Μετά τον τόμο Χονολουλού και άλλα διηγήματα, κυκλοφορεί  άλλο ένα σπουδαίο κείμενο του.

Έξω έβρεχε, έβρεχε αδιάκοπα, ανελέητα, με μια άγρια μοχθηρία,
πολύ κοντινή στα ανθρώπινα πράγματα.

Η ΒΡΟΧΗ είναι ίσως η καλύτερη νουβέλα που έγραψε ο Σόμερσετ Μωμ. Συμμορφώνεται στον γνώριμο τρόπο που ο συγγραφέας αναπτύσσει τις ιστορίες του – με αρχή, μέση και τέλος.

Η δημοτικότητα της ιστορίας υπήρξε ιδιαίτερα ανθεκτική στο πέρασμα των χρόνων από την πρώτη δημοσίευσή της το 1921. Έχει περιληφθεί σε πάμπολλες ανθολογίες, έχει γίνει αρκετές φορές ταινία και έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα στο θέατρο. Την ηρωίδα Σέηντι, μια πόρνη που αγαπά τις διασκεδάσεις, έχουν ενσαρκώσει στην οθόνη η Τζόαν Κρώφορντ, η Γκλόρια Σουώνσον και η Ρίτα Χέυγουερθ.

Ένα πλοίο με κατεύθυνση την Άπια των νήσων Σαμόα στον Νότιο Ειρηνικό αγκυροβολεί κοντά στο Πάγκο-Πάγκο, καθώς υπάρχει υποψία για επιδημία χολέρας και επιβάλλεται καραντίνα για να αποφευχθεί η εξάπλωσή της.

Ανάμεσα στους επιβάτες υπάρχουν και δύο ζευγάρια που ταξιδεύουν στην πρώτη θέση. Οι Μακφαίηλ και οι Ντέηβιντσον. Ο Μακφαίηλ είναι ένας καλόκαρδος γιατρός, που προτιμά να αντιμετωπίζει τα πράγματα με ηρεμία και να μη χώνει τη μύτη του στις υποθέσεις των άλλων. Οι Ντέηβιντσον, ως ιεραπόστολοι με θρησκευτικό φανατισμό, είναι άκαμπτοι ηθικολόγοι και ηχηρά ενάντιοι στα ήθη και τα έθιμα των ντόπιων. Ο ιερωμένος προσπαθεί απεγνωσμένα και βίαια να σώσει τη Σέηντι, οι ισορροπίες όμως ανατρέπονται απροσδόκητα. Και εδώ, όπως και σε άλλα έργα του, ο Μωμ επιτίθεται στην ιεραποστολική ηθική και επικροτεί εκείνους που ζουν για τις απολαύσεις της ζωής.

Το αποπνικτικό περιβάλλον του νησιού και του ξενώνα όπου αναγκαστικά διαμένουν ενισχύεται από τη βροχή που πέφτει βασανιστικά όλη μέρα. Σαν να επαναλαμβάνει μονότονα και πεισματικά πως δεν υπάρχει διαφυγή απ’ ό,τι είναι προδιαγεγραμμένο και πως η φύση θα ακολουθήσει μοιραία την πορεία της.
Ο γιατρός Μακφαίηλ κάπνιζε την πίπα του, ο ιεραπόστολος τους μίλησε για το έργο του στα νησιά. «Όταν φτάσαμε εκεί για πρώτη φορά, η έννοια της αμαρτίας τούς ήταν άγνωστη», εξήγησε. «Παρέβαιναν και τις δέκα εντολές, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι αμαρτάνουν. Πιστεύω πως αυτό ήταν το δυσχερέστερο κομμάτι της δουλειάς μου, το πώς να ενσταλάξω στους ιθαγενείς το αίσθημα της αμαρτίας».

Η πεζογραφία του Μωμ είναι περίφημη για την αμεσότητα, την αστική καταβολή της και τη γυαλάδα της. Όπως όλο σχεδόν το λογοτεχνικό έργο του, η Βροχή γράφεται με ελάχιστα στολίδια, δίνοντας με εμμονή έμφαση στην αφηγηματική ροή. Ο Μωμ θεωρεί τον εαυτό του πρωτίστως αφηγητή και δευτερευόντως λογοτέχνη, αλλά η Βροχή διαψεύδει τη συγγραφική του σεμνότητα. Δεν στήνει απλώς ένα διασκεδαστικό παιχνίδι της ηθικής απέναντι στον πειρασμό, την αμαρτία και τη σωτηρία, αλλά πλέκει και μια κοφτερή ή και αλληγορική κριτική στην αποικιοκρατική επιβολή του λευκού άνδρα.


Ο Ουίλλιαμ Σόμερσετ Μωμ (1874-1965), Άγγλος συγγραφέας από τους δημοφιλέστε­ρους και πιο καλοπληρωμένους της δεκαετίας του 1930, γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τα θεα­τρικά του έργα και έγινε πασίγνωστος για τα διηγήματά του. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Έχασε τους γονείς του σε ηλικία δέκα ετών και μεγά­λωσε με έναν συναισθηματικά απόμακρο θείο. Η εμπορική επιτυχία της πρώτης του νουβέ­λας Η Λίζα του Λάμπεθ, που εκδόθηκε το 1897, τον ώθησε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτη­σε στον Ερυθρό Σταυρό και αργότερα στη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών. Ταξίδεψε πολύ, μεταξύ άλλων στην Ινδία και στη Νοτιοανατο­λική Ασία. Τα ταξίδια του εμπλούτισαν τα διηγήματά του και τα μυθιστορήματά του, αλλά και τα καθαρά ταξιδιωτικά του έργα.
Από τα μυθιστορήματα, τα σημαντικότερα είναι η Ανθρώπινη δουλεία (1945), το Φεγγά­ρι και οι έξι πένες (1919) και η Κόψη του ξυραφιού (1945). Από τα διηγήματά του ξεχω­ρίζουν αυτά που αναφέρονται στη ζωή των Δυτικών, κυρίως Βρετανών, αποικιοκρατών στην Άπω Ανατολή. Η Βροχή, τα Χνάρια στη ζούγκλα, ο Απομακρυσμένος σταθ­μός, από τα καλύτερα του είδους τους, εκφράζουν το συναισθηματικό φορτίο των ηρώων τους εξαιτίας της απομόνωσής τους.
Ο Μωμ έγραψε σε μια περίοδο κατά την οποία η μοντερνιστική γραφή του William Faulkner, του Thomas Mann, του James Joyce και της Virginia Woolf κέρδιζε συνεχώς έδα­φος και υποστηρικτές. Για αυτόν το λόγο τού ασκήθηκε κριτική για το απλό πεζογραφικό του ύφος. Ωστόσο, η μεγάλη απήχηση του έργου του τον καθιστά χαρισματικό και, κατά τούς Times, τον «μοναδικό συγγραφέα της γενιάς του που χάρισε καταξίωση και λάμψη στην αγγλική λογοτεχνία». Πέθανε στη Νίκαια της Νότιας Γαλλίας το 1965.