«…το ότι πέρασα απ’ τον κόσμο, ποιος θα το θυμηθεί;» – G. A. Bécquer

Ο Antonio Machado τον ονόμασε «άγγελο της αληθινής ποίησης» και ο Dámaso Alonso «έναν μεγάλο ποιητή με φωνή μοναδική» που με το έργο του «εγκαινιάζεται η μοντέρνα ισπανική ποίηση». Ο Pablo Neruda από την μεριά του, γράφει γι’ αυτόν, τους παρακάτω στίχους: «Γλυκιά φωνή μεγάλη, καρδιά θλιμμένη!… Της δυστυχίας ήλιε, αφέντη της βροχής!»

Γιος της Ανδαλουσιανής γης ο Gustavo Adolfo Bécquer έζησε μια ζωή σκληρή, γεμάτη κακουχίες, μια ζωή που σμίλεψε τον χαρακτήρα του, προικίζοντάς τον με την ευαισθησία και την πνευματικότητα που αποπνέουν οι στίχοι του. Η σκληρή πραγματικότητα της ζωής του, πολύ συχνά τον οδηγεί στην αναζήτηση καταφυγίου στον κόσμο της φαντασίας και των ονείρων, έναν κόσμο που τροφοδοτείται διαρκώς από την ζώσα δύναμη του έρωτα. Του έρωτα ως θεμελίου, τόσο των ανθρωπίνων σχέσεων (εξιδανίκευση της γυναίκας), όσο και της σχέσης με το Θείο (εξιδανίκευση του Θεού). Δημιουργεί έτσι έναν κόσμο φανταστικό και συνάμα γοητευτικό, όπου αναμιγνύονται όνειρο και πραγματικότητα, συνειδητό και ασυνείδητο, ζωή και ποίηση: «Μου είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζω ποια πράγματα έχω ονειρευτεί και ποια μου έχουν αληθινά συμβεί».

– Απόσπασμα από τον πρόλογο του Περουλή Σακελλαρίδη

Ο ποιητής

Ο Gustavo Adolfo Claudio Domίnguez Bastida, γνωστός ως Gustavo Adolfo Bécquer, θεωρείται κορυφαίος εκπρόσωπος του ισπανικού Ρομαντισμού, το έργο του οποίου συνιστά την αφετηρία της μοντέρνας ισπανικής ποίησης.

Γεννήθηκε στην Σεβίλλη στις 17 Φεβρουαρίου του 1836. Σε ηλικία 11 χρόνων έχει ήδη χάσει και τούς δύο γονείς του και προσκολλάται στον αδερφό του Valeriano, που αργότερα θα γίνει γνωστός ζωγράφος. Στην πλούσια βιβλιοθήκη της νονάς του έρχεται σε επαφή με σπουδαίους συγγραφείς και ποιητές: Chateaubriand, Balzac, Byron, Victor Hugo, Espronceda, Hoffmann κ.ά. και αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Σε ηλικία 17 ετών μετακομίζει στην Μαδρίτη, όπου θα εργαστεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ψάχνοντας μάταια να βρει έναν τρόπο να κάνει γνωστά τα έργα του. Οι απανωτές δοκιμασίες της ζωής, η ασθενική του φύση και η συναισθηματική του αστάθεια τον οδηγούν στο καταφύγιο της φαντασίας και στην τέχνη του γραψίματος, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει, εν ζωή, να ξεχωρίσει και να απαλλαγεί από το άχθος των αναγκών της επιβίωσης.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1870, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγαπημένου του αδερφού, πεθαίνει από επιπλοκές της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Μια ομάδα φίλων του ανέλαβε, μετά τον θάνατο του ποιητή, να εκδώσει το έργο του. Στην πρώτη έκδοση (1871) περιλαμβάνονται 76 από τα 79 ποιήματα (Rimas) του Βιβλίου των Σπουργιτιών που ο Bécquer είχε ανασυντάξει από μνήμης (με αυτόν τον τίτλο) μετά την εξαφάνιση του χειρογράφου κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1868. Στην δεύτερη περιλαμβάνονται και τα 79. Οι εκδόσεις αυτές γνώρισαν μεγάλη επιτυχία σε βαθμό τέτοιο, ώστε να θεωρείται πως επηρέασαν βαθιά σπουδαίους λογοτέχνες και στοχαστές της κατοπινής εποχής (Ruben Darίo, Juan Ramón Jimenez, Antonio Machado, Miguel de Unamuno, Federico Garcίa Lorca κ.ά.).