Όποιος έχει διαβάσει “Το αηδόνι” της Kristin Hannah, είναι πολύ πιθανόν, διαβάζοντας την περίληψη του επίσης δικού της βιβλίου, “Ο κήπος του χειμώνα“, να εντοπίσουν αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο αυτά μυθιστορήματα. Η αλήθεια είναι πως το καταλαβαίνω, γιατί αυτή ήταν και η δική μου πρώτη σκέψη όταν πήρα τον “Κήπο του χειμώνα” στα χέρια μου, αν κι αυτός έχει εκδοθεί έξι χρόνια νωρίτερα από “Το αηδόνι”, έχοντας, όμως, διαβάσει πλέον το βιβλίο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως τα πράγματα καθόλου έτσι δεν είναι. Ναι μεν και τα δύο έργα της συγγραφέως εξελίσσονται κατά την διάρκεια των χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που οι Γερμανοί παρήλαυναν σε ολόκληρη την Ευρώπη σκορπώντας το φόβο και το θάνατο, όμως, πέραν του κοινού τους αυτού άξονα, οι πραγματικές και ουσιαστικές ομοιότητές τους είναι ελάχιστες, γεγονός που με κάνει να εκτιμώ την συγγραφέα ακόμα περισσότερο, καθώς δεν ανακυκλώνει επιτυχημένες συνταγές, αλλά με κοινή αφετηρία, χτίζει και μας συστήνει νέους κόσμους.

Είναι 2000 και η Άνια Γουίτσον, έχοντας χάσει τον αγαπημένο της σύζυγο, παλεύει με την μοναξιά με την οποία την έχει φέρει αντιμέτωπη η απώλειά του. Μην αντέχοντας άλλο το βάρος αυτό, αποφασίζει να προσεγγίσει τις κόρες της, με τις οποίες δεν έχει τις ιδανικές σχέσεις, αφού έχουν αποξενωθεί η μία από την άλλη. Σε μια προσπάθεια να έρθει πιο κοντά τους, ξεκινάει να τους αφηγηθεί την ιστορία μιας νεαρής Ρωσίδας που κάποτε, σε μια εποχή σχεδόν ξεχασμένη, ζούσε σε μια πόλη μαγική και ονειρική, μέχρι τουλάχιστον που ήρθε ο πόλεμος και τα διέλυσε όλα. Μια ιστορία που πολλές φορές είχε ξεκινήσει να τους αφηγείται και στο παρελθόν, αλλά που ποτέ δεν έφτασε να την ολοκληρώσει, κάτι που η Νίνα και η Μέρεντιθ είναι αποφασισμένες να μην αφήσουν να συμβεί ξανά, αφού κάτι μέσα τους τούς λέει πως η ιστορία αυτή κρύβει αλήθειες που δεν γνωρίζουν και που τις αφορούν. Και πράγματι, έτσι έχουν τα πράγματα, αφού το μυστικό της μητέρας τους θα αλλάξει τις ζωές τους για πάντα, μα κυρίως, θ’ αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο.

Πιθανολογώ πως από την περίληψη και μόνο έχετε καταλάβει λίγο πολύ τι πραγματεύεται η ιστορία μας, πράγμα που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί καταστροφικό για την αναγνωστική μας απόλαυση. Και όμως, παρά που ξέρουμε τι θα διαβάσουμε -ή τουλάχιστον υποθέτουμε-, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να φανταστούμε το εύρος των καταστάσεων με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι ήρωές μας, και κατ’ επέκτασιν, μέσω αυτών, κι εμείς, μα ούτε και μέγεθος των συναισθημάτων που θα βιώσουμε. Γιατί, ναι, μπορεί, σε αντίθεση με “Το αηδόνι”, η ιστορία αυτή να είναι ένα ρομάντζο εποχής στον πυρήνα του, δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι μια ιστορία που μιλάει για τους ανθρώπους, για τις σχέσεις που γεννούνται μεταξύ τους, αλλά και για το πως αυτές εξελίσσονται και αναπτύσσονται κάτω από το βάρος του ενός σκληρού και αδυσώπητου πολέμου που ρημάζει τα πάντα στο πέρασμά του. Ζωές, ψυχές, συνειδήσεις, ηθικές!

Η αλήθεια είναι πως η αφήγηση ξεκινάει με κάπως αργούς ρυθμούς, χωρίς όμως η ροή να γίνεται κατατονική. Είναι εμφανές, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, πως η Hannah θέλει να χτίσει σταθερές βάσεις στην ιστορία της, προκειμένου αυτή να μπορέσει ν’ αντέξει το βάρος και τη δύναμη όλων όσων θ’ ακολουθήσουν. Και πραγματικά, όσο νέα γεγονότα λαμβάνουν χώρα, ταράσσοντας συθέμελα το σύμπαν των ηρώων μας, τόσο αυξάνεται η δυναμική της αφήγησης, εμποτισμένη από έντονες στιγμές δράσης, μα και αγωνιώδεις ανατροπές που κορυφώνουν το ενδιαφέρον μας. Εκτός όλων αυτών, η τεχνική αυτή της συγγραφέως τής επιτρέπει να “δέσει” καλύτερα το παρελθόν και το παρόν, δημιουργώντας μια παραμυθένια αφηγηματική αισθητική που, όμως, δεν χάνει την ρεαλιστική της υπόσταση, ούτε και την ταυτότητά της. Μα πολύ περισσότερο, δεν χάνει τον στόχο της και αυτός δεν είναι άλλος από το να μιλήσει για τους ανθρώπινους δεσμούς και τη δύναμη που αυτοί έχουν, καθορίζοντας ζωές και πεπρωμένα, ακόμα κι όταν αυτά φαντάζουν καθορισμένα από την ίδια τη μοίρα που είναι ανώτερη από τον άνθρωπο και που εκείνος δεν μπορεί να ελέγξει.

Η Hannah αποτυπώνει με ρεαλισμό και παραστατικότητα τη Ρωσία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μ’ εκείνη την χαρισματική γλαφυρότητα που την διακρίνει και που καθόλου υπερφίαλη δε γίνεται. Σκοπός της, άλλωστε, δεν είναι να εντυπωσιάσει, αλλά να βοηθήσει τον αναγνώστη να δει με τα δικά του μάτια αυτό που φαντάστηκε η ίδια. Και το πετυχαίνει στον απόλυτο βαθμό! Πάνω απ’ όλα, όμως, επιτυγχάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό. Επιτυγχάνει να προσεγγίσει τον ψυχισμό των χαρακτήρων της, να δομήσει ταυτότητες και προσωπικότητες που κάτι έχουν να προσφέρουν, μα και ψυχογραφήματα που αξίζουν ν’ αναλυθούν και που, στο τέλος, κάτι θα έχουν να μας αφήσουν. Γιατί μπορεί η ιστορία αυτή ν’ αφορά τον πόλεμο, όμως οι ήρωες της Hannah διαφέρουν απ’ αυτούς που συνήθως συναντάμε σε μυθιστορήματα όπως αυτό. Οι ήρωές της δεν γεννιούνται στο πεδίο της μάχης. Γεννιούνται στη μάχη της ζωής, της επιβίωσης, εκεί που τα συναισθήματα προσπαθούν ν’ ανθίσουν και να παραμείνουν ζωντανά, αλώβητα, εκεί που η αγάπη πρέπει να παλέψει για να διατηρήσει τη δύναμη της, εκεί που οι άνθρωποι πρέπει ν’ αγωνιστούν για να διαφυλάξουν τους δεσμούς τους με τους άλλους, μα και την προσωπική τους ηθική, ακόμα κι όταν όλα τους σπρώχνουν προς το αντίθετο μονοπάτι.


Το βιβλίο “Ο κήπος του χειμώνα”, της Kristin Hannah, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.