Στο κείμενο τεκμηρίωσης η Ιστορικός της Τέχνης, Ευαγγελία Θ. Καϊράκη σημειώνει για την καλλιτέχνιδα:

Ένας αισθητός και συνάμα υπερβατικός κόσμος, ο εικαστικός κόσμος της Βασιλείας Ανηψητάκη, ένα αμάλγαμα εφαρμοσμένης και μη τέχνης, απτών πρώτων υλών και θραυσμάτων μνήμης. Πλάνητας του κόσμου η καλλιτέχνις, πολλών δ άνθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, κρατώντας πάντα σαν πυξίδα το αδράχτι της Αθηνάς Εργάνης στις περιπλανήσεις της, αντιλαμβάνεται το ύφασμα σαν κοινή συνιστώσα του οικουμενικού πολιτισμού, που στέργει τον άνθρωπο στα δυο ακροβολισμένα ορόσημα της ζωής του. Ύφασμα τυλίγει το βρέφος μόλις γεννηθεί, ύφασμα και το νεκρό στην επιτάφιο κλίνη. Έχοντας ως σταθερή αναφορά τα υφαντά που ξεκλείδωνε από τα σεντούκια της γιαγιάς στη γενέθλια Κρήτη, τον ήχο από το χτένι στον ξύλινο αργαλειό και το στημόνι να ξετυλίγεται από την ανέμη, όπως η ίδια η ζωή, που σαν νάμα αναβλύζει και κυλά -διόλου τυχαία η Κλωθώ είναι μία από τις Μοίρες -η Βασιλεία Ανηψητάκη παράγει εργόχειρα λεπτής αισθητικής, χωρίς επιτηδεύσεις και εκζητήσεις, με παραδοσιακές κατά κανόνα τεχνικές, από το βάψιμο του νήματος μέχρι και την ύφανση, που προαπαιτούν το φτερούγισμα της έμπνευσης, τον προσωπικό της κάματο και την πνευματική συγκέντρωση ως βασικά συστατικά της δημιουργίας. Νήματα προβάτου, βαμμένα με φυσικές χρωστικές που η ίδια έχει συλλέξει από την ελληνική φύση μα κι από τις αγορές της Ανατολής, την Κύπρο, τά παζάρια του Μαρόκου, της Περσίας και της Ινδίας- σαφράν για το κίτρινο, ριζάρι για το κόκκινο, τσάι για το μπεζ, Indigo για το μπλε και το γαλάζιο κ.α, κ.α, -τα οποία και πάλι η ίδια βράζει και επεξεργάζεται σε μια χρονοβόρα πειραματική και παραγωγική, εξαιρετικά γόνιμη διαδικασία. Στα χνάρια της υφάντρας της προβιομηχανικής εποχής, για τη ζεστασιά και τη γοητεία που αποπνέει το νήμα το βαπτισμένο στης γης τα χρώματα και για το διασκεδασμό των αποχρώσεων, σε αντίθεση προς τη σκληρή μονοχρωμία των νημάτων του εμπορίου. Τεχνουργήματα με αφηρημένα γεωμετρικές συνθέσεις σε ροδόχροες και βαθυγάλαζους χρωματισμούς, μια ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων και συμβόλων, μοτίβα μιας πανανθρώπινης ανεικονικής παράδοσης αλλά και μιας πιο μοντέρνας σκοπιάς αναζητήσεων, όπως της φημισμένης σχολής Bauhaus, συνιστούν την κύρια ενότητα των έργων, που θα παρουσιαστεί σε αυτήν την πρώτη ατομική της έκθεση υφαντικής.

Shashiko, κεντήματα των φτωχών ψαράδων από την Ιαπωνία, χειροτεχνήματα φυλετικής τέχνης από την υποσαχάρια Αφρική και τη Λατινική Αμερική, καλλιγραφίες και συμπλέγματα αραβικής γραφής, παρμένα από την ποίηση του Ισλάμ, με επίκεντρο -τι άλλο;-τον έρωτα, για να υμνηθεί απρόσκοπτα η αθανασία, πλαισιώνουν τα υφαντικά εκθέματα μαζί με λίγα ζωγραφικά έργα σχετικής θεματολογίας. Απλά και αυθεντικά εργόχειρα, που δεν διεγείρουν μόνο την οπτική αίσθηση, αλλά πυροδοτούν τον μνημονικό μηχανισμό με τελετουργικό-εξορκιστικό-εξιλεωτικό, σχεδόν, τρόπο, όπως κάθε τι έχει εγγραφεί σαν αρχέτυπο στο συλλογικό ασυνείδητο και επανεγκαλείται σε στιγμές.

Αντίγραφα Φαγιούμ, των νεκρικών πορτρέτων με το βλέμμα το κοσμικό και απόκοσμο, ένα συμπίλημα ελληνιστικής εικονογραφικής παράδοσης και ανατολικής νεκρικής τελετουργίας, παρουσιάζονται σαν ξεχωριστή ενότητα στην έκθεση, καμωμένα, όπως τα πρωτότυπα, με ξέστρο και λιωμένο κερί, κατά τις πανάρχαιες μεθόδους της εγκαυστικής.

Νάμα, νήμα, νόημα, λοιπόν. Λέξεις που παρηχούνται στα δυο τους σύμφωνα με μέτρο, ρυθμό και αρμονία σαν μια μελωδική συμφωνία, που μετεωρίζεται ανάμεσα στον κόσμο του Επιστητού και σε εκείνον του Επέκεινα, κρατώντας το ειδικό βάρος της πραγματολογίας τους και το μεταφυσικό αντίστοιχα της σημειολογίας. Η πηγαία δημιουργία, όπως το αναβλύζουν ύδωρ που φέρει το στοιχείο το ζωτικό και ανόθευτο. Το νήμα ως υλικό στοιχείο της χθόνιας μας φύσης, ως το οπτικό μέσο για την μετάδοση της παράδοσης, ο δίαυλος για την αιωνιότητα μέσα από την καλλιτεχνία. Και το Νόημα, τέλος, όπως πάντα, υπεράνω όλων. Το υπαρξιακό σημαινόμενο κάθε υλικής δημιουργίας. Η πνοή της Μούσας πάνω στο επιτήδευμα. Ενα ανοικτό παράθυρο στην ψυχή του ανθρώπου ήδη από την προϊστορία, λοιπόν, το εργόχειρο, για να συλλάβει υψηλά νοήματα μέσα από την πλέον αυταπόδεικτη αξία. Εκείνη της αισθητικής απόλαυσης, της χάρης και της ομορφιάς..

Βασιλεία Ανηψητάκη

Η Βασιλεία Ανηψητάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σητεία της Κρήτης. Σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Α.Π.Θ. (1974 – 1980).

Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με την Ειρήνη Κουρτίδου και τον Γιώργο Ρόρρη, υφαντικής με την Σοφία Τσουρινάκη στο ΣΕΝ, εγκαυστικής (ζωγραφική με θερμό κερί, γνωστή από τα πορτρέτα του Φαγιούμ) με την Κατερίνα Περιμένη, τοιχογραφίας (fresco) με τον Αγγελο Μπλιά και αραβικής Καλλιγραφίας με την Ειρήνη Γκόνου στο Μουσείο Μπενάκη. Εχει παρουσιάσει έργα της σε ομαδικές εκθέσεις στο Τερλίτσε Ιταλίας με έργα Φαγιούμ το 2013 και στο πολιτιστικό κέντρο Δήμου Σητείας το 2017 και 2019. Εχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις στον Πολυχώρο «Διέλευσις» με έργα Φαγιούμ (2013) και στο Πολιτιστικό Κέντρο δήμου Σητείας με έργα Φαγιούμ και ελαιογραφίας (2014). Έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές.

Ζει και εργάζεται ως Αρχιτέκτων στην Αθήνα.