Έρχονται στο Ωδείο. Είναι 18-19-20 χρονών. Έρχονται είτε στο δικά μου θεωρητικά μαθήματα, είτε στα μαθήματα συναδέλφων (συνήθως κάποιο μουσικό όργανο). Όλο και πιο συχνά διαπιστώνω ότι οι μουσικές αναφορές τους, τα πράγματα που αναφέρουν ως «αγαπημένα» όταν τους ρωτήσεις ή όταν το φέρει η κουβέντα, είναι μουσικές περασμένων δεκαετιών.

Να, μόλις πρόσφατα ο Α. μου έλεγε ότι αγαπάει πολύ Led Zeppelin, Guns ‘n’ roses, Black Sabbath (με αυτή τη σειρά). Κυρίως λόγων των φωνών. Ακόμη θυμάμαι τον διάλογο μου πριν λίγα χρόνια με έναν νεαρό που μελετούσε χάλκινο πνευστό αλλά είχε λατρεία με τους Lynyrd Skynyrd. Υπάρχει και η Σ. μία Joy Division κοπέλα που την συναντώ συχνά στους διαδρόμους.

Τα παραδείγματα πολλά. Και πάντα σε νεαρές ηλικίες.

Όταν η δική μου γενιά βρίσκονταν στην ηλικία τους, όλοι εμείς που περάσαμε τα εφηβικά μας και τα πρώιμα φοιτητικά μας χρόνια στην δεκαετία του ’80 γνωρίζαμε ποια ήταν τα μεγάλα ονόματα της προηγούμενης δεκαετίας (του ’70), αλλά δεν τα ακούγαμε και πολύ. Η δε δεκαετία του ’60 (ομού με το δεύτερο μισό των ‘50s) ήταν ένα θολό πράγμα, γνωστό μας ως ήχος και ως αίσθηση αλλά … «αρχαίο». Ήταν κάτι που αφορούσε στην νιότη των γονιών μας. Δεν ήταν ότι δεν τα εκτιμούσαμε τα τραγούδια αυτά. Απλώς δεν είχαμε διάθεση να ασχοληθούμε ιδιαίτερα μαζί τους. Οι πιο ψαγμένοι από εμάς ξέραμε να σου τραγουδήσουμε 6-7 τραγούδια του Elvis (το πολύ), και ξέραμε ότι το ορόσημο για την αφετηρία της ανάπτυξης της ποπ/ροκ κουλτούρας (της οποίας ήμασταν μέρος με τον ρόλο του μουσικόφιλου ή/και οπαδού) ήταν το «Rock around the clock». Και έτερον ουδέν.
Παρακολουθούσαμε τους καλλιτέχνες της εποχής μας (άλλος τους mainstream, άλλος τα «ανεξάρτητα» – έτσι τα λέγαμε τότε – και αρκετοί και τα δύο) και τις λίγες φορές που γυρίζαμε πίσω στο χρόνο ήταν το πολύ μέχρι 7-8 χρόνια πίσω και πάντα για συγκροτήματα που ήταν ακόμη ενεργά και στα ‘80ς. Βλέπε Talking Heads, Clash, Stranglers… Τέτοια. Δηλ. το πολύ να γύριζες πίσω μέχρι το 1977.

Για να ασχοληθείς και να ακούσεις ένα παλαιότερο του 1977 άλμπουμ έπρεπε να ενδώσεις στο ψηστήρι που σου έκαναν τα μεγαλύτερα αδέρφια / ξαδέρφια σου (ή των φίλων σου) που λίγο-πολύ είχαν μείνει στα δικά τους ακούσματα. Και που και που, πράγματι μας έψηναν και δανειζόμασταν ένα άλμπουμ των Doors, των Supertramp (ω,ναι!), των Genesis, των Rolling Stones (που ήταν μακράν πιο δημοφιλείς στην Ελλάδα των ‘80s από τους Beatles), κάποιο από τα τρία πρώτα άλμπουμ του Neil Young, ένα άλμπουμ του Dylan.
Και ο Dylan ήταν ακριβώς η αφορμή για να τα θυμηθώ αυτά. Ή πιο σωστά το ότι παραβρέθηκα μόλις πριν λίγες μέρες στην παρουσίαση του βιβλίου του Βύρωνα Κριτζά «Bob Dylan 100 τραγούδια: Οι ιστορίες πίσω από αυτά και η σημασία τους» των εκδόσεων Πατάκη. Καλεσμένοι στο πάνελ που είχε στήσει ο Βύρωνας ήταν ο ζωντανός θρύλος της μουσικοκριτικής Αργύρης Ζήλος και ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς. Η σύσταση του πάνελ ήταν (για μια σειρά λόγων) ιδανική, η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, ο κόσμος συμμετείχε ενεργά, ο Ζήλος ήταν απολαυστικός αλλά εγώ θα σταθώ σε μια παρατήρηση του – συνομήλικου μου – Φοίβου (με την οποία συμφωνώ) ο οποίος με συγκεκριμένη αφορμή είπε λίγο πολύ (παραφράζω) ότι η γενιά μου/του δεν άκουγε τον Dylan συστηματικά, δεν τον παρακολουθούσε. Από το “Oh Mercy” του 1989 μας τράβηξε την προσοχή, γυρίσαμε πίσω και ακούσαμε τα κλασικά του.

Θα μου πεις, είναι κακό που οι νέες γενιές ψάχνουν την ιστορία της ποπ/ροκ μουσικής και αγαπάνε δίσκους που ηχογραφήθηκαν πριν την ημερομηνία γέννησης τους; Κακό δεν είναι σίγουρα. Αντιθέτως είναι καλό. Αλλά αν δεν συνοδεύεται και από τα ανάλογα ακούσματα της εποχής μέσα στην οποία ζουν και αναπνέουν τότε κατά τη γνώμη μου είναι σίγουρα προβληματικό.

«Ακούω» ήδη τα πρώτα αυθόρμητα σχόλια μερικών από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο. Ότι «δεν βγαίνουν πια το ίδιο καλά συγκροτήματα», ότι «τα παραδείγματα του που αναφέρεις είναι θρύλοι που όμοιοι τους δεν θα ξαναγεννηθούν» και άλλα ανάλογα.
Δεν συμφωνώ. Ο νέος Dylan κυκλοφορεί κάπου σε αυτόν τον πλανήτη (στη θέση του Dylan βάλτε όποιο ανάλογο όνομα θέλετε). Μόνο που ο ήχος του, το ύφος του, η στιχουργική γραφή του δεν μοιάζει καθόλου με αυτή του Dylan. Επιπλέον οι περί της μουσικής περιρρέουσες συνθήκες είναι τέτοιες που υπάρχει πάντα μια σοβαρή πιθανότητα να μην τον πάρουμε καν είδηση. Αν έχουμε μια ελπίδα να τον πάρουμε είδηση είναι να τον ανακαλύψει η γενιά του, να «συντονιστεί» μαζί του και να απαιτήσει με τις συμπεριφορές της να πάρει τη θέση που του αξίζει.

Μια έστω βασική γνώση της ιστορίας είναι παραπάνω από απαραίτητη. Αν δεν συνοδεύεται όμως από την εσωτερική ανάγκη για την αναζήτηση του καινούργιου (είτε σε ατομικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο) και την απαίτηση αυτό το καινούργιο να αναγνωριστεί ως σημαντικό τότε η ίδια η ιστορία κινδυνεύει σοβαρά να μείνει στάσιμη.

Κάπου από το βάθος ακούω κάποιους να μου απαντάνε πως «κανείς πραγματικά καλός δεν χάνεται». Περί αυτού (αν και με τελείως διαφορετική αφορμή) έχω καταγράψει προ καιρού την γνώμη μου εδώ.