέσει το όνομά της. Ακόμα κι η Νέλλη Ανδρικοπούλου, που μοιράστηκαν την ίδια καμπίνα, δεν μπορεί να θυμηθεί εκείνο το όνομα. “Η κυρία με το κλειδοκύμβαλο της σιωπής”, “το κορίτσι με το σιωπηλό πιανάκι”, έτσι την περιγράφουν οι συνταξιδιώτες της. “Αυτή η παράξενη κοπέλα”, που όταν έφτασαν στον Τάραντα, ήθελε για άγνωστο λόγο (μήπως για χάρη κάποιου έρωτα;) να παραμείνει εκεί, να εγκαταλείψει το ταξίδι. Και στις 28 Δεκεμβρίου του ’45, τη μέρα που το τραίνο φτάνει στο σταθμό Gare de l’ Est του Παρισιού, εκείνη περνάει όλη την παγωμένη νύχτα μόνη, στο σταθμό. Ο Νικόλας Χατζημιχάλης που της είχε υποσχεθεί ότι θα τη βοηθήσει με τη μεταφορά του σιλανσιέ, πάνω στον ενθουσιασμό της άφιξης, το ξεχνάει. Κι εκείνη περιμένει να ξημερώσει, για να ξαναβρεθεί –χωρίς παράπονο- με τους συνταξιδιώτες της. Ευτυχώς, ο Δημήτρης Μαρινόπουλος θυμήθηκε το όνομά της. Το παράξενο αυτό κορίτσι ήταν η πιανίστρια Σοφία Ζαφειροπούλου.

Γεώργιος Ψύλλας

Το Ματαρόα φτάνει στο λιμάνι του Τάραντα. Οι Ιταλοί αρχίζουν να κατεβάζουν τις αποσκευές από το πλοίο. Οι υπότροφοι, μόλις μαθαίνουν ότι το τραίνο αναχωρεί το μεσημέρι για Ρώμη, τρέχουν αλαφιασμένοι προς τον σταθμό, φορτωμένοι σαν μουλάρια. Στην προκυμαία απομένουν δύο γηραιές κυρίες, οι αδελφές Κουντουριώτη. Στέκονται μπροστά στις ογκώδεις βαλίτσες τους, ανήμπορες να τις κουβαλήσουν. Το φιλότιμο των υποτρόφων ξυπνάει. Ο Μαρινόπουλος, ο Νειάδας, ο Ψύλλας κι ένας αρχιτέκτονας, που δεν θυμούνται το όνομα, σπεύδουν να τις βοηθήσουν. Φτάνουν τελευταίοι στο σταθμό, λαχανιασμένοι, μπουκάρουν μέσα στο βαγόνι, με κείνη την νικηφόρα αίσθηση ενός μεγάλου κατορθώματος. Ο Ψύλλας βγάζει μια μπουκάλα κονιάκ, να το γιορτάσουνε, να γλεντήσουνε, να ξεχαστούνε. Μα ‘κεινη η μπουκάλα τελειώνει γρήγορα. Κι οι αδελφές Κουντουριώτη συγκινημένες από το ήθος, από την ελεύθερη ψυχή του, από τα πειράγματα που τους κάνει, ανοίγουν τις βαλίτσες τους και του χαρίζουν 3-4 μπουκάλες, που πήγαιναν δώρο στις φίλες τους, στη Ρώμη. Τις πίνει κι αυτές σαν διψασμένος και το κέφι θα συνεχίσει σ’ όλο το ταξίδι. Αυτός ήταν ο συνθέτης Γιώργος Ψύλλας. Η ψυχή του πλοίου. Η ψυχή του τραίνου. Τι απέγινε όμως όταν φτάνει στο Παρίσι; Είναι ο ίδιος, που μαζί με τρεις συμφοιτητές του, ιδρύει την Αθηναϊκή Μαντολινάτα; Κανείς μας δεν μπόρεσε να μάθει. Ξέφυγε της λήθης μόνο το “Καλαθάκι” του. Εκείνο το σκωπτικό τραγουδάκι του, έμεινε πίσω, να θυμίζει την αλέγκρα ψυχή του. “Θα σε πάω σ’ έναν μάνι μάνι, που στα “καλαθάκια” κάνει επισκευή, να προσέχεις στο εξής να μάθεις, να φυλάγεσαι, να μην την ξαναπάθεις, σαν χαζή”.

Ελένη Θωμοπούλου

Όταν, στις 27 Δεκεμβρίου του ’45, το τραίνο των υποτρόφων έκανε μια σύντομη στάση στο Μιλάνο, η Ελένη είχε την ιδέα να δει από κοντά το Ντουόμο. Αποφάσισαν μαζί με τη Σίνι Βογιατζή να πάνε στα γρήγορα, χωρίς να το πουν σε κανέναν. Όταν όμως επέστρεψαν στο σταθμό, το τραίνο είχε φύγει! Κλαίγοντας πήγαν στο σταθμάρχη και τον κατάφεραν να τους παραχωρήσει μια τερεζίνα και έναν καραμπινιέρο, για να προλάβουν να συναντήσουν τους συνταξιδιώτες τους στο Κόμο. Και φτάνοντας εκεί, βλέπουν άδεια τα πορτοφόλια τους. Πώς να κόψουν εισιτήριο; Βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα η Ελένη και το δίνει στον καραμπινιέρο, να τους τα βγάλει αυτός. Κι έτσι επιβιβάζονται για το Παρίσι. Κι όταν φτάνουν επιτέλους, πίνει διψασμένη από τη πηγή του πνεύματος. “Πήγαινες στο Σεν Ζερμέν κι έβλεπες τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τον Αραγκόν, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Καμύ. Μιλάγανε. Μου άνοιξε το μυαλό. Πέραν της Ιατρικής. Μπήκα σ’ έναν άλλο κόσμο μέσα, τον κόσμο του πνεύματος. Δεν ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα.” Η Ελένη Θωμοπούλου ήταν η πρώτη Ελληνίδα ενδοκρινολόγος.

 

Ντίκος Βυζάντιος

“Πάνω σε αυτό το αγγλικών προδιαγραφών πλοίο, είδα τους συντρόφους μου να σκαρφαλώνουν στους ιστούς και να αιωρούνται από τα σχοινιά, όπως είχα δει να κάνουν οι πειρατές στα έργα του Χόλυγουντ.” Ο Ντίκος Βυζάντιος μιλάει για το ταξίδι αυτό με εικόνες και χρώματα: “τα σπίτια στη Μπολόνια είχαν τόνους ώχρας, ωστόσο μου φαίνονταν κόκκινα, έτσι όπως ήταν στολισμένα για τα Χριστούγεννα”, “το Παρίσι μου φάνηκε ζοφερό, κακοφωτισμένο, όλες οι προσόψεις του σκοτεινές”. Είναι ο μόνος που θυμάται τους Ινδούς καμαρότους του πλοίου “με τα λευκά σακάκια” που τους σέρβιραν το πρώτο δείπνο. Ζωγράφος κι εκπρόσωπος της Σχολής του Παρισιού, αναγνωρίστηκε από νωρίς στη Γαλλία, η οποία αποτελούσε την άλλη του πατρίδα. Όπως έλεγε άλλωστε: “Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Ο καλλιτέχνης ζει σκληρά και παραμένει εκεί που τον περιμένει η δουλειά”. Ήταν ο νεότερος επιβάτης του Ματαρόα, μόλις εικοσιενός ετών.

Και ένας επιβάτης που δεν πρόλαβε το Ματαρόα.

Το λιγνό παιδί πλησιάζει τον σωρό με τα πτώματα. Ένας γκριζομάλλης άντρας, που στέκεται πίσω του, του λέει “Ψάξε εκεί”, και του δίνει μια χρυσή λίρα. “Ψάξε εκεί, κι εκεί”, και κάθε φορά του δίνει μια χρυσή λίρα. Ψάχνει με το βλέμμα να αναγνωρίσει μέσα στο σωρό το ζευγάρι παπουτσιών του γιου του. “Εκεί, εκεί”, του λέει. Και το παιδί τραβάει από τον σωρό το αναίσθητο σώμα ενός νεαρού. Αιμόφυρτος, χτυπημένος από οβίδα, σε κώμα, αλλά νεκρός όχι. Τον τρέχουν στο αγγλικό νοσοκομείο, και χωρίς αναισθητικό τον εγχειρίζουν, να τον σώσουν, να τον προλάβουν. Στο μάτι του, το θραύσμα της οβίδας θα χαράξει τη μνήμη εκείνης της μάχης. Το σημάδι, αυτή η ουλή, που αργότερα θα κάνει τους Γάλλους να τον φοβούνται, να τον αποφεύγουν. Στο Παρίσι εκείνος δεν έφτασε με το Ματαρόα, αλλά με μια μικρή βάρκα που τον πέρασε κρυφά, μόνο του, στην Ιταλία. Έπρεπε να είχε πεθάνει εκείνη τη μέρα στην Αθήνα. Το γνώριζε καλά αυτό, ο Ιάννης Ξενάκης.

Διαβάστε επίσης:

«Ματαρόα, που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό;» από την ομάδα Rms Mataroa στην Κάμιρο